«Πρέπει να φροντίσω το κορμί μου, αλλιώς αυτό το έργο θα με ρίξει καταγής», έγραψε για την «Οδύσειά» του των 33.333 στίχων ο Νίκος Καζαντζάκης. 33.333 στίχοι, με τις περιπέτειες, φυσικές και πνευματικές, και τα ταξίδια τού Οδυσσέα αφ’ ότου επέστρεψε στην Ιθάκη και έφυγε ξανά, μέχρι τον θάνατό του στον Νότιο Παγωμένο Ωκεανό.
Επειδή ο Νίκος Καζαντζάκης -σε συνεργασία με τον Ι. Κακριδή- μετέφρασε την Οδύσσεια και την Ιλιάδα τού Ομήρου, μερικοί συγχέουν τη μετάφραση του ομηρικού έπους με την “Οδύσεια” του Νίκου Καζαντζάκη, η οποία είναι εντελώς πρωτότυπο έργο, διαφορετικό και ανεξάρτητο από τη μετάφραση της Οδύσσειας τού Ομήρου. Η «Οδύσεια» του Νίκου Καζαντζάκη αφηγείται τις περιπέτειες και τα ταξίδια του Οδυσσέα αφ’ ότου επέστρεψε στην Ιθάκη, και μετά έφυγε ξανά, μέχρι τον θάνατό του στον Νότιο Παγωμένο Ωκεανό.
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Μαθιουδάκη, ειδικό ερευνητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιο Θράκης και συγγραφέα της μελέτης «Ποιητικοί νεολογισμοί στην “Οδύσεια” του Νίκου Καζαντζάκη: Χιλιάδες αθησαύριστες λέξεις αναζητούν την ταυτότητά τους»:
«Η ΟΔΥΣΕΙΑ του Νίκου Καζαντζάκη είναι μια σύγχρονη επική δημιουργία η οποία ουσιαστικά αποτελεί τη συνέχεια της ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ του Ομήρου. Το ποίημα αποκαλύπτει την αγωνία και τον αγώνα του συγγραφέα να δημιουργήσει ένα έπος προκειμένου να θεωρηθεί ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα της (sic) «λευκής φυλής» (Πρεβελάκης 1984) και να γίνει ισάξιο της ομηρικής δημιουργίας. Μετά από δεκατρία ολόκληρα χρόνια σκληρής δουλειάς, ο Καζαντζάκης, ως άλλος Οδυσσέας, περιπλανώμενος σε χιλιάδες στίχους, ανάμεσα σε εκατοντάδες λέξεις, αναγράφοντας την ποιητική του ιδέα εφτά φορές, αναζητά την αθάνατη πηγή, την προσωποποίηση του Θεού, καταλήγοντας μονιάς στην τελική μορφή του μεγαλειώδους έργου των εικοσιτεσσάρων (24) ραψωδιών και των τριάντα τριών χιλιάδων τριακοσίων τριάντα τριών (33.333) στίχων».
Η «Οδύσεια» του Καζαντζάκη αποτελεί σήμερα αντικείμενο εκτεταμένων ερευνών φιλόλογων και γλωσσολόγων για το λόγο ότι το συγκεκριμένο έργο περιέχει 7.500 νεολογισμούς, δηλαδή αθησαύριστες λέξεις, οι οποίες δεν υπάρχουν σε κανένα από τα μείζονα λεξικά της ελληνικής γλώσσας (Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών (1998-2002), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη (2008), Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσας της Πρωίας (1933) και Μέγα λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης του Δημητράκου (1964).
Για μία ολοκληρωμένη παρουσίαση του ζητήματος, μπορεί κανείς να αναγνώσει online ολόκληρο το κείμενο της μελέτης του κ. Μαθιουδάκη, η οποία περιλαμβάνεται στα πρακτικά του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου Ελληνικής Γλωσσολογίας που έλαβε χώρα το 2012, πατώντας εδώ.
Πηγή: iefimerida.gr