Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Χρόνος: η κινούμενη μορφή της ακίνητης αιωνιότητας
Ζαν-Ζακ Ρουσσώ
Μέσα από τα βάθη της αιωνιότητας, κίνησε την πορεία του ο Νέος Χρόνος και φάνηκε στο διάσελο της Ανατολής του χωροχρόνου, τις ίδιες στιγμές που στο διάσελο της Δύσης ο γέρο-Χρόνος απομακρυνόταν, για να χωθεί με τη σειρά του στην αγκαλιά της αιωνιότητας!…Τις ίδιες ώρες, οι όπου Γης κάτοικοι του γαλαζόθωρου πλανήτη, οι άνθρωποι κάθε φυλής κι απόχρωσης δερματικής, υποδέχονταν το Νέο Χρόνο με βεγγαλικά, φωταψίες, ευχές, γιορτές, σε “καλόπιασμα” –λες- του Χρόνου του νιογέννητου να’ ναι καλός μαζί τους και να τους υγιάνει τις πληγές του Χρόνου του “επίβουλου” που μόλις έφευγε…
…Τις ίδιες σκέψεις έκανε και ο μοναχικός ο γέρος με τη λευκή γενειάδα και την ατημέλητη λευκή του κώμη να πλαισιώνει ένα σκαμμένο από ρυτίδες πρόσωπο, καθώς παρατηρούσε απ’ το “παράθυρο του κόσμου” (την τηλεόραση), τους όπου Γης εορτασμούς… Κάποια στιγμή κουράστηκε πιότερο η ψυχή παρά τα μάτια, μα πιότερο η νόηση, από την έγχρωμη εικόνα που έστελναν οι δορυφόροι στο δέκτη του σπιτιού του…
Σηκώθηκε… Με αργό και αβέβαιο βηματισμό βγήκε στην τζαμόφραχτη κλειστή βεράντα του σπιτιού και σίμωσε στο παράθυρο. Έξω λυσσομανούσε μια άγρια καταιγίδα, λες και άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού, τούτη τη βραδιά της αλλαγής σκυτάλης από το γέρο-Χρόνο στο Νέο. Δεν βοηθούσε και ο Αίολος που λυσσομανούσε και τάραζε κι αντάριαζε και άφριζε ως πέρα τα πελάγη, ρουθούνιζε καθώς ξεχύνονταν στις λαγκαδιές και τσάκιζε τα παΐδια των δένδρων στα ξέκορφα…
Κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, άναψε την πίπα του, και με τα μάτια καρφωμένα στους μαίανδρους των αστραπών, άρχισε μονόλογο …Τον άκουγε αυτός, η μοναξιά και η σιωπή. “Τα είχε” με το Χρόνο!
`Ελεγε:
– «Γέρο Χρόνε, ας πας στο καλό!…Καλωσόρισες Νέε Χρόνε!…
Αλλά, “παλιός” ή “νέος”, ποιος είσαι; Αλλά, όποιος και να’ σαι, σε φοβάμαι…σε φοβάμαι, γιατί:
– Είσαι μια ακαθόριστη όσο και άϋλη “ύπαρξη” χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, αγέννητη, ατελεύτητη, αθάνατη…Εν τούτοις, διαφεντεύεις εμένα που γεννήθηκα και που θα με τελειώσεις στα σίγουρα σε κάποιο πέρασμά σου, και θα με σύρεις στις ανεπίστρεπτες στροβίλους της αιωνιότητας, καθώς προσανατολίζεσαι ευθύγραμμα χωρίς αναστροφές στα πίσω!…
– Αιώνιος λοιπόν εσύ στις νεφέλες της αιωνιότητας, κι εγώ, εφήμερος σε μια και μόνο χρονοστιγμή στην άβυσσο τούτης της αιωνιότητας!…
– Εσύ’ σαι μεγαλοδύναμος και αήττητος. Εγώ’ μαι μικροδύναμος…Και σαν κομίζεις στις στροβίλους σου θύελλες, καταιγίδες και τσουνάμια, ολάκερη η φύση ανταριάζεται, και μένω εγώ έρμαιο αδύναμο, σε τούτα τα “στοιχειά” που κουβαλάς!…
– Εσύ’ σαι μέγας Δάσκαλος κι εγώ’ μαι μαθητής σου, μα σαν ωριμάσω απ’ τα διδάγματά σου και αποκτήσω κείνο που λεν οι άνθρωποι “σοφία”, με θανατώνεις και σβήνεις ακόμη και τα ίχνη μου στις χρονοθίνες σου!…
– Εσύ, ότι γεννάς το φθείρεις, εγώ ότι γεννώ, το φροντίζω μέχρι να μου το φθείρεις και αυτό, πριν ή μετά’ πό μένα!…
– Εσένα όλοι σε διαισθάνονται, κανείς δεν το μπορεί να σε αγγίξει σαν είσαι αδιάστατος, αντίθετα με μένα που σαν οντότητα είμαι απτός στους όμοιούς μου μα και στην αόρατη μεγαλοσύνη σου!…
– Εσύ μας δίνεις τις αφηρημένες έννοιες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, μα εγώ’ χω μοναχά παρόν!…
– Εσύ’ σαι ο μύθος των Αρχαίων Ελλήνων του Χρόνου = Κρόνου, που κατατρώγει τα παιδιά του, εγώ’ μαι ένα σου παιδί -στα τόσα άλλα- που με τοξεύεις καθημερινά με τα “χρονίσια βέλη” σου από τη μέρα που βγήκα απ’ τη μήτρα, μα θα εξακολουθείς να με τοξεύεις ακόμη και σαν με βάλεις εις τον τάφο, μέχρι που το σαρκίο μου να γίνει κονιορτός!…
– Εσύ γεννάς τον έρωτα εις τους ανθρώπους, μα σαδιστικά με τον καιρό, του τον σκοτώνεις!…
– Λένε πως είσαι και “γιατρός” σαν τους γιατρεύεις τους καημούς τους ανθρωπίσιους, μα τούτο είναι ψέμα, σαν στέλνεις τότε τη θυγατέρα σου τη Νοσταλγία, που πιότερο τον βασανίζει τον θλιμμένο!…
– Εσύ, ποτέ σου δεν κρατάς τα μυστικά, και όλα τα ανθρώπινα τα φανερώνεις εις το διάβα σου!…
– Κάποτε ήσουνα “καιρός” εις τον σπορέα, τώρα είσαι αμείλικτο ρολόι εις τον “ανεπτυγμένο” άνθρωπο, για να μετρά τα κλάσματά σου –λεπτά και δευτερόλεπτα και ώρες- μέχρι να πάψεις να χτυπάς, μ’ ότι σημαίνει τούτο για εκείνον!…
– Όμως, για ένα πράγμα σε δέχομαι, σε αποδέχομαι Χρόνε: Όπου δεν κάνεις διακρίσεις σε Άρχοντες και δούλους, σε πλούσιους και φτωχούς, σε Βασιλείς και υποτακτικούς, σε όποια δύναμη ανθρώπινη!…Άξιος ο χαρακτηρισμός σου, αυτός του “Πανδαμάτωρα”!…
– Όμως, Χρόνε, νοιώθω βαριά να είναι πληγιασμένο το κορμί μου απ’ τα “χρονίσια βέλη” σου…Βαθιά αυλάκωσαν το πρόσωπό μου και το’ καναν αγνώριστο…Νοιώθω το πνεύμα μου να ατονεί, εκείνα που με δίδαξες να τα ξεχνώ, νοιώθω τα πόδια μου βαριά, θολό το βλέμμα, νωθρή η ακοή, νοιώθω πόνους φριχτούς από τα βέλη σου στη σάρκα μα και στα οστά μου…Νοιώθω τόσο αδύναμος!…Χρόνε, με νίκησες!…»…
…Έπεσε σιωπή…Έξω, οι μαίανδροι των αστραπών αυλάκωναν τον ουρανίσιο θόλο, το χιόνι έπεφτε πυκνό, ο Αίολος λυσσομανούσε!… Οι βουλές του Χρόνου σε πλήρη ανάπτυξη, καθώς αργοκινούσε τον τροχό του…