24.8 C
Chania
Saturday, July 27, 2024

Ο καθηγητής μου Γιώργης Μανουσάκης και η μητέρα μου

Ημερομηνία:

Τις αξέχαστες μαθητικές μου αναμνήσεις, τις σκεπασμένες μ’ αυτό το πέπλο λήθης που τις κοιμίζει στο υποσυνείδητο μας – δεν τις σβήνει – ήρθε προχτές το βράδυ ένα τηλεφώνημα στο σπίτι μου να μου τις ξυπνήσει. Ήταν το τηλεφώνημα της φιλολόγου κ. Μαράκη που μου ξύπνησε τα ξεχασμένα, ευχάριστα μαθητικά χρόνια μου, μέρος των οποίων είναι και ο αγαπημένος μας καθηγητής Γιώργης Μανουσάκης. Μπούλης, όπως τον αποκαλούσαμε.

Σε όλους τους καθηγητές-τριες είχαμε βγάλει παρατσούκλια. Τον Μανουσάκη τον λέγαμε ‘’Μπούλη’’. Ήταν νεαρός, πολύ αυστηρός και σοβαρός, αλλά όταν τον πειράζαμε γινόταν ολοκόκκινος. Θύμωνε… ντρεπόταν; Δεν ξέρω. Πάντως εμείς, κορίτσια – αγόρια, μεικτό γυμνάσιο, τον φωνάζαμε ‘’Μπούλη’’. Δεν ξέρω ποιος του το ‘χε βγάλει, αλλά του ‘’κόλλησε’’. Όπως τον Κνιθάκη τον λέγαμε ‘’φουριόζο’’, τον Βουράκη τον λέγαμε ‘’Θου-Βου’’. Αυτό του το ‘χε βγάλει ο Χριστοδουλάκης ο Γιάννης που έκανε πολλά αστεία στην ώρα του ‘’Θου-Βου’’ και μας έκανε και σκούσαμε στα γέλια. Και ο καλός μας, πολύ καλός μαθηματικός, αυτός δεν καταλάβαινε ποιον λέγαμε ‘’Θου-Βου’’ και γελούσαμε έτσι. Και τον Περράκη τον μαθηματικό, τον τρέμαμε. Αλλά αυτό δεν μας εμπόδιζε να του βγάλουμε παρατσούκλι. Τον φωνάζαμε ‘’Ασουρμπανιμπάλ’’. Όσο για τον καημένο τον Θοδωρή τον Λουλουδάκη, του έβαλαν τα αγόρια μια μαύρη γάτα στην τάξη του. Οι γάτες, όταν τρομάζουν αγριεύουν. Όλα τα παιδιά το ξέραμε αυτό. Αρχίσαμε λοιπόν και ουρλιάζαμε, φωνάζαμε δήθεν τρομαγμένα. Αγρίεψε το ζωντανό. Ευτυχώς, τότε δεν υπήρχαν φιλοζωικοί σύλλογοι. Πήδαγε σαν τρελή η γάτα από διάδρομο σε διάδρομο, από θρανίο σε θρανίο. Άλλο που δεν θέλαμε εμείς. Πανζουρλισμός στην τάξη. Να φωνάζει ο Λουλουδάκης: ‘’Σκασμός, σκασμός, ησυχία, βγάλτε την γάτα έξω’’

Αμ πως! Η γάτα είχε φτάσει στο θρανίο μου.

‘’Ααα – λέω μέσα μου – τώρα θα στην στείλω δώρο, ευθεία βολή!’’ Παίρνω λοιπόν το πιο γλυκό, αθώο μου χαμόγελο, κοιτώντας κατάματα τον κύριο Λουλουδάκη και από κάτω απ’ το θρανίο καθίζω μια πατιά στην ουρά της γάτας. Τα θρανία τότε ήταν μεγάλα, για δύο παιδιά, ξύλινα. Είχαν από κάτω θήκη για τις τσάντες μας και πιο χαμηλά το μονοκόμματο υποπόδιο για να πατάμε στο ξύλο και όχι στο πάτωμα. Δίνω λοιπόν την πατιά στην ουρά της γάτας και συγχρόνως, για να μη με γρατζουνίσει σηκώνω τα πόδια μου και τα βάζω στην θήκη για τις τσάντες και έτσι επιφανειακά συνέχισα να χαμογελώ ‘’αθώα’’ στον κύριο Λουλουδάκη και να μένω με διπλωμένα χεράκια, ήσυχη. Το τι έγινε δεν λέγεται! Η γάτα, όπως είχα υπολογίσει, ευθεία βολή, βρέθηκε πάνω στην έδρα του Λουλουδάκη. Αυτός άρχισε να ουρλιάζει, δίνει ένα πήδο και κατεβαίνει απ’ το βάθρο της έδρας. Αρπάζει τα βιβλία του, τα πετά χάμω.

-Φεύγω, φεύγω, εσείς δεν είστε παιδιά, είστε άγριοι. Δεν σας ξανακάνω μάθημα, δεν ξαναμπαίνω στην τάξη σας.

Κι έτσι μας παράτησε και δεν προλάβαμε να του βγάλομε παρατσούκλι.

Τον Μανουσάκη τώρα. Τον πειράζαμε βέβαια, αλλά ήταν αυστηρός και επιβαλλόταν. Μια φορά μου άστραψε ένα χαστούκι γιατί είχα δέσει τα μαλλιά της Ξενούλας με τα μαλλιά της Ρορώς. Έβγαλε την Ξενούλα στο μάθημα, τράβηξε την Ρορώ και ούρλιαξε, κατέβηκε και ο Μπούλης – συγνώμη Μανουσάκης – και μου άστραψε ένα χαστούκι που είδα άστρα.

Μια άλλη φορά, μια συμμαθήτρια μας, πολύ καλή μαθήτρια – μετά την τρίτη τάξη πήγε στο θηλέων – πετούσε ‘’καθρεφτάκι’’. Είχε σπασμένο καθρεφτάκι, το γύρναγε προς τον ήλιο, από εκεί που καθόταν και γύρναγε το καθρεφτάκι με εγκλωβισμένο τον ήλιο πάνω στα παιδιά που καιγόταν και φώναζαν. Προσπαθούσε ο Μπούλης να δει γιατί κάναμε φασαρία, τι την προκαλούσε, δεν μπορούσε να εντοπίσει. Είχε νευριάσει πολύ ο καημένος, χτυπούσε τα βιβλία του, είχε γίνει ολοκόκκινος, αυτή τίποτα. Συνέχιζε απτόητη! Σε μια στιγμή στόχευσε λάθος και πήγε ο ήλιος στο πρόσωπο του Μανουσάκη. Εε, τότε έγινε ο χαμός. Αυτή φοβήθηκε και ο Μπούλης μας, γιατί τον αγαπούσαμε ως καθηγητή μας, ήταν αθώα τα πειράγματα, της πετά το βιβλίο στο κεφάλι και την βγάζει έξω.

Ο καλός μας ο κύριος Μανουσάκης! Πόσα πράγματα μάθαμε απ’ αυτόν! Πόσο καλός φιλόλογος ήταν! Πόσο στεναχωρήθηκα όταν πέρασε απ’ το γραφείο μας η γυναίκα του, η κυρία Καραθανάση! Νόμιζα ότι είχε πεθάνει ο κύριος Μανουσάκης από καρκίνο αλλά η γυναίκα του μας είπε ότι πέθανε από εγκεφαλικό. Δεν ήταν η ώρα του να πεθάνει. Ήταν ακόμα σχετικά νέος. ‘’Θεέ μου – σκέφτηκα – λες η ένταση που βίωνε μέσα στην τάξη, αυτό το ξαφνικό κοκκίνισμα που του συνέβαινε, να ήταν ενδεικτικό της εξέλιξης της υγείας του; Λες να του ανεβάζαμε την πίεση, γι’ αυτό κοκκίνιζε;’’

Από μικρό παιδί μ’ άρεσε να διαβάζω. Εξωσχολικά, λογοτεχνία. Έλεγε πως ήμουν η καλλίτερη στην έκθεση. Και τα αρχαία μου άρεσαν και η ιστορία. Στα άλλα μαθήματα δεν έδινα καμιά σημασία. Πάντως και σ’ αυτά που δεν διάβαζα πρόβλημα δεν είχα. Η μαμά μου ερχόταν συχνά στο σχολείο και ρώταγε για την πρόοδο μας. Βέβαια, τον κύριο Μανουσάκη τον φιλόλογο και τον κύριο Βουράκη τον μαθηματικό ρωτούσε ιδιαιτέρως. Ρωτά λοιπόν τον κύριο Μανουσάκη να της πει την γνώμη του για το τι διάλεξα να σπουδάσω.

-Κύριε Μανουσάκη, η Άννα θέλει να γίνει δημοσιογράφος. Ποια είναι η γνώμη σας;

Βλέπετε, της μαμάς μου δεν της άρεσε καθόλου το επάγγελμα του δημοσιογράφου σε γυναίκα. Αλλά δυστυχώς δεν άρεσε και στον κύριο Μανουσάκη και ήταν απόλυτος.

-Ααα, κυρία Κωνσταντουδάκη. Η Άννα είναι ζωηρή, έξυπνη, αλλά παρορμητική. Δεν συνειδητοποιεί τον κίνδυνο. Μπαίνει μέσα σ’ όλα. Αν γίνει δημοσιογράφος, θα την χάσετε. Η Άννα είναι γεννημένη φιλόλογος. Φιλόλογος πρέπει να γίνει. Και να σας πω για παράδειγμα. Η Άννα προχτές, παράκουσε τον δ/ντή τον κύριο Περράκη που είχε απαγορεύσει την συμμετοχή των μαθητών μας στο συλλαλητήριο και αυτή πήδησε απ’ το παράθυρο των αποδυτηρίων στο πίσω μέρος του σχολείου. Εκεί χωρίζει το σχολείο μας απ’ το θηλέων ένας τοίχος. Κάποια παιδιά – μάλλον οι διοργανωτές – είχαν βγάλει πέτρες και είχαν ανοίξει μια τρύπα που από εκεί περνούσαν στο θηλέων. Στο θηλέων η εξώπορτα του σχολείου δεν είχε κλειδωθεί, στο δικό μας σχολείο είχε κλειδωθεί. Ήταν χούντα, ήταν το σχολείο μας μεικτό, φοβήθηκε προφανώς ο Δ/νής τις φασαρίες και κλείδωσε την εξώπορτα. Και συνεχίζει ο Μανουσάκης:

-Η Άννα πέρασε απ’ την τρύπα στο θηλέων και από εκεί στο συλλαλητήριο. Την είδα την τελευταία στιγμή. Την φώναξα να γυρίσει πίσω αλλά έκανε πως δεν μ’ άκουσε. Αν την πήγαινα στο γραφείο θα έπαιρνε μεγάλη αποβολή.

Το τι έγινε στο σπίτι μας δεν λέγεται. Μόνο ξύλο που δεν έφαγα!

-Ο κύριος Μανουσάκης είπε να γίνεις φιλόλογος, πως εκεί έχεις ταλέντο.

-Οοοχι! Ποτέ καθηγήτρια! Το πιο ρουτινιάρικο επάγγελμα. Ποτέ, ποτέ! Δημοσιογράφος θα σπουδάσω!

-Ποτέ, ποτέ! Καθηγήτρια!

-Ποτέ, ποτέ! Ή δημοσιογράφος ή τίποτα!

-Τίποτα! Δεν σε αφήνομε να χαθείς στα καταγώγια. Στο έγκλημα, στον υπόκοσμο.

-Στα συλλαλητήρια εεε; Να γυρνάς στα συλλαλητήρια… συμπληρώνει η μάνα μου.

Χτυπά την γροθιά του στο τραπέζι ο πατέρας μου. Ξανατεντώνομε εγώ, χτυπώ το πόδι μου στο πάτωμα! Τόσο δυνατά που πόνεσα.

-Τίποταααα, ουρλιάζω!

Ή ταν ή επί τας! Τους ξαναουρλιάζω και ξαναχτυπώ το πόδι μου στο πάτωμα.

Κι έτσι δεν έγινα τίποτα!

Πιστή στις αρχές μου!

Την άλλη μέρα, μούτρα στον Μανουσάκη. Τον έβλεπα και του γύρναγα την πλάτη. Μιλιά, ούτε αστεία, ούτε πειράγματα, ούτε κρεμόμουν απ’ το στόμα του στην παράδοση. Δεν πρόσεχα! Στο διάλειμμα με ρωτά:

-Κωνσταντουδάκη, τι έχεις σήμερα και δεν γελάς; Είσαι άρρωστη;

-Ναι, εσείς μ’ αρρωστήσατε. Τι είπατε στην μάνα μου; Να γίνω καθηγήτρια; Και δεν μ’ αφήνουν να γίνω δημοσιογράφος. ΤΙΠΟΤΑ! Του λέω. Δεν γίνομαι τίποτα.

Παίρνει σοβαρό ύφος, αδιάφορο, σουφρώνει ελαφρώς τα χείλη του όπως το συνήθιζε και μου λέει με στόμφο:

-Κακό τσι κεφαλή σου!

Την τελευταία χρονιά όλα τα παιδιά διακινούσαμε λεύκωμα μαθητικών αναμνήσεων. Έγραφε ο ένας συμμαθητής στον άλλον και παρακαλούσαμε και τους καθηγητές μας να μας γράψουν δυο λέξεις, μια υπογραφή τους έστω, κάτι για ενθύμιο. Μου είχε γράψει ο Κνιθάκης, ο Βουράκης, η Ηλιομανουσάκη και ο Μανουσάκης. Νομίζω και ο Καπετανάκης με μια υπογραφή και μια ευχή. Αν βγάζω σωστά την υπογραφή του.

Τον Μανουσάκη τον είχα τρελάνει να μου γράψει ποίημα. Αρνιόταν. Με τα πολλά τον κατάφερα. Μου το ‘γραψε. Δεν μου άρεσε. Του το ‘πα κατάμουτρα. Με κοίταξε με παράπονο σαν να μου ‘λεγε: ‘’εμ στο γραψα, δεν σου άρεσε κιόλας’’

Το ποίημα είναι αυτό, σας το γράφω εγώ. Δεν ήθελα τρίτο άτομο να μεταφέρει σε συνέδριο την παιδική μου αθωότητα. Την ψυχή μου, τις υπέροχες μαθητικές μου αναμνήσεις. Πιστεύω να με καταλαβαίνει η εξαιρετική φιλόλογος και άνθρωπος κυρία Μαράκη που δεν θέλησα οι παιδικές μου αθώες αναμνήσεις να συζητηθούν σ’ ένα συνέδριο από τρίτο άτομο. Γιατί οι αναμνήσεις αυτές είναι μέρος της ψυχής μου!

Σας γράφω εγώ το ποίημα, που μόνο εγώ έχω το δικαίωμα.

 

Ο ΑΛΛΟΦΥΛΟΣ

Ποιος είν’ αυτός

που σκαλίζει τους λογισμούς του

στο μπρούτζο του δυσμικού σύννεφου

που αφουγκράζεται τον μονόλογο της τροξαλίδας

και πίνει το νηπενθές

από το χρυσό κύπελλο της σελήνης;

 

Αγαπά τη σιωπή του

πιο πολύ από τα λόγια μας.

Βαδίζει στο δρόμο

με μόνο τον άνεμο πλάι του.

Χαλά την τάξη του κόσμου.

Ραμφίσετέ τον αλύπητα

με τα γεράκια των ματιών σας.

Αμολήστε πάνω του

τα λυκόσκυλα των σαρκασμών σας.

Σύρτε τον εδώ, μπροστά μας

να πατήσει το χώμα μας

να λαλήσει τη φωνή μας

να γελάσει το γέλιο μας.

 

Στη γη την δική μας

δεν έχουνε θέση οι αλλόφυλοι

 

Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ