Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω
Τούτη η κυβέρνηση, πράγματι, δεν πέρασε τον πιο ανέφελο βίο. Οι κρίσεις ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, ενώ οι φυσικές καταστροφές απέκτησαν σταθερή παρουσία στη χώρα μας. Η αλήθεια είναι ότι τις περισσότερες τις αντιμετώπισε με σχετική επιτυχία με θλιβερές εξαιρέσεις τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και την πρόσφατη αντιμετώπιση της κακοκαιρίας που προκάλεσε συλλογική απ(ελπις)ία. Εκεί, όμως,που όμως φαίνεται να αδυνατεί να επιδείξει στοιχειώδη αντανακλαστικά είναι η αντιμετώπιση της ακρίβειας συνολικά και ιδίως στον τομέα των καυσίμων.
Χρειάστηκε, μάλιστα, μια ατυχής από επικοινωνιακής άποψης τηλεοπτική παρουσία («διάγγελμα» το ονόμασαν) για να γίνει σαφές ότι η κυβέρνηση τελεί σε σύγχυση τόσο αναφορικά με τα μέτρα που αποφάσισε όσο και με εκείνα που παρέλειψε να αποφασίσει. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός εξήγγειλε τη μερική απορρόφηση των αυξήσεων στα καύσιμα, με την κάλυψη 180 λίτρων για την κίνηση των οχημάτων για να σπεύσουν οι συνεργάτες του λίγο αργότερα να ανασκευάσουν διευκρινίζοντας ότι δεν πρόκειται για την κάλυψη του ποσού που αντιστοιχεί σε 180 λίτρα, αλλά σε μέρος των αυξήσεων που αφορά στην αντίστοιχη ποσότητα καυσίμων.Στην ουσία η επιδότηση (για αυτοκίνητο) αφορά 60 λίτρα καυσίμου μηνιαίως και ισούται με 22 λεπτά το λίτρο. Συνεπώς, η επιδότηση για τους τρεις μήνες ανέρχεται στο γλίσχρο ποσό των 40 ευρώ.
Πέραν της προχειρότητας των εξαγγελιών και του νεφελώδους σκεπτικού τους, η ουσία είναι μια. Πρόκειται να δαπανηθούν περισσότερα από 1,1 δις ευρώ – σύμφωνα πάντα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες – δίχως μετρήσιμους στόχους, χωρίς καμία ανταποδοτικότητα, άνευ οικονομικού πολλαπλασιαστή και πρωτίστως δίχως ουσιαστική ανακούφιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Μετά την ολιγωρία των περασμένων μηνών – το ζήτημα της ακρίβειας των ενεργειακών προϊόντων (βενζίνη, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα κλπ) – αντιμετωπίζεται επιδερμικά και δίχως αναπτυξιακό σχεδιασμό. Η επιδότηση μερικών ευρώ για διάστημα ενός τριμήνου ούτε ανακούφιση προκαλεί ούτε το πρόβλημα λύνει.
Τι θα μπορούσε να πράξει η κυβέρνηση;. Να επιδοτήσει όχι την κατανάλωση αλλά την παραγωγή ενεργειακών προϊόντων και ταυτόχρονα να μειώσει τους φόρους των καυσίμων, ώστε να υποβοηθήσει την κατανάλωση.
Ειδικότερα θα έπρεπε να μειώσει τον ΦΠΑ και τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα. Ιδίως, λόγω της αναλογικότητας του ΦΠΑ τα δημόσια έσοδα δεν θα είχαν καμία απώλεια. Αντιθέτως, το κράτος σήμερα κερδοσκοπεί όταν εισπράττει ΦΠΑ στις ήδη αυξημένες τιμές των καυσίμων, καθώς όσο οι τελευταίες αυξάνονται τόσο αυξάνονται και τα έσοδα του κράτους από ΦΠΑ. Περαιτέρω μια προσωρινή μείωση του ΕΦΚ θα διευκόλυνε άπαντες δίχως να επιφέρει σημαντική μείωση των δημοσίων εσόδων, καθώς οι προσωρινές απώλειες θα καλύπτονταν από τη διατήρηση της κατανάλωσης και τα έσοδα από φόρους (ιδίως έμμεσους) που η τελευταία συσσωρεύει.
Το σημαντικότερο, όμως, θα ήταν ο εκδημοκρατισμός του υφιστάμενου ενεργειακού μοντέλου με τη συμμετοχή περισσότερων φυσικών και νομικών προσώπων στο παραγωγικό γίγνεσθαι. Τα έργα, λοιπόν, που θα έπρεπε να επιδοτήσει η κυβέρνηση (αξιοποιώντας και όχι πετώντας τα 1,1 δις ευρώ) θα ήταν η ουσιαστική ενίσχυση για τη ενεργειακή αναβάθμιση δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά σε συνδυασμό με μπαταρίες αποθήκευσης, η ενεργής υποστήριξη των ενεργειακών κοινοτήτων και ιδίως η στήριξη συμπράξεων ενεργειακών κοινοτήτων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον αγροδιατροφικό τομέα. Τέλος, η επιδότηση για δράσεις αξιοποίησης της γεωθερμίας με αξιοποίηση απλών γεωθερμικών συστημάτων (ψύξη – θέρμανση) σε επίπεδο κατοικίας.
Όλα αυτά,όμως, απαιτούν πολιτικό όραμα που δε χωράει σε ένα … κουπόνι.