18.8 C
Chania
Friday, December 5, 2025

Ο ουροβόρος της άυλης ευφυίας: Μέσα στην πανάκριβη φούσκα της Τεχνητής Νοημοσύνης

Ημερομηνία:

Πηγή: https://harmoniousdiscourse.substack.com/

Μετάφραση: Ευάγγελος Ι. Γενεράλης

Η μηχανή που τρώει την ουρά της

Την άνοιξη του 2025, το πρακτορείο Bloomberg δημοσίευσε ένα διάγραμμα δικτύου που, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να προκαλέσει πάταγο στον χρηματο-οικονομικό κόσμο. Στην απεικόνιση του διαγράμματος χαρτογραφούνταν διαπλεκόμενες εμπορικές συμφωνίες αξίας πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολλαρίων οι οποίες αφορούσαν πέντε εταιρίες: τις OpenAI, Nvidia, Microsoft, AMD, και Oracle. Διαγραμματικά βέλη έδειχναν προς πάσα κατεύθυνση, δημιουργώντας ένα πυκνό δίκτυο επενδύσεων, εξαγορών, συνεργασιών και δεσμεύσεων. Αυτό που αποκάλυπτε το εν λόγω διάγραμμα δεν ήταν κάποιο οικοσύστημα καινοτομιών αλλά κάτι πιο ασυνήθιστο και ανησυχητικό: ένα κλειστό κύκλωμα όπου το ίδιο κεφάλαιο κυκλοφορεί αενάως, φουσκώνοντας τις αποτιμήσεις σε κάθε του κόμβο, χωρίς ποτέ να εκβάλλει στην ευρύτερη οικονομία.

Το μοτίβο του διαγράμματος προσομοιάζει στο αρχαίο σύμβολο του ουροβόρου, του φιδιού που καταπίνει την ουρά του και αντιπροσωπεύει το αιώνιο αλλά και το μάταιο. Η Nvidia επενδύει κεφάλαια της τάξης των 100 δισεκατομμυριών δολλαριών στην OpenAI, η οποία με τη σειρά της χρησιμοποιεί τα χρήματα αυτά για την εξαγορά μικροτσίπ της Nvidia για τα data centers [1] της. Η OpenAI υπογράφει μια συμφωνία αξίας 300 δισεκατομμυριών δολλαριών με την Oracle για cloud computing [2], της οποίας η τεχνική υποδομή βασίζεται σε υλικό της Nvidia. Η AMD βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την OpenAI για την προμήθεια 6 gigawatt φορτίου GPU καθώς ταυτόχρονα διευκολύνει την OpenAI στο να αποκτήσει 160 εκατομμύρια μετοχές της AMD. Η Microsoft, η οποία είναι ήδη ο κύριος επενδυτής και υποδοχέας για την τεχνολογία της OpenAI, βρίσκεται πιο κοντά στην ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της πραγματοποιώντας εκτεταμένες δεσμεύσεις μέσω Azure [3]. Κάθε συναλλαγή όπως οι παραπάνω δείχνει φαινομενικά να αντιπροσωπεύει μια προβλεπόμενη οικονομική δραστηριότητα. Στην πραγματικότητα όμως πρόκεται για κάτι εντελώς διαφορετικό: σχηματίζουν έναν μηχανισμό σε συνεχή κίνηση που απαρτίζεται από λογιστικές εισαγωγές όπου η επένδυση μετατρέπεται σε έσοδα που μετατρέπονται σε κεφαλαιοποίηση της αγοράς που μετατρέπεται σε επιπλέον επενδύσεις.

Αυτή είναι η μέθοδος κατά την οποία έρχεται στο προσκήνιο μια βιομηχανική επανάσταση. Οι μεγάλοι προηγούμενοι τεχνολογικοί μετασχηματισμοί (ηλεκτροδότηση, μαζική παραγωγή, υπολογιστές) δημιουργούσαν αξία συνδέοντας νέες δυνατότητες με ανεκπλήρωτη ζήτηση εντός της αγοράς και στην ευρύτερη οικονομία. Οι βιομηχανίες χρησιμοποίησαν τον ηλεκτρισμό για να παράγουν πιο αποτελεσματικά. Οι γραμμές παραγωγής των εργοστασίων μείωσαν το κόστος παραγωγής των αυτοκινήτων έως ότου έγιναν προσιτά στους κοινούς εργάτες. Οι προσωπικοί υπολογιστές δημιούργησαν τη δυνατότητα νέων μορφών εργασίας και επικοινωνίας οι οποίες άλλαξαν άρδην την καθημερινή μας ζωή. Οι οικονομικοί κύκλοι παρέμεναν ανοικτοί: κεφάλαιο εισέρεε στην καινοτομία, η καινοτομία δημιουργούσε προϊόντα, τα προϊόντα εγκαθιστούσαν νέες αγορές, οι αγορές επέστρεφαν κέρδη τα οποία δικαιολογούσαν την αρχική επένδυση.

Η εκτίναξη της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ στο εξής) κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2020 λειτουργεί βάσει διαφορετικής λογικής. Οι σημαντικότεροι πελάτες για τις υποδομές που προσφέρει η ΤΝ είναι οι ίδιες οι εταιρίες ΤΝ. Οι μεγαλύτερες αναπτύξεις επεξεργαστικού φορτίου τίθονται σε εφαρμογή για την εκπαίδευση μοντέλων των οποίων η βασική λειτουργία είναι η εκπαίδευση νέων μοντέλων. Μια οικονομική δραστηριότητα που μπορεί και δικαιολογεί την επένδυση τρισεκατομμυρίων δολλαρίων αφορά στο μεγαλύτερο μέρος της εταιρίες που πωλούν η μία στην άλλη τα εργαλεία που χρειάζονται για τη δημιουργία προϊόντων τα οποία δεν έχουν βρει ακόμα το αγοραστικό πεδίο τους και σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν το ύψος των επενδύσεων που αναλώνουν.

Η αρχιτεκτονική της κυκλικότητας

Για την κατανόηση της λειτουργίας αυτού του συστήματος απαιτείται η διερεύνηση των εκάστοτε μηχανισμών μέσω των οποίων το κεφάλαιο, το υλικό (hardware) και οι εκτιμήσεις αλληλοενισχύονται. Η διαδικασία έχει ως αφετηρία την Nvidia, της οποίας οι μονάδες επεξεργασίας γραφικών έχουν καταστεί ως το αναγκαίο υπόβαθρο για την εκπαίδευση μεγάλων σε μέγεθος μοντέλων ΤΝ. Η κεφαλαιακή αξία της εταιρίας έχει αγγίξει τα 4.5 τρισεκατομμύρια δολλάρια, έως τα μέσα του 2025, καθιστώντας την για ένα βραχύ χρονικό διάστημα ως την μεγαλύτερη σε χρηματιστηριακή δύναμη στην ιστορία. Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στην προβλεπόμενη σταθερή ζήτηση για τα microchips που παράγει από εταιρίες ΤΝ στην κούρσα για την κατασκευή όλο και μεγαλύτερων μοντέλων.

Η OpenAI αποτελεί τον προεξέχοντα εκ των πελατών αυτών, έχοντας ήδη δημοσιοποιήσει τις προθέσεις της για συγκέντρωση 100 δισεκατομμυριών δολλαρίων για να επενδύσει στο Stargate [4] – ένα δίκτυο γιγαντιαίων data centers τα οποία θα καταναλώνουν δυσθεώρητες ποσότητες επεξεργαστικής δύναμης. Η εταιρία προβλέπει πως θα χρειαστεί επεξεργαστικό φορτίο για τις ανάγκες του οποίου θα καταναλώνονται χονδρικά 6 gigawatt συνεχούς ηλεκτρικής τάσης, μια ποσότητα ενέργειας που αντιστοιχεί σε παραγόμενη ισχύ τεσσάρων πυρηνικών αντιδραστήρων εν συνεχή λειτουργία. Αυτή η αστρονομικών διαστάσεων ανάγκη σε ενέργεια εξηγεί τόσο την ιδιωτική εκτίμηση της OpenAI στα 500 δισεκατομμύρια δολλάρια, όσο και τις προσαυξήσεις εκ μέρους της Nvidia της τάξης των τρισεκατομμυρίων δολλαρίων έναντι περισσότερων τεχνολογικών εταιριών ευρέως φάσματος.

Το χαρακτηριστικό της κυκλικότητας εμφανίζεται ύστερα από εξέταση των πηγών επενδύσεων που έχει στη διάθεσή της η OpenAI. Ένα σημαντικό μέρος αυτών προέρχεται απευθείας από την Nvidia, η οποία έχει δεσμευτεί για την παροχή 100 δισεκατομμυρίων δολλαρίων υπό διάφορες μορφές επενδύσεων και πιστωτικών εγκαταστάσεων. Το οικονομικό αυτό μοντέλο τείνει να επαναλαμβάνεται: η αγοραστική εκτίμηση της Nvidia εξαρτάται από τη ζήτηση σε microchips εκ μέρους της OpenAI, καθώς η δυνατότητα της OpenAI για να προμηθεύεται τα microchips αυτά εξαρτάται από κεφάλαια της Nvidia. Το χρήμα ρέει κυκλικά, όμως σε κάθε σταθμό της κίνησής του και οι δυο εταιρίες έχουν λαμβάνειν υψηλότερα έσοδα, μεγαλύτερες επενδύσεις και πιο εντυπωσιακές ανοδικές προβλέψεις.

Η Microsoft κατέχει έναν ακόμη πιο διφορούμενο ρόλο σε αυτό το οικοδόμημα. Από το 2023, η εταιρία έχει επενδύσει 13 δισεκατομμύρια δολλάρια στην OpenAI εξασφαλίζοντας τα δικαιώματα ενσωμάτωσης των μοντέλων της τελευταίας σε προϊόντα της. Τυγχάνει όμως η Microsoft να είναι ταυτόχρονα ο κύριος πάροχος υποδομών cloud μέσω του Azure, κάτι που σημαίνει πως η Microsoft στην ουσία εξυπηρετεί τα επεξεργαστικά φορτία εργασιών στα οποία βασίζονται όλες οι εκτιμήσεις για την OpenAI. Κάθε φορά που η OpenAI ξοδεύει χρήματα για υπολογιστικές εργασίες, σημαντικά μέρη αυτών επιστρέφουν πίσω στην Microsoft. Όταν τέλος η Microsoft κάνει λογιστικούς απολογισμούς, μπορεί να εμφανίζει κέρδη από τις επενδύσεις της στην ΤΝ, δικαιολογώντας έτσι περαιτέρω επενδύσεις που επιτρέπουν στην OpenAI να ξοδεύει περισσότερα για τις υπολογιστικές λειτουργίες της.

Η μέθοδος αυτή διευρύνεται από την συμφωνία της Oracle με την OpenAI για cloud computing, ύψους 300 δισεκατομμυριών δολλαριών. Οι όροι της συμφωνίας αυτής, δομημένοι έτσι ώστε να μοιάζουν περισσότερο με μακροχρόνια προ-εξαγορά επεξεργαστικού φορτίου, λειτουργεί στην πράξη ως επιμηκυμένο πιστωτικό περιθώριο παρά σαν μια συμβατική αγορά. H OpenAΙ δεσμεύεται στη χρήση των υποδομών της Oracle μελλοντικά, ενώ η Oracle δεσμεύεται πως θα χτίσει την υποδομή αυτή με microchips που θα της παρέχει η Nvidia. Η συναλλαγή αυτή δημιουργεί αναφερόμενα έσοδα (reportable revenue) για την Oracle, αποδεδειγμένη ζήτηση (demonstrable demand) για το hardware της Nvidia και εντυπωσιακές εξαγγελίες συνεργασιών για την OpenAI -και όλα αυτά πριν καν μπουν σε εφαρμογή οι όποιες επεξεργαστικές δυνατότητες ή δημιουργήσουν έσοδα τα αντικειμενικά προϊόντα αυτά.

Η εισαγωγή της AMD στο οικοσύστημα αυτό, μέσω της συμφωνίας διάθεσης 6 gigawatt επεξεργαστικής δύναμης GPU με την OpenAI, αποκαλύπτει το πώς η πρακτική της κυκλικότητας αγγίζει και δευτερεύοντες παίκτες οι οποίοι επιχειρούν να ανταγωνιστούν την πρωτοκαθεδρία της Nvidia. H ΑΜD διαπραγματεύεται την παροχή hardware υλικού καθώς και τη δυνατότητα απολαβής ιδίων κεφαλαίων της OpenAI, δημιουργώντας έναν ακόμη βρόχο επανάληψης όπου η επιτυχία της AMD εξαρτάται από τις εκτιμήσεις για την OpenAI, καθώς η ικανότητα της OpenAI να διαφοροποιήσει τις παροχές της σε hardware εξαρτάται από την δυναμική της AMD για κλιμάκωση της παραγωγής της. Οι εταιρίες καθίστανται ταυτοχρόνως πελάτες και προμηθευτές, επενδυτές και επενδυόμενοι, συνέταιροι και ανταγωνιστές.

Η αλχημεία της κεφαλαιοποίησης της αγοράς

Αυτά τα αλληλένδετα deals δείχνουν τα άμεσα αποτελέσματά τους όχι μέσα από τα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες που ανταλλάσσουν αλλά μέσω του αντίκτυπου που προκαλόυν στην αγορά κεφαλαιοποιήσεων. Οι χρηματιστηριακές τιμές δεν αντιστοιχούν σε τωρινά νούμερα εσόδων αλλά σε προβλέψεις για μελλοντική ανάπτυξη και ο τομέας της ΤΝ έχει διαχειριστεί μαεστρικά την τέχνη των προβλέψεων αυτών μέσα από στρατηγικές εξαγγελίες και επιμελώς χορογραφημένων συνεργασιών.

Όταν η Nvidia εξαγγέλει μία μεγάλη επένδυση στην OpenAI, η αγορά μεταφράζει την κίνηση αυτή ως επικύρωση των στοχεύσεων και των δύο εταιριών. Η μετοχή της Nvidia έχει ανοδική πορεία διότι η επένδυση επιδεικνύει σιγουριά για συνεχή σταθερή ζήτηση για τα προϊόντα της. Οι ιδιωτικές εκτιμήσεις για την OpenAI ακολουθούν κι αυτές την ανιούσα καθώς η επένδυση αυτή σηματοδοτεί πως σημαντικοί παίκτες θεωρούν αξιόπιστη την ανοδική τάση της εταιρίας. Συνεπώς, τα αποτελέσματα αυτά αυτο-ενισχύουν και τους δύο παράγοντες του παιχνιδιού: οι υψηλές εκτιμήσεις εξασφαλίζουν την διευκόλυνση παραιτέρω επενδύσεων, ενώ ταυτόχρονα κάθε νέα επένδυση δικαιολογεί υψηλές εκτιμήσεις.

Το δυναμικό πεδίο που δημιουργείται από αυτές τις πρακτικές θυμίζει περισσότερο εποχές υπέρμετρης κερδοσκοπίας παρά παραδείγματα βιώσιμης βιομηχανικής ανάπτυξης. Η φρενίτιδα των σιδηροδρόμων κατά τη δεκαετία του 1840 προσομοιάζει των μοντέλων κυκλικών επενδύσεων που παρατηρούμε και εδώ, όταν οι σιδηροδρομικές εταιρίες αγόραζαν μετοχές και πωλούσαν εξοπλισμό αναμεταξύ τους κάνοντας χρήση κεφαλαίων που εξασφαλίστηκαν από χρηματιστηριακές προσφορές που είχαν ως εχέγγυα τις ίδιες τις συναλλαγές αυτές. Η έκρηξη των εταιριών dot.com κατά τα τέλης της δεκαετίας του 1990 βρήκε τις εταιρίες του Διαδικτύου να διαπράττουν ανταλλαγές προϊόντων και δια-επενδύσεις που εκτόξευαν τα νούμερα αναφερόμενων εσόδων την ίδια στιγμή που η πραγματική παραγόμενη οικονομική αξία τους ήταν μηδαμινή.

Η ειδοποιός διαφορά έγκειται εδώ στον επιτηδευμένο χαρακτήρα της σύγχρονης χρηματιστηριακής μηχανικής και στην τάξη μεγέθους του θεσμικού κεφαλαίου που εκβάλλει σε αυτούς τους βρόχους επανατροφοδότησης. Οι κεδροσκόποι των σιδηροδρόμων του 19ου αιώνα λειτουργούσαν μέσα από σχετικά απλοϊκά χρηματιστηριακά τεχνάσματα και οι πρώιμες εταιριές του διαδικτύου εξαρτώνταν από χονδρικά εργαλεία μετρήσεων όπως η επισκεψιμότητα. Η έκρηξη της ΤΝ στην εποχή μας λειτουργεί μέσα από πολύ πιο πολύπλοκες εργαλειακές διόδους, όπως η μετατρέψιμη δανειοδότηση (convertible notes [5]), τα μετοχικά δικαιώματα (equity options), οι πιστώσεις σε επεξεργαστική δύναμη (compute credits [6]) και σε συμφωνίες για συνεργασίες, εργαλεία που θολώνουν τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ επένδυσης, αγοράς και στρατηγικής συμμαχίας.

Η ίδια η αγοραστική κεφαλοποίηση μετατρέπεται σε μέρος του παραγόμενου προϊόντος από τις εταιρίες αυτές. Μια υψηλή εκτίμηση για την OpenAI καθιστά την εταιρία πιο αξιόπιστη στα μάτια των επίδοξων πελατών, πιο ελκυστική στην αγορά εργασίας και πιο πιθανό στόχο για συνεργασίες με ευνοϊκούς γι’ αυτήν όρους. Το τεράστιο εκτόπισμα της Nvidia στην αγορά επιτρέπει στην εταιρία να επενδύει και να παρατείνει τις πιστώσεις σε τάξεις μεγεθών που οι πιο αδύναμοι ανταγωνιστές της απλά δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Η αγοραστική αποτίμηση της Microsoft, η οποία αγγίζει τα 3.9 τρισεκατομμύρια δολλάρια, της παρέχει την ισολογιστική δυναμική να δεσμεύσει δεκάδες δισεκατομμυριών σε έργα υποδομών ΤΝ χωρίς να απειλείται η χρηματοπιστωτική της σταθερότητα.

Τα παραπάνω στοιχεία έχουν ως αποτέλεσμα τους ένα σύστημα όπου είναι πρακτικά αδύνατο να διαχωρίσεις την αντίληψη από την πραγματικότητα. Εταιρίες καθίστανται αξιόχρεες διότι οι αγορές θεωρούν πως θα κυριαρχήσουν στην οικονομία της ΤΝ. Οι αγορές τις θεωρούν κυρίαρχες διότι οι εταιρίες παρουσιάζουν εντυπωσιακές ανόδους αξίας και εξαγγελίες συνεργασιών. Αυτές οι άνοδοι και οι συνεργασίες καθίστανται δυνατές από τις υψηλές εκτιμήσεις που δημιουργούν οι θεωρήσεις των αγορών. Κάθε στοιχείο στο γαϊτανάκι αυτό ενισχύει τα υπόλοιπα μέρη σε μια αυτο-συντηρούμενη επανάληψη που μπορεί να συνεχίζει μόνη της ακατάπαυστα, ή να καταρρεύσει σε μια στιγμή αν προσβληθεί η εμπιστοσύνη σε αυτήν.

Το ενεργειακό υπόβαθρο της ψηφιακής γνώσης

Πέρα από τα αφαιρετικά σχήματα του χρηματιστηριακού κόσμου, υπάρχει μια απτή πραγματικότητα που επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στο μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτή η κυκλικότητα που περιγράψαμε παραπάνω. Η Τεχνητή Νοημοσύνη, ανεξάρτητα από τις εν δυνάμει δυνατότητες και εφαρμογές της, βασίζεται σε υπέρογκες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που διαπερνούν εξαιρετικά εξειδικευμένα τσιπ ημιαγωγών στεγασμένων σε κλιματικά ελεγχόμενες εγκαταστάσεις διαδικτυωμένες μέσα σε κλειστά κυκλώματα υψηλής ευρυζωνικότητας. Αυτά τα υλικά προαπαιτούμενα δημιουργούν αντικειμενικές στενωπούς τις οποίες τα τεχνάσματα της χρηματο-οικονομικής μηχανικής αδυνατούν να ξεπεράσουν.

Η κυριαρχία της Nvidia στον τομέα του hardware για ΤΝ απορρέει από τις αποδεδειγμένα εξαιρετικές εφαρμογές των μονάδων επεξεργασίες γραφικών που διαθέτει για τις εν παραλλήλω υπολογιστικές διαδικασίες που απαιτούνται για την εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων (neural networks [7]). Οι μονάδες GPU όμως απαιτούν με τη σειρά τους σημαντικές ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος -ένα μόλις εξελιγμένο chip μπορεί και καταναλώνει εκατοντάδες watt χωρίς διακοπή και οι κύκλοι εκπαίδευσης χρησιμοποιούν χιλιάδες chips για βδομάδες ή και μήνες τη φορά. Τα 6 gigawatt δυναμικού φορτίου τα οποία εκτιμάται από την OpenAI πως είναι απαραίτητα για τις λειτουργίες της αντιστοιχούν χονδρικά στην παραγωγή από τέσσερα πυρηνικά εργοαστάσια ενέργειας, ή στις ανάγκες σε ηλεκτροδότηση για μια πόλη αρκετών εκατομμυριών κατοίκων.

Το δεδομένο αυτό δημιουργεί μια ιδιαίτερη παραδοξότητα στο επίκεντρο της οικονομίας της ΤΝ. Η τεχνολογία αυτή συχνά παρουσιάζεται ως “απο-υλοποιημένη”, λειτουργώντας σε ένα υπέργειο “νεφέλωμα” που δεν δεσμεύεται από φυσικούς περιορισμούς. Παρόλα αυτά, το επεξεργαστικό υπόβαθρο που έχει ανάγκη η ΤΝ για την υποστήριξή της απαιτεί ενεργειακές καταναλώσεις βιομηχανικών μεγεθών σε τάξεις που ανταγωνίζονται τον συμβατικό-παραδοσιακό κατασκευαστικό τομέα. Τα data centers έχουν μετατραπεί στις βιομηχανίες της εποχής της πληροφορίας και όπως ακριβώς και οι βιομηχανίες του παρελθόντος, εξαρτώνται αυστηρά από σταθερή παροχή ενέργειας, ψυκτικούς μηχανισμούς, πρώτες ύλες και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.

Επιπλέον, οι ενεργειακές απαιτήσεις εκθέτουν τους φραγμούς στην εκρηκτική τάση της ΤΝ τους οποίους η χρηματο-οικονομική κεδροσκοπική σπέκουλα τείνει να αγνοεί. Εκ των πραγμάτων, δεν υφίσταται πληθώρα τοποθεσιών με ικανοποιητικά ενεργειακά φορτία, υποδομές ψύξης και προσβασιμότητα στο δίκτυο για να υποστηρίξουν τα δαιδαλώδη data centers. Τα δίκτυα ηλεκτροδότησης στις περιοχές όπου λειτουργεί η ανάπτυξη της ΤΝ βρίσκονται ήδη στα όρια των δυνατοτήτων τους. Ο χρόνος που απαιτείται για την κατασκευή νέων έργων υποδομής παροχής ενέργειας και σταθμών μετάδοσης μετριέται σε χρόνια και δεκαετίες και όχι στα τέταρτα και στους οικονομικούς κύκλους που κινούν τις αποφάσεις στα υψηλά κλιμάκια των μεγάλων εταιριών.

Αυτή η ανακολουθία μεταξύ οικονομικού και φυσικού χρόνου δημιουργεί ρωγμές στην κυκλικότητα των επενδυτικών βρόχων. Οι εταιρίες μπορούν και ανακοινώνουν συνέργιες και δεσμεύονται ως προς την εκτιμώμενη μελλοντική τους δυνατότητα, αλλά η πραγματική δυνατότητά τους να παραδώσουν τα υποσχόμενα απαιτεί το ξεπέρασμα κάποιων σημαντικών περιορισμών στον πραγματικό κόσμο. Οι τροφοδοτικές αλυσίδες που αφορούν τους προηγμένους ημιαγωγούς παραμένουν ασταθείς και εξαρτημένες από μια μικρή μερίδα εγκαταστάσεων κατασκευής που κάνουν χρήση εργαλείων τα οποία διατίθενται μόνον από ελάχιστους εξειδικευμένους παρόχους. Το αυστηρά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό που είναι απαραίτητο για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και την λειτουργία της υποδομής της ΤΝ δεν δύναται να αναβαθμίζεται σε ταχείς ρυθμούς όπως αυτούς του χρηματιστηριακού κεφαλαίου.

Το ζήτημα της παραγωγικότητας

Η απόλυτη δοκιμασία για κάθε οικονομική έκρηξη είναι το κατά πόσον αυτή γεννά πραγματικά παραγωγικά οφέλη έτσι ώστε να δικαιολογείται το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί. Η ηλεκτροδότηση κρίθηκε ως επιτυχής διότι έκανε τη βιομηχανία πιο αποδοτική, μείωσε τα κόστη και έδωσε τη δυνατότητα για παραγωγή νέων προϊόντων. Η εποχή των υπολογιστών κρίθηκε ως επιτυχής διότι αυτοματοποίησε λειτουργίες, έδωσε τα εργαλεία για νέες μορφές οργάνωσης και δημιούργησε πραγματικά νέες δεξιότητες. Το ερώτημα στο οποίο οφείλει να δώσει απάντηση ο τομέας της ΤΝ είναι το κατά πόσον η παρούσα επένδυση θα έχει αντίκρισμα σε αντίστοιχους μετασχηματισμούς, ή αν πρόκειται στην ουσία για μια αναδιανομή του κεφαλαίου μεταξύ ενός μικρού αριθμού μεγάλων εταιριών οι οποίες πωλούν η μία στην άλλη.

Μένει λοιπόν να δωθεί μια ειλικρινής απάντηση στο ερώτημα αυτό, το οποίο παραμένει ασαφές. Η ΤΝ έχει μέχρι στιγμής επιδείξει εντυπωσιακές δυνατότητες σε συγκεκριμένους τομείς όπως η παραγωγή εικόνων, η σύνταξη κειμένων, η ολοκλήρωση κώδικα, η πρόβλεψη περί αναδίπλωσης πρωτεϊνών [8]. Κάποιες από αυτές τις εφαρμογές της ίσως αποδεικτούν οικονομικά ανατρεπτικές. Πολλοί είναι οι ερευνητές που επιμένουν πως η συνεχιζόμενη κλιμάκωση των μοντέλων και η επεξεργαστική διόγκωση θα ξεκλειδώσουν περαιτέρω καινοτομίες, ίσως και με την ενσωμάτωση της Γενικής Τεχνητής Νοημοσύνης (General Artificial Intelligence [9]), οι οποίες θα δώσουν νέες μορφές στον πολιτισμό μας.

Το κενό όμως μεταξύ των προβλεπόμενων δυνατοτήτων και της οικονομικής επικύρωσης ποσών της τάξης των τρισεκατομμυρίων δολλαρίων παραμένει χαώδες. Οι περισσότερες εφαρμογές ΤΝ που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην αγορά θεωρούνται οριακά βέλτιστες των αντίστοιχων που αντικατέστησαν και δεν δείχνουν να προσφέρουν τα εργαλεία για ριζικά νέες πρακτικές. Οι πιο εντυπωσιακές επιδείξεις της τεχνολογίας αυτής προέρχονται τις περισσότερες φορές από ασκήσεις ερευνητικού περιεχομένου όπου η αποδοτικότητα σε σχέση με το κόστος υστερεί έναντι της αναζήτησης νέων οριζόντων τεχνικής εφαρμογής. Το ζήτημα της οικονομικής βιωσιμότητας των υπαρχουσών επενδυτικών επιπέδων εξαρτάται από προβλέψεις περί μελλοντικών δυνατοτήτων και εφαρμογών οι οποίες παραμένουν ξεκάθαρα υποθετικές.

Αυτή η αβεβαιότητα θα είχε λίγη σημασία εάν η έκρηξη που παρατηρείται στις μέρες μας αντιπροσώπευε μια αυθεντική ευρύτητα πειραμάτων και προσεγγίσεων πάνω σε όποιες από τις εφαρμογές κρίνεται πως φέρουν αξία. Αντ’ αυτού, η κυκλικότητα των μοτίβων επενδύσεων δημιουργεί εφαλτήρια για μια συνεχή κλιμάκωση αδιαφορώντας για τα πρακτικά αποτελέσματα. Οι εταιρίες που δεσμεύτηκαν στο να δομήσουν τεράστιες υποδομές βρίσκονται προ της ευθύνης τους  να βρουν αντίστοιχες χρήσεις για αυτήν την μεγέθυνση και το όλο εγχείρημα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να “πέσει στα βράχια” εάν οι υποσχόμενες εφαρμογές αποτύχουν στο να υλοποιηθούν σε μια ικανοποιητική κλίμακα.

Ο ουροβόρος συνεχίζει να καταπίνει την ουρά του, μεγαλώντας σε μέγεθος με κάθε κύκλο, καθώς το βασικό ερώτημα (τί εξυπηρετεί πραγματικά αυτή η επεξεργαστική ισχύ;) έχει ακινητοποιηθεί σε έναν μελλοντικό χρόνο που ποτέ δεν γίνεται παρόν. Η μηχανή έχει δυνατότητες για παραγωγή εμφατικών αποδόσεων σε μελέτες τεχνικού περιεχομένου, παρουσιάσεις προϊόντων, εξαγγελίες συνεργασίων και μετοχών σε τροχιά εκτόξευσης. Το εάν όμως είναι σε θέση να δημιουργήσει παραγωγικότητα, με την καθαρά οικονομική έννοια, η οποία να δικαιολογεί 10 τρισεκατομμύρια δολλάρια σε συνδυαστική αγοραστική κεφαλαιοποίηση είναι ένα εντελώς άλλο ζήτημα -ένα ζήτημα το οποίο η μεθοδική κυκλικότητα της παρούσας έκρηξης έχει σχεδιαστεί να αναβάλλει την απάντησή του για όσο το δυνατόν περισσότερο μπορεί.

Το καρτέλ της πληροφορικής και η υποδομή της εξάρτησης

Η συγκέντρωση των εξουσιών εντός των αλυσίδων τροφοδοσίας της ΤΝ έχει δημιουργήσει μια νέα μορφή βιομηχανικού ολιγοπωλίου, το οποίο ενεργεί στο σταυροδρόμι μεταξύ κατασκευής hardware, cloud υποδομών και ανάθεσης κεφαλαίου. Σε αντίθεση με παλαιότερα τεχνολογικά μονοπώλια τα οποία εμφανίζονταν σταδιακά μέσα από τον ανταγωνισμό της αγοράς, το καρτέλ πληροφορικής της ΤΝ εγκαθιδρύθηκε ταχύτατα, έχοντας διευκολυνθεί από τεχνικούς φραγμούς που εμπόδισαν νέες εισαγωγές στο παιχνίδι από το να τεθούν καν ως ανταγωνιστές και αφετέρου θέτοντας έτσι τους κανόνες του δικτύου έτσι ώστε η μεγαλύτερη δύναμη να βρίσκεται σε αυτούς που πήραν προβάδισμα από νωρίς.

Η θέση της Nvidia επεξηγεί χαρακτηριστικά αυτή την παγιωμένη κατάσταση. Η εταιρία ελέγχει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ένα 90% της αγοράς συμβατών με την ΤΝ μονάδων επεξεργασίας γραφικών, μια κυριαρχία που απορρέει από χρόνια επενδύσεων σε εξειδικευμένη αρχιτεκτονική chips και πλαίσια software τα οποία καθιστούν το υλικό της μοναδικό στην καταλληλότητα για χρήση στην εκπαίδευση δικτύων νευρώνων (neural network training). Αυτό το χαώδες προβάδισμα σε τεχνογνωσία, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς σε παραγωγή ισχύ που θέτουν όρια στο πόσο γρήγορα ο ανταγωνισμός μπορεί και εξελίσσει εναλλακτικές εφαρμογές, έχουν μεταμορφώσει την Nvidia από μια απλή εταιρία κατασκευής gaming hardware στον πλέον κομβικό προμηθευτή υποδομών για ολόκληρο τον τομέα της ΤΝ.

Ο οικονομικός αντίκτυπος ξεφεύγει πέρα από την απλή μερίδα στην πίτα της αγοράς. Όταν μία και μόνον εταιρία έχει την αποκλειστικότητα πρόσβασης στο θεμελιώδες επεξεργαστικό υπόβαθρο που απαιτείται για την ανάπτυξη της ΤΝ, στην ουσία θέτει αυτή τους κανόνες βάσει των οποίων λειτουργεί ολόκληρος ο συγκεκριμένος βιομηχανικός τομέας. Η επιρροή στην τιμολόγηση καθίσταται απόλυτη εντός των ορίων της αγοραστικής δύναμης εκ μέρους των καταναλωτών. Οι χάρτες πορείας για τα προϊόντα καθορίζουν το είδος των συστημάτων ΤΝ που τίθενται σε τεχνικά πρακτική εφαρμογή. Οι αποφάσεις για την κατάρτιση αγοραστικής προσφοράς έχουν αντίκτυπο στο ποιές εταιρίες και ερευνητικά προγράμματα είναι σε θέση να κλιμακώσουν τις λειτουργίες τους.

Αυτή η υπερ-συγκέντρωση θα ήταν ανησυχητική για οποιαδήποτε βιομηχανία και είναι ακόμα πιο προβληματική στον τομέα της ΤΝ εξαιτίας της επαναλαμβανόμενης συσχέτισης επεξεργαστικής ισχύος και ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Οι εταιρίες που είναι σε θέση να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε περισσότερα GPU μπορούν και εκπαιδεύουν μεγαλύτερα μοντέλα, τα οποία αποδίδουν καλύτερα αποτελέσματα στους προεπιλεγμένους στόχους, τα οποία ελκύουν μεγαλύτερες επενδύσεις, οι οποίες επιτρέπουν την αγορά περισσότερων GPU. Το πλεονέκτημα αυτό επιδεινώνεται με τον καιρό, δυσχειραίνοντας τη θέση νέων επίδοξων παικτών στην κούρσα, ακόμα κι αν διαθέτουν ανώτερους αλγόριθμους ή προσεγγίσεις.

Η πρόκληση της AMD στο δυοπώλιο [10]

Η συμφωνία της εταιρίας Advanced Micro Devices (AMD) με την OpenAI για ανάθεση 6 gigawatt ισχύος αποτελεί μια απόπειρα σπασίματος αυτής της δυναμικής, θέτοντας μια αξιόμαχη εναλλακτική στην κυριαρχία της Nvidia. Οι όροι της συμφωνίας αυτής, οι οποίοι δημοσιοποιήθηκαν με κάθε φανφάρα στις αρχές του 2025, δεσμεύει την AMD στο να προμηθεύσει την OpenAI με τεράστια φορτία ισχύος GPU, ενώ ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα στην OpenAI να εξαγοράσει μετοχές της AMD αξίας δισεκατομμυρίων σε προκαθορισμένες τιμές.

Ο τρόπος με τον οποίο έχει δομηθεί η συμφωνία αυτή καταδεικνύει τη δυσκολία στην αντιμετώπιση εγκαθιδρυμένων μονοπωλίων υποδομών. Η AMD απλά δεν είναι σε θέση να πωλεί chips σε ανταγωνιστικές τιμές, καθώς η OpenAI και άλλες μεγάλες εταιρίες ανάπτυξης ΤΝ έχουν ήδη χτίσει ένα σημαντικό μέρος της υποδομής software των συστημάτων τους προσαρμοσμένο στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της Nvidia. Η όποια μετατροπή στα σχέδια αυτά θα φέρει αφόρητα έξοδα, απαιτεί επανασύνταξη του βασικού κώδικα εκπαίδευσης, επικυρώσεις της αποδοτικότητας των μοντέλων και την αποδοχή για προσωρινές απώλειες παραγωγικότητας κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο.

Για να υπερσκελίσει αυτά τα εμπόδια, η AMD πρέπει να δώσει κάτι παραπάνω από hardware: πρέπει να δεσμεύσει ένα σημαντικό χρηματικό μερίδιο στην επιτυχία της OpenAI, το οποίο προσφέρει κερδοφόρα κίνητρα και για τις δύο εταιρίες ώστε να γίνει η συμφωνία αυτή προσοδοφόρα. Από τη μία πλευρά, η OpenAI αποκτά μια διαφοροποιημένη προμήθεια σε hardware που κατευνάζει την εξάρτησή της από την Nvidia, καθώς και πιθανά κέρδη από ιδία κεφάλαια εάν και εφόσον η μετοχή της AMD ανελιχθεί. Από την άλλη, η AMD αποκτά έναν εξέχοντα πελάτη ο οποίος επικυρώνει τη δυναμική της στην ΤΝ και της παρέχει την αγοραστική ισχύ που χρειάζεται για να συνεχίσει να απορροφά νέες επενδύσεις πάνω σε ανταγωνιστικές αρχιτεκτονικές.

Αυτό που καταφαίνεται από την εν λόγω συμφωνία είναι το γεγονός πως τα μοτίβα κυκλικότητας στις επενδύσεις του τομέα επηρεάζουν ακόμα και αυτούς που επιχειρούν να σπάσουν το ολιγοπώλιο. Η δυνατότητα της AMD να παρέχει ισχύ μεγέθους 6 gigawatt σε GPU εξαρτάται απόλυτα από την εξασφάλιση της κατασκευής του απαραίτητου υλικού από την Ταϊβανέζικη εταιρία Taiwan Semiconductor Manufacturing Company, η οποία εξυπηρετεί και τις ανάγκες της Nvidia σε chips και υπόκειται σε εύλογους περιορισμούς παραγωγής. Το κεφάλαιο που χρειάζεται η AMD για να χτίσει την ισχύ αυτή θα πρέπει να βρεθεί από την χρηματιστηριακή εκτίμηση της εταιρίας, στοιχείο που εξαρτάται εν μέρει από την αξιοπιστία που εμπνέει στις αγορές και ενισχύεται από συμφωνίες όπως αυτήν με την OpenAI. Ο οικονομικός κύκλος συνεχίζει να περιελίσσεται γύρω από το ίδιο κέντρο, ακόμα και εάν προστίθενται νέοι παίκτες στο παιχνίδι.

Αυτοκρατορίες Νεφελώματος και κάθετη ενσωμάτωση

Η υπερ-συγκέντρωση δύναμης επιρροής στη βιομηχανία των chips αναπαριστά μία μόνο διάσταση του ανερχόμενου καρτέλ της πληροφορικής. Εξίσου σημαντική είναι και η κάθετη ενσωμάτωση που λαμβάνει χώρα στις υποδομές του νεφελώματος (cloud), όπου ένας μικρός αριθμός εταιριών ελέγχουν τα data centers, τα δίκτυα και την επιχειρησιακή τεχνογνωσία που απαιτεί η παροχή συστημάτων ΤΝ κλίμακας.

Η θέση της Microsoft αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτή της καθετοποιημένης δύναμης. Η εταιρία ελέγχει μία από τις τρεις μεγαλύτερες πλατφόρμες cloud computing μέσω του Azure, παρέχοντας την απαραίτητη υποδομή για την εγκόλπωση ενός σημαντικού μέρους της συνολικής ανάπτυξης ΤΝ για εμπορικούς σκοπούς. Η Microsoft έχει ήδη επενδύσει 13 δισεκατομμύρια δολλάρια απευθείας στην OpenAI, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως ο βασικός πάροχος υποδομής γι’ αυτήν. Αυτός ο διπλός ρόλος στήνει ένα χρηματο-οικονομικό οικοδόμημα όπου οι επενδύσεις της Microsoft κατευθύνονται προς την OpenAI, η οποία με τη σειρά της ξοδεύει σημαντικά μέρη από την επεξεργαστική δύναμη του Azure, παράγοντας κέρδη που επιστρέφουν πίσω στην Microsoft.

Η συνθήκη αυτή αψηφά τα παραδοσιακά στεγανά μεταξύ επενδυτή και πελάτη, προμηθευτή και συνέταιρου. Η Microsoft είναι έτσι σε θέση να κερδίζει ανεξάρτητα από την επιτυχία που έχουν τα προϊόντα της OpenAI στις ανοιχτές αγορές, διότι τα κονδύλια που δεσμεύει η OpenAI για τις υποδομές της παράγουν κέρδος για την Microsoft το οποίο εμφανίζεται στους επενδυτές ως απόδειξη της αποδοτικότητας των επενδύσεων σε ΤΝ. Η OpenAI, με τη σειρά της, ευεργετείται από τα μακροπρόθεσμα κεφάλαια (patient capital) και την πρόσβαση στις υποδομές της Microsoft, την ίδια στιγμή που εντείνεται η εξάρτηση της από αυτή την στήριξη και την προνομιακή μεταχείριση που απολαμβάνει.

Η συμφωνία της Oracle με την OpenAI για cloud αξίας 300 δισεκατομμυριών δολλαρίων επιβεβαιώνει το μοτίβο αυτό, ενώ ταυτόχρονα ξεσκεπάζει τον κερδοσκοπικό του χαρακτήρα. Η OpenAI δεσμεύεται να βάλει σε χρήση, εν ευθέτω χρόνω, τεράστια μέρη από το cloud της Oracle -μία χωρητικότητα που όμως δεν υφίσταται ακόμα και θα χρειαστεί χρόνια για να οικοδομηθεί. Η  Oracle έχει δεσμευθεί πως θα χτίσει την απαραίτητη υποδομή αποκτώντας chips από την Nvidia καθώς και άλλο υλικό, θα προσλάβει προσωπικό και θα εξασφαλίσει την ικανή τροφοδοσία ενέργειας για εγκαταστάσεις που θα καταναλώνουν gigawatt ηλεκτρισμού.

Η όλη συναλλαγή είναι στην ουσία ένα μελλοντικό συμβόλαιο μεταξύ των δύο πλευρών, όταν και εάν αυτές είναι σε θέση να αποδώσουν τα συμφωνηθέντα. Η Oracle “δένει” έτσι έναν ισχυρό πελάτη με ένα μακροπρόθεσμο συμφωνητικό, το οποίο της επιτρέπει να δικαιολογεί εισροές κεφαλαίων που θα ήταν διαφορετικά εξαιρετικά επισφαλή. Από την άλλη, η OpenAI κλειδώνει ένα προκαθορισμένο εύρος τιμών για χωρητικότητα υποδομών και προστατεύεται απέναντι σε τυχόν ανατιμήσεις σε υπολογιστικά κόστη για τα οποία μπορεί να πέσουν έξω οι παρούσες προβλέψεις.

Η εν λόγω συμφωνία όμως καθιστά και τις δύο πλευρές ιδιαίτερα αλληλο-εξαρτώμενες, με όρους που ξεφεύγουν από τις συμβατικές εμπορικές σχέσεις. Εάν η OpenAI δεν καταφέρει να κάνει χρήση της χωρητικότητας για την οποία έχει δεσμευτεί, η Oracle θα μείνει με μια πανάκριβη υποδομή στα χέρια της την οποία ελάχιστοι πελάτες θα μπορούν να εξυπηρετήσουν. Εάν η Oracle αδυνατεί στο μέλλον να παραδόσει τα συμφωνηθέντα μεγέθη σε εύλογο χρόνο, ο σχεδιασμός για τα προϊόντα της OpenAI θα διαταραχτεί ανεπανόρθωτα. Και οι δύο εταιρίες έχουν ταχθεί όχι μόνο στην επιτυχημένη συνέχειά τους, αλλά και στη διατήρηση της συνεργασίας ανεξάρτητα από το αν ισχύουν στο μέλλον οι βασικές αρχές αυτής.

Η πολιτική οικονομία των υπολογιστικών πόρων

Η ανάδειξη της υπολογιστικής ικανότητας (compute capacity) ως στρατηγικού πόρου έχει ελκύσει την προσοχή κρατών που αντιμετωπίζουν τις δυνατότητες της ΤΝ με όρους οικονομικού ανταγωνισμού και εθνικής ασφάλειας. Αρκετές είναι οι κυβερνήσεις που σχεδιάζουν πλέον την κατασκευή GPU και την ανάπτυξη data centers με τρόπους που σε παλαιότερες εποχές θεωρούσαν υψίστης σημασίας την παρασκευή χάλυβα ή τα διυλίστηρια πετρελαίου -δηλαδή ως βιομηχανική ενίσχυση που είναι απαραίτητη για την ενδυνάμωση της κρατικής ανεξαρτησίας και της γεωπολιτικής επιρροής.

Αυτή η μετατόπιση εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Οι περιορισμοί στις εξαγωγές ασκούν πλέον  έλεγχο στις πωλήσεις εξελιγμένων chips ΤΝ προς συγκεκριμένες χώρες, αντιμετωπίζοντας έτσι την υπολογιστική ικανότητα ως μια ελεγχόμενη τεχνολογία όπως είναι τα οπλικά συστήματα και τα πυρηνικά υλικά. Εθνικά τραπεζικά κεφάλαια έχουν επενδυθεί κατά δεκάδες δισεκατομμυριών δολλαριών σε εταιρίες ΤΝ και κατασκευαστές chip, με σκοπό να εξασφαλίσουν κρατική πρόσβαση σε τεχνολογίες που θεωρούν στρατηγικά αναγκαίες και απαραίτητες. Κάποιες χώρες έχουν ήδη ανακοινώσει τα σχέδιά τους για κατασκευή δικών τους μονάδων παραγωγής χωρητικότητας ημιαγωγών, ανεξαρτήτως του κόστους και της οικονομικής βιωσιμότητας του εγχειρήματος με όρους της αγοράς, δίνοντας προτεραιότητα στην στρατηγική αυτονομία τους.

Οι όποιες ομοιότητες με την ενεργειακή πολιτική που επικράτησε στον 20ο αιώνα είναι καταφανείς και μάλλον όχι συμπτωματικές. Όπως ακριβώς τα πετρελαιοπαραγωγικά κράτη απέκτησαν γεωπολιτική δύναμη ελέγχοντας την πρόσβαση στους απαραίτητους υδρογονάνθρακες, έτσι και οι εταιρίες και οι χώρες που ελέγχουν την υποδομή της ΤΝ συγκεντρώνουν τώρα νέες μορφές στρατηγικής ισχύος. Οι συσχετισμοί όμως έχουν και περιβαλλοντικές παρενέργειες: τα 6 gigawatt συνεχούς ισχύος τα οποία υπολογίζει πως θα χρειαστεί η OpenAI συνεπάγονται με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα ισόποσες με εκείνες μιας πόλης μεσαίου μεγέθους και προκαλούν κλιματική βλάβη αντάξια της παραδοσιακής βιομηχανικής δραστηριότητας.

Η δυναμική αυτή προκαλεί μια ιδιαίτερη αντιστροφή στις ιστορικές σταθερές. Η ψηφιακή οικονομία υποτίθεται πως θα απο-υλοποιούσε το εμπόριο, αντικαθιστώντας φυσικά αγαθά με ροές πληροφορίας ικανές να αυτο-αναπαράγονται αδιάληπτα με μηδενικό κόστος. Αντ’ αυτού, ο τομέας της ΤΝ δημιούργησε νέες μορφές υλικής εξάρτησης, όπου η πρόσβαση σε εξειδικευμένα chips, αξιόπιστη ηλεκτρική τροφοδότηση και ψυκτικές υποδομές καθορίζει ποιός έχει δικαίωμα να συμμετέχει στην οικονομία των νοημόνων μηχανών.

Επιπλέον, η υπερ-συγκέντρωση των πόρων αυτών μεγεθύνει τους γεωπολιτικούς τριγμούς. Η κυριαρχία της Ταϊβάν στην κατασκευή εξελιγμένων chips, ιδιαίτερα μέσα από τη σχεδόν μονοπωλιακή θέση της Taiwan Semiconductor Manufacturing Company στην τεχνολογία-αιχμής, έχει ανέβει στην κορυφή της ατζέντας σχετικά με τις τροφοδοτικές αλυσίδες και την στρατηγική ευπάθεια. Οι Η.Π.Α., με την υπογραφή του CHIPS Act [11], έχουν δεσμεύσει κεφάλαια της τάξης των 50 δισεκατομμυριών δολλαριών για την κατασκευή εγχώριων μονάδων παραγωγής chips χωρητικότητας, τονίζοντας πως η επένδυση αυτή είναι αναγκαία για την εθνική ασφάλεια της χώρας χωρίς να κάνουν λόγο για τις οικονομικές επιπτώσεις.

Το παράδοξο της σπάνης

Η έκρηξη της τεχνολογίας ΤΝ έχει δημιουργήσει μια παράξενη μορφή τεχνητής σπάνης σε υπολογιστικούς πόρους. Σε αντίθεση με τους φυσικούς πόρους, η σπανιότητα των οποίων υπόκειται σε γεωλογικούς και φυσικούς περιορισμούς, η χωρητικότητα GPU σπανίζει κυριώς λόγω του χρόνου που απαιτείται για την κλιμάκωση της παραγωγής εξειδικευμένων chips μέσα από κατασκευαστικές διαδικασίες που είναι διαθέσιμες μόνο σε μια χούφτα μονάδων παραγωγής διεθνώς. Οι πραγματικές επιπτώσεις της έλλειψης αυτής διαφαίνονται και σήμερα και είναι μάλλον προσωρινές, εξακολουθούν όμως να εξαρτώνται από το πόσο γρήγορα μπορεί να ανταπεξέλθει και να επεκταθεί η σχετική γραμμή παραγωγής, καθώς και από το εάν εμφανιστούν στο προσκήνιο εναλλακτικές εφαρμογές στην υπολογιστική ΤΝ.

Αυτή η αβεβαιότητα σχετικά με πιθανές ελλείψεις στο μέλλον δημιουργεί φαινόμενα υπερ-συσσώρευσης από την πλευρά των μεγάλων εταιριών της ΤΝ. Σπεύδουν λοιπόν να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε χωρητικότητα GPU, υπογράφοντας συμβόλαια και κάνοντας δεσμεύσεις οι οποίες δύναται να υπερβούν τις πραγματικές τους ανάγκες κι αυτό γιατί, το κόστος του να υπάρχει παραπάνω χωρητικότητα δείχνει μικρότερο του ρίσκου του να μείνουν με την ελάχιστη. Η συσσώρευση αυτή επιδεινώνει την προφανή σπάνη, εκτοξεύοντας τις τιμές και κάνοντας τους περιορισμούς στα όρια χωρητικότητας να δείχνουν πιο αυστηροί απ’ ότι είναι βάσει των ορίων που θέτει η ίδια η τεχνολογία.

Η όλη συνθήκη θυμίζει τον πανικό που δημιουργείται στην αγορά αγαθών, όταν ο φόβος για ελλείψεις δίνει κίνητρα για συγκέντρωση αποθεμάτων, η οποία δημιουργεί με τη σειρά της πραγματική έλλειψη προσφοράς, επιβεβαιώνοντας έτσι τον αρχικό φόβο του όλου φαύλου αυτού κύκλου. Τα ορθολογικά ατομικά αντανακλαστικά συσσωματώνονται σε έναν γενικό παραλογισμό, όπου καθ’ ένας ξεχωριστά σπεύσει να εξασφαλίσει πόρους που θα ήταν εξ’ αρχής διαθέσιμοι για όλους εάν ο κόσμος δεν έσπευσε πανικόβλητος να τους συγκεντρώσει μονομερώς. Η διαφορά εδώ είναι πως η υπολογιστική υποδομή ως ποσότητα δεν μετριέται όπως το πετρέλαιο ή το σιτάρι και επομένως δεν μπορεί να αποθηκευτεί με τον ίδιο τρόπο. Τα data centers απαιτούν συνεχή επίβλεψη για την ομαλή τους λειτουργία και συντήρηση, καθώς η αξόδευτη χωρητικότητα δεν αποτελεί αξία αποταμίευσης αλλά απαιτεί ένα διαρκές κόστος για την ύπαρξή της και μόνο.

Αυτή η πραγματικότητα εξωθεί τους ενδιαφερόμενους να βρουν χρήσεις για την εφεδρική χωρητικότητα που έχουν στη διάθεσή τους χωρίς να υπολογίζεται το εάν και κατά πόσο αυτές δημιουργούν οικονομική αξία αντάξια του κόστους. Οι εταιρίες που έχουν δεσμευτεί να ξοδέψουν για τεράστια μεγέθη χωρητικότητας εξαναγκάζονται εμμέσως να διαθέτουν θέσεις εργασίας για εκπαίδευση, να χτίζουν μεγαλύτερα μοντέλα και να ερευνούν πάνω σε τεχνικές προσεγγίσεις που δικαιολογούν την αρχική τους επένδυση, αντί του να επιλέγουν με ποιόν τρόπο θα λειτουργήσουν βάσει ισορροπιών κόστους. Είναι η “ουρά που κουνάει τον σκύλο” λοιπόν, με τη διαθεσιμότητα των πόρων να ορίζει και τις ερευνητικές κατευθύνσεις, οι οποίες, ιδανικά, θα καθορίζονταν με έναν επιστημονικό και εμπορικό γνώμονα.

Οι μεγαλογαιοκτήμονες της πληροφορίας

Οι εταιρίες που ελέγχουν την υποδομή του cloud έχουν γίνει “μεγαλογαιοκτήμονες της πληροφορίας”, τρόπον τινά, όντας κύριοι του φυσικού υποβάθρου πάνω στο οποίο επιτελούνται οι διανοητικές λειτουργίες της εποχής που ζούμε, χωρίς οι ίδιοι να παράγουν τη διανοητική εργασία την οποία επιτρέπει το υπόβαθρο αυτό. Η θέση αυτή τους επιτρέπει να ασκούν τεράστια επιρροή και να απολαμβάνουν σταθερές εισροές κερδών χωρίς το ρίσκο που σχετίζεται με αυτή καθαυτή την ανάπτυξη εφαρμογών ΤΝ.

Η Microsoft, η Amazon δια του AWS και η Google δια του Google Cloud κατέχουν αυτή την πλεονεκτική θέση ιδιοκτησίας. Επενδύουν σε φυσικές υποδομές (data centers, εξοπλισμό δικτύων, συστήματα ενεργειακής τροφοδοσίας, ψυκτικές εγκαταστάσεις) και κατόπιν επινοικιάζουν στους πελάτες τους την πρόσβαση για τις ανάγκες τους σε υπολογιστική χωρητικότητα. Οι εισροές εσόδων είναι σταθερές και αυξάνουσες, οδηγούμενες από την μακροπρόθεσμα αυξημένη ζήτηση σε υιοθέτηση cloud υπηρεσιών συν την εντυπωσιακή άνοδο των εργασιών σχετιζόμενων με την ΤΝ.

Αυτή η παρομοίωση με τους “μεγαλογαιοκτήμονες” ξεπερνά τα όρια των συμβατικών εμπορικών σχέσεων και περνά στη σφαίρα των συσχετισμών εξουσίας. Όπως ακριβώς οι ιδιοκτήτες ακινήτων μπορούν και κάνουν έξωση στους ενοικιαστές τους ή ανεβάζουν τις τιμές των ενοικίων μέσα στα πλαίσια του νόμου, έτσι και οι πάροχοι cloud ασκούν σημαντικό έλεγχο πάνω στο πως λειτουργούν οι πελάτες τους. Οι όροι παροχής υπηρεσιών μπορούν να αλλάξουν, οι τιμές να προσαρμοστούν και οι τεχνικές κατευθύνσεις να μετατοπιστούν με τρόπους που πρέπει να ενστερνιστούν οι πελάτες, καθώς η εναλλαγή κόστους είναι σχεδόν απαγορευτική.

Η εξουσία αυτή δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο στην ανάπτυξη της ΤΝ εξαιτίας της κλίμακας και της διάρκειας που προϋποθέτει η διαδικασία εκπαίδευσης μεγάλων μοντέλων. Μια εταιρία που εκπαιδεύει ένα καινοτόμο μοντέλο ΤΝ δεσμεύεται σε χρόνο και εκατομμύρια δολλαριών πάνω σε μία και μόνο υπολογιστική εργασία, η οποία “τρέχει” πάνω σε μια συγκεκριμένη πλατφόρμα υποδομής. Η διακοπή μεσούσης της διαδικασίας μπορεί να βάλει σε κίνδυνο το όλο εγχείρημα και την επένδυση πάνω σε αυτό, επιτρέποντας στους παρόχους των εν χρήσει υποδομών να επέμβουν στις εργασίες των πελατών τους, οι οποίοι είναι δέσμιοι της ολοκλήρωσης μακροπρόθεσμων εργασιακών χρονοδιαγραμμάτων.

Η υπερ-συγκέντρωση της υποδομής cloud δημιουργεί επίσης σημαδιακές αποτυχίες που επηρεάζουν το οικοσύστημα ΤΝ στο σύνολό του. Όταν οι μεγάλες πλατφόρμες cloud συναντούν διακοπές στην λειτουργία τους (κάτι το αναπόφευκτο δεδομένης της πολυπλοκότητας των συστημάτων αυτών), ο αντίκτυπος προσκρούει σε όλους τους πελάτες και τις εφαρμογές που εξαρτώνται από αυτή την υποδομή. Μια βλάβη σε ένα data center μπορεί να διακόψει όχι μόνο εμπορικές υπηρεσίες αλλά και ερευνητικά προγράμματα, ελέγχους ασφάλειας και άλλες λειτουργίες πέραν αυτών με καθαρά εμπορικό ενδιαφέρον.

Η κάθετη ενσωμάτωση ως εγγενής αυτοσκοπός

Βάσει της λογικής των τωρινών τάσεων του τομέα, όλα δείχνουν προς μια εντατική κάθετη ενσωμάτωση, όπου οι μεγαλύτερες εταιρίες ΤΝ επιζητούν τον έλεγχο επί κάθε στρωμάτωσης του πεδίου, από τον σχεδιασμό των chips στην λειτουργία της υποδομής, στην ανάπτυξη μοντέλων και την διάθεση των εφαρμογών. Η ενσωμάτωση αυτή υπόσχεται αυξανόμενη αξιοπιστία, βελτιστοποιώντας λειτουργίες σε όλο το φάσμα των στρωμάτων, τα οποία παραδοσιακά χειρίζονταν διαφορετικές οντότητες-εταιρίες. Αυτό όμως τείνει επικίνδυνα να δημιουργήσει τεράστιες απροσπέλαστες “τάφρους” οι οποίες αποτρέπουν νέους διεκδικητές που μπορούν να απειλήσουν τους εγκατεστημένους παίκτες.

Οι διάσπαρτες εμπορικές συμφωνίες της OpenAI δείχνουν ακριβώς προς αυτή την ενσωμάτωση, ακόμα κι αν η εταιρία διατηρεί το προφίλ της ως μονάδα ανάπτυξης μοντέλων και όχι ως διαχειρίστρια υποδομών. Εξασφαλίζοντας την κατασκευαστική χωρητικότητα από την AMD, την υποδομή cloud από την Oracle και επενδυτικά κεφάλαια από την Nvidia, η OpenAI συγκεντρώνει όλα τα προαπαιτούμενα για μια επιχείρηση κάθετης ενσωμάτωσης, χωρίς την ανάγκη να χτίζει η ίδια επιμέρους τμήματα εντός της. Το ζήτημα που τίθεται εδώ είναι το κατά πόσον αυτή η συγκέντρωση συμβολαίων και συνεργιών τής αφήνει χώρο για σαφή έλεγχο ή εάν η εταιρία θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα, να αποκτήσει ή να αναπτύξει ένα άμεσο ιδιοκτησιακό καθεστώς πάνω στο πεδίο των υποδομών.

Η εναλλακτική οδός, που ακολουθείται με επιθετικό τρόπο από την Google και, ως ένα βαθμό και τη Meta, αφορά στο ίδιο το χτίσιμο αυτής της κάθετης ενσωμάτωσης από το πρωτόλειο επίπεδο έως και την πρακτική εφαρμογή. Η Google έχει ξεκινήσει το σχεδιασμό των δικών της επεξεργαστικών μονάδων Tensor, οι οποίες προσαρμόζονται ειδικά σε φόρτο εργασιών ΤΝ, διαχειρίζεται τεράστιες υποδομές σε data centers μέσα από το Google Cloud, εξελίσσει μοντέλα βάσης και τα θέτει σε κίνηση σε εφαρμογές προσβάσιμες στον μέσο καταναλωτή. Αυτός ο απ’ άκρη σ’ άκρη έλεγχος προσφέρει τεχνικά πλεονεκτήματα στη βελτιστοποίηση και στο συντονισμό, όμως απαιτεί ταυτόχρονα ογκώδη επενδυτικά κεφάλαια και υψηλή τεχνογνωσία σε μια πλειάδα τομέων.

Οι συσχετισμοί δυνάμεων που θα σχηματιστούν μέσα από αυτές τις στρατηγικές θα καθορίσουν εν πολλοίς την ίδια τη δομή της βιομηχανίας για τα επόμενα χρόνια. Οι θιασώτες της στρατηγικής της κάθετης ενσωμάτωσης επιμένουν πως τα πλεονεκτήματα σε επίπεδο συντονισμού και η μείωση του κόστους που εξασφαλίζει ο διαστρωματικός έλεγχος υπερτερούν των δυσκολιών της ανάπτυξης υψηλής κλάσης δεξιοτήτων σε κάθε επίπεδο ξεχωριστά. Άλλοι ειδήμονες υποστηρίζουν πως η εστιασμένη υπεροχή σε συγκεκριμένα στρώματα του πεδίου γεννά περισσότερη αξία από την απόπειρα ελέγχου του συνόλου. Οι εταιρίες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση διαμέσω συνεργασιών, όπως η OpenAI, είναι σίγουρες πως οι συμφωνίες και οι σχέσεις που δημιουργούνται επιφέρουν τα πλεονεκτήματα της ενσωμάτωσης, χωρίς τις ανάγκες σε κεφάλαια και την οργανωτική πολυπλοκότητα του άμεσου κάθετου ελέγχου.

Αυτό που είναι ξεκάθαρο σε ό,τι αφορά τις παρούσες διατάξεις (όπου ποικίλες ανεξάρτητες εταιρίες κατέχουν διαφορετικά στρώματα του πεδίου της ΤΝ, ενόσω διαπλέκονται σε κυκλικές συναλλαγές) είναι πως στην ουσία πρόκειται για μια πολύ εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων. Η οικονομική λογική που νοηματοδοτεί την εμπέδωση και την ενσωμάτωση στο χώρο της ΤΝ κινείται αντίρροπα προς τα τεχνικά πλεονεκτήματα ενός σπονδυλωτού πεδίου όπου κυριαρχεί η εξειδίκευση. Αργά ή γρήγορα, οι εντάσεις που υφέρπουν μεταξύ των δυνάμεων του πεδίου θα πρέπει να επιλυθούν, είτε από μια σωρεία συγχωνεύσεων και εξαγορών, μέσα από την αναρρίχηση κυριάρχων πλατφορμών ενοποίησης ή ύστερα από την κατάρρευση εκείνων των εταιριών που δεν απέδωσαν στις απαιτούμενες κλίμακες και δεν ενσωματώθηκαν εγκαίρως ώστε να βρίσκονται σε ανταγωνιστική θέση.

Το καρτέλ της πληροφορικής δεν αντιπροσωπεύει επομένως μόνο την παρούσα συνθήκη εντός της οικονομίας της ΤΝ, αλλά και μια μεταβατική μορφή της οποίας το τελικό σχήμα μένει να διασαφηνιστεί ύστερα από σφοδρό ανταγωνισμό. Οι εταιρίες που συσσωρεύουν δύναμη επιρροής μέσα από τον έλεγχο των υπολογιστικών υποδομών είναι ταυτόχρονα συνεργάτες και ανταγωνιστές σε ένα παιχνίδι όπου ο κυριάρχος θα λάβει ως έπαθλο τη μερίδα του λέοντος εντός της αγοράς. Οι κυκλικές ροές επενδυτικών κεφαλαίων, οι οποίες είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της τωρινής εκτόξευσης του τομέα, εξυπηρετούν εν μέρει ως αρχικές τοποθετήσεις σε ένα ευρύτερο πεδίο ανταγωνισμού, όπου η εξασφάλιση στρατηγικών συνεργασιών και η επίδειξη ισχύος κλίμακας είναι εξίσου σημαντικές για τον συσχετισμό δυνάμεων όσο και για την απόσβεση άμεσων κερδών.

Συνθετική παραγωγικότητα και το επερχόμενο ξεκαθάρισμα

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο της εκτόξευσης του τομέα της ΤΝ δεν είναι το μέγεθος ή οι κυκλικές κεφαλαιακές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται, αλλά το τί παράγεται στην πραγματικότητα από όλη αυτήν την υπολογιστική ισχύ που είναι διαθέσιμη. Δεκάδες τρισεκατομμύρια δολλάρια σε συγκεντρωτικές κεφαλαιοποιήσεις εντός της αγοράς, εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε συμφωνίες για επενδύσεις σε υποδομές και μια ενεργειακή κατανάλωση που αντιστοχεί σε ένα μικρό κράτος κι όμως ακόμα δεν έχει φανεί ένα ξεκάθαρο οικονομικό αποτέλεσμα το οποίο να δικαιολογεί επενδύσεις τέτοιας τάξης. Αντίθετα, τα ποσοτικά μεγέθη, ως εκ του αποτελέσματος, παραμένουν ασαφή και δύσκολα στην προσμέτρησή τους.

Αυτή η ανακολουθία εισορών-εκροών αντιπροσωπεύει κάτι βαθύτερο από μια προσωρινή καθυστέρηση ενόσω περιμένουμε τις νέες τεχνολογίες να πατήσουν καλά πάνω στις καθημερινές εφαρμογές τους. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα θεμελιώδη θεώρηση του πως εκλαμβάνουμε την καινοτομία με ποσοτικούς αλλά και αξιακούς όρους στον σύγχρονο καπιταλισμό. Η τομέας της ΤΝ είναι ο τεχνολογικός προάγγελος αυτού που μπορούμε να αποκαλέσουμε “συνθετική παραγωγικότητα”: μια μορφή οικονομικής λειτουργίας όπου το τελικώς παραγόμενο αφορά στην ουσία σε νέες δυνατότητες για επιπλέον παραγωγή, αντί αγαθών και υπηρεσιών που εξυπηρετούν προκαθορισμένες ανάγκες.

Η παραγωγή της ίδιας της παραγωγής

Ας αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρίες περιγράφουν τα κατορθώματά τους στον τομέα της ΤΝ. Οι ανακοινώσεις τους κάνουν λόγο για παραμέτρους μοντέλων, επεξεργασίες εκπαίδευσης, στάνταρ αποδοτικότητας και σχεδιαστικές καινοτομίες. Οι σταθμίσεις τους αυτές υπολογίζουν την επιτήδευση τον εργαλείων που χτίζουν, αντί της αξίας που τα εργαλεία αυτά παράγουν στην πρακτική τους εφαρμογή. Η τάδε εταιρία μπορεί και επαίρεται διότι κατάφερε να εκπαιδεύσει ένα μοντέλο με ένα τρις παραμέτρων χρησιμοποιώντας exaflops [12] υπολογιστικής ισχύος κι όμως αδυνατεί να στοιχειοθετήσει την οικονομική αξία του επιτεύγματός της, πέρα από την αξία του ως εκπαιδευτή ενός ακόμα μεγαλύτερου μοντέλου.

Αυτή η επαναλαμβανόμενη αυτο-αναφορικότητα διέπει το σύνολο του τομέα της ΤΝ. Η OpenAI χτίζει τεράστια γλωσσικά μοντέλα των οποίων η κύρια, κατά δήλωση, χρήση είναι το να βοηθούν τους developers να γράφουν κώδικα για να χτίσουν περισσότερα συστήματα ΤΝ. Η Nvidia σχεδιάζει chips με βέλτιστη λειτουργία τους αυτή της εκπαίδευσης νευρωνικών δικτύων τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για το σχεδιασμό καλύτερων chips. Οι πάροχοι cloud θεμελιώνουν υποδομές των οποίων η κύρια εργασία συνίσταται σε πειράματα για τη διαπίστωση ποιού είδους υποδομών θα χρειαστούν στο μέλλον. Η οικονομία της Τεχνητής Νοημοσύνης προσομοιάζει όλο και περισσότερο με ένα φίδι που καταπίνει την ουρά του, παράγοντας πρωταρχικά τα μέσα για περεταίρω παραγωγή, αντί για ένα τελικό προϊόν που δικαιολογεί και δίνει απτό νόημα στην όλη παραγωγική διαδικασία.

Οι προσπάθειες ανεύρεσης αντίστοιχων ιστορικών παραδειγμάτων είναι μάλλον ημιτελείς. Στα πρώτα στάδια της ηλεκτροδότησης, αρκετές ήταν οι βιομηχανίες που εγκαθιστούσαν γεννήτριες και κινητήρες πριν ακόμα καταλήξουν στις τελικές εφαρμογές τους, όμως τα πλεονεκτήματα στην παραγωγή που προσέφερε η μηχανική ισχύς έγιναν γρήγορα σαφή, λόγω της υψηλής αποδοτικότητας και της μείωσης του κόστους. Η επανάσταση που έφεραν οι προσωπικοί υπολογιστές δημιούργησε μεν αμφιβολίες για τις μελλοντικές εφαρμογές τους, όμως ο εργασιακός τομέας μπορούσε να δει άμεσα αποτελέσματα σε απόδοση από τη χρήση των λογιστικών πινάκων και των επεξεργαστών κειμένου. Ακόμα και η έκρηξη του Διαδικτύου, παρά τις πάμπολλες ανεξέλεγκτες υπερβολές της, παρέδωσε πλατφόρμες και υπηρεσίες τις οποίες ο μέσος καταναλωτής μπορούσε να δοκιμάσει στην πράξη -κάτι που αποδείχτηκε από την ραγδαία αυξανόμενη χρήση του.

Η παρούσα εκτίναξη της ΤΝ δεν δικαιολογεί τίποτε από τα παραπάνω, καθώς στερείται μιας γέφυρας μεταξύ δυνατοτήτων και εφαρμογών. Οι εταιρίες της ΤΝ έχουν στα χέρια τους εντυπωσιακά εργαλεία για αναγνώριση σχημάτων και μοτίβων, για δημιουργία κειμένου και εικαστική σύνθεση, όμως αδυνατούν να παγιώσουν επικερδείς χρήσεις στην εφαρμογή των δυνατοτήτων αυτών, σε μια τάξη μεγέθους που να δικαιολογεί τις υπέρογκες επενδύσεις που έχουν γίνει για τις υποδομές τους. Η τεχνολογία αυτή λύνει μεν προβλήματα, αλλά τις περισσότερες φορές πρόκειται για προβλήματα που οι χρήστες δεν γνώριζαν καν πως έχουν ή δεν τους δίνουν τόση σημασία ώστε να πληρώσουν για την επίλυσή τους, έτσι ώστε να είναι βιώσιμα τα εργαλεία αυτά.

Η ψευδαίσθηση της ζήτησης

Ίσως η πιο πρόδηλη ένδειξη της ανακολουθίας αυτής εμφανίζεται στον τρόπο με τον οποίο οι εταιρίες ΤΝ αναφέρονται στις αγορές τους. Οι προβλέψεις επί των κερδών υποθέτουν απαρέγκλιτα πως οι τωρινές δυνατότητες που είναι στα χέρια τους θα βρουν σύντομα τεράστιες εμπορικές εφαρμογές, πως οι σχετικά χαμηλές εισφορές από συνδρομές σύντομα θα γίνουν εκατομμύρια, πως ο κόσμος του επιχειρείν θα πληρώσει ακριβά για υπηρεσίες που βασίζονται στην ΤΝ. Οι προβλέψεις αυτές συνοδεύονται από εκτιμήσεις που εξαρτώνται αυστηρά στην υπόθεση πως οι προβαλλόμενες τεχνολογικές δυνατότητες θα μεταφραστούν αβίαστα σε ζήτηση εκ μέρους της αγοράς.

Παρόλα αυτά, η αντικειμενική πρόοδος των κερδών δυσκολεύεται αφόρητα να ακολουθήσει την αισιοδοξία των προβλέψεων. Σύμφωνα με σχετικές αναφορές για το 2025, η OpenAI παρουσιάζει αρκετά δισεκατομμύρια δολλάρια σε ετήσια κέρδη -ένα όντως εντυπωσιακό ποσό για μια νέα εταιρία τεχνολογίας, αλλά ασήμαντο μπροστά στα 500 δισεκατομμύρια δολλάρια που είναι η χρηματιστηριακή αξία της. Αυτό που υπονοείται είναι πως οι επενδυτές αναμένουν μια προοδευτική μεγέθυνση σε αντίστοιχες τάξεις μεγεθών, η οποία θα κρατηθεί απτόητη για αρκετά χρόνια, έτσι ώστε να μπορούν να δικαιολογηθούν οι τωρινές τιμές. Μια ανάπτυξη τέτοιου μεγέθους απαιτεί είτε την εύρεση εκατομμυριών επιπλέον πελατών πρόθυμων να πληρώσουν τις τωρινές τιμές, ή να πειστούν, με κάποιον τρόπο, οι υπάρχοντες πελάτες να πληρώσουν πολύ παραπάνω καθώς οι δυνατότητες που τους παρέχονται εξελίσσονται.

Κανένας από τους δύο αυτούς δρόμους δεν είναι απόλυτα ευθύς. Οι δεξαμενές καταναλωτών για τις συγκεκριμένες υπηρεσείς ΤΝ έχουν απέναντί τους και άλλες, δωρεάν ή χαμηλού κόστους, εναλλακτικές, μια πηγαία αποστροφή για το καθεστώς των συνδρομών, καθώς και αμφιβολίες σχετικά με την ιδιωτικότητα και την αξιοπιστία των παρεχόμενων προϊόντων. Ο κόσμος του επιχειρείν, από την άλλη, δυσκολεύεται να ενσωματώσει απόλυτα τις νέες εφαρμογές στις καθημερινές ρουτίνες του, δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα για την απόσβεση της επένδυσης, καθώς και μια διστακτικότητα που προέρχεται από την εξάρτηση σε εξωτερικούς συντελεστές για καίριες λειτουργίες των εργασιών. Οι πιο προφανείς εφαρμογές, όπως είναι η δημιουργία περιεχομένου, η βοήθεια στην σύνταξη κώδικα και η εξυπηρέτηση πελατών, όντως παράγουν αξία, όμως τα έσοδα που επιστρέφουν δεν είναι ισάξια των επενδύσεων σε υποδομή που απαιτούν για την υποστήριξή τους.

Αυτό το χάσμα μεταξύ δυνατοτήτων και εκχρηματισμού (monetization) δημιουργεί ένα καθεστώς πίεσης για την ανεύρεση ή την κατασκευή ζήτησης. Εταιρίες εξαπολύουν επιθετικές καμπάνιες marketing καθιστώντας την ΤΝ απαραίτητη για την ανταγωνιστικότητα εντός της αγοράς. Σύμβουλοι και αναλυτές δημοσιεύουν έρευνες που προειδοποιούν τον επιχειρηματικό κόσμο πως η μη υιοθέτηση της ΤΝ στις εργασίες τους σημαίνει και απαξίωση. Τα media μεγεθύνουν τόσο τις υποσχέσεις της τεχνολογίας αυτής όσο και την ανάγκη για άμεση και καθολική ενσωμάτωσή της. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να περιρέει μια ατμόσφαιρα παρασκευσμένης αναγκαιότητας, όπου το ζήτημα της ενσωμάτωσης της ΤΝ επαφίεται περισσότερο στο φόβο του “να μείνεις απ΄ έξω” απ’ ότι σε απτά αποτελέσματα και αποσβέσεις των επενδύσεων σε αυτήν.

Ο μηχανισμός ρευστοποίησης του αφηγήματος

Η έκρηξη της ΤΝ έχει τελειοποιήσει κάτι που μπορεί να ονομαστεί ως “ρευστοποίηση αφηγήματος” (narrative liquidity): μια μετατροπή συναρπαστικών ιστοριών περί μελλοντικών επιτευγμάτων σε παρών χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα, εξυπηρετώντας ένα αυτο-τροφοδοτούμενο σύστημα όπου οι εξαγγελίες περί νέων συνεργασιών καλύπτονται άμεσα από τα media, ωθώντας τις αξίες των μετοχών προς τα πάνω, επιτρέποντας έτσι νέες συνεργασίες.

Κάθε σημαντική συμφωνία στην αγορά της ΤΝ ακολουθεί ένα προβλέψιμο μοτίβο. Εταιρίες ανακοινώνουν deals με υπέρογκα ποσά, δισεκατομμύρια σε επενδύσεις, gigawatt χωρητικότητας, εκατομμύρια chips. Τα χρηματιστηριακά media καλύπτουν το deal, συχνά χωρίς να ασκήσουν την παραμικρή κριτική, αποδεχόμενα τη συνθήκη πως δεσμεύσεις τέτοιου μεγέθους αποδεικνύουν την σιγουριά που επικρατεί για τις προοπτικές της ΤΝ στον εμπορικό κόσμο. Οι τιμές των μετοχών των εμπλεκόμενων εταιριών ανεβαίνουν, καθώς οι επενδυτές ερμηνεύουν τα νέα ως μια επικύρωση των προβλέψεων τους για ανάπτυξη. Οι υψηλές εκτιμήσεις δίνουν το έναυσμα στις εταιρίες να συγκεντρώσουν μεγαλύτερα κεφάλαια ή να κάνουν πιο σοβαρές δεσμεύσεις, κάνοντας νέες εξαγγελίες που επανεκκινούν τον κύκλο.

Αυτό το προπαρασκευασμένο τεχνητό αφήγημα λειτουργεί εν μέρει χάρη σε μια αυθεντική πίστη στις μετασχηματιστικές δυνατότητες που φέρει η ΤΝ, αλλά είναι άλλο τόσο παράγωγο εξαναγκασμού στο να πιστεύουμε πως όντως έτσι είναι για να κερδίζουν κάποιοι συγκεκριμένοι. Εταιρίες διορίζουν εξειδικευμένες ομάδες προσέγγισης των επενδυτών για να διαχειρίζονται τη ροή των ανακοινώσεων, χρονίζοντας έτσι τις εξαγγελίες τους ώστε να αποφέρουν τη μέγιστη απήχηση και να εστιάζουν τη ρητορική τους σε έννοιες όπως το μέγεθος και η φιλοδοξία. Οι υψηλά ιστάμενοι σε αυτές δίνουν συνεντεύξεις θέτοντας τις εταιρίες τους στην εμπροσθοφυλακή αυτής της επανάστασης της ΤΝ, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που συγχέει της τεχνικές δυνατότητες με την οικονομική αξία.

Τα media του χρηματο-οικονομικού τομέα συμμετέχουν στον μηχανισμό αυτό ταυτοχρόνως ως παρατηρητές και ενισχυτές του σήματος. Τα εκάστοτε μέσα που καλύπτουν τον τομέα της ΤΝ δέχονται πιέσεις για τη δημιουργία περιεχομένου που θα ελκύει τους ενδιαφερόμενους για τις νέες εξελίξεις αναγνώστες, δημιουργώντας κίνητρα με το να δίνουν έμφαση στις δραματικές εξελίξεις του τομέα και στα τεράστια deals, αντί του να επικεντρώνουν σε πιο πεζά ζητήματα όπως είναι η ανάλυση θεμελιωδών επιχειρηματικών κριτηρίων. Η απεικόνιση της Bloomerg σχετικά με την κυκλικότητα των επενδύσεων στην ΤΝ, που είδαμε στην αρχή, εκθέτει, την ίδια στιγμή που διαφημίζει το γεγονός, αποκαλύπτοντας το πραγματικό πρόσωπο αυτού του κλειστού κυκλώματος-βρόχου, ενώ αντιμετωπίζει τα νούμερα με τα πολλά μηδενικά περισσότερο με θαυμασμό παρά με καχυποψία.

Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να εγκαθίσταται ένα περιβάλλον πληροφόρησης όπου η κριτική ανάλυση παλεύει με την κεκτημένη ταχύτητα του γενικευμένου ενθουσιασμού. Οποιοσδήποτε σκεπτικισμός επί του αντικειμένου βρίσκεται σε κίνδυνο να χαρακτηριστεί παρωχημένος ή σε άγνοια της σπουδαιότητας αυτής της πραγματικά ριζοσπαστικής τεχνολογίας. Οι πιο επιφυλακτικές συγκρίσεις με άλλες κερδοσκοπικές φούσκες του παρελθόντος απορρίπτονται συλλήβδην ως ανίκανες να αντιληφθούν το πόσο διαφέρει το τώρα από εκείνες τις καταστάσεις. Το αφήγημα επικυρώνει τον εαυτό του: η γενικευμένη παραδοχή της επαναστατικής προοπτικής της ΤΝ κάνει τις πιθανότητες πραγματικού μετασχηματισμού δυνατές οδηγώντας περισσότερα κεφάλαια και ικανά άτομα προς την ανάπτυξη της ΤΝ.

Ρωγμές στην επίπλαστη οικονομία

Παρά το εντυπωσιακό οικοδόμημα των κυκλικών επενδύσεων και της πειθούς του όλου αφηγήματος, παρατηρούνται κάποια εμφανή σημάδια κόπωσης στο προσωπείο της οικονομίας της ΤΝ. Αυτά τα προειδοποιητικά σινιάλα αφορούν τεχνικά αδιέξοδα, χρηματιστικούς περιορισμούς και ρυθμιστικές προκλήσεις που απειλούν να διαταράξουν τους επαναλαμβανόμενους διθυράμβους που συντηρούν την εκτίναξη της ΤΝ.

Οι ενεργειακοί περιορισμοί είναι ίσως το βασικότερο εμπόδιο. Εκείνα τα 6 gigawatt ισχύος που προβλέπει πως θα χρειαστεί η OpenAI δεν θα δημιουργηθούν ως δια μαγείας μέσα από χρηματιστηριακούς μηχανισμούς. Τα ηλεκτροδοτικά δίκτυα στις περιοχές όπου έχει σήμερα συγκεντρωθεί ο αναπτυξιακός τομέας της ΤΝ ήδη λειτουργούν στα όριά τους και η επέκταση των υποδομών σε γεννήτριες και πομπούς απαιτεί χρόνια σχεδιασμού και κατασκευής. Οι developers των data centers κάνουν λόγο για συνεχείς παρατάσεις στους χρόνους παραδόσεως των projects που έχουν αναλάβει, καθώς οι υποδομές υπηρεσιών που τα εξυπηρετούν πασχίζουν να υποστηρίξουν τα τεράστια φορτία, ενώ παράλληλα πρέπει να διατηρήσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο για τους υπάρχουντες πελάτες τους.

Επιπλέον, οι παρούσες αδυναμίες των αλυσίδων τροφοδοσίας προσθέτουν ακόμα σφοδρότερη συμφόρηση στο όλο δίκτυο. Η απόλυτη κυριαρχία της ταϊβανέζικης TSMC στην κατασκευή προηγμένων ημιαγωγών σημαίνει πως οποιαδήποτε διαταραχή στις εγκαταστάσεις της μπορεί να προκαλέσει μια καταστροφική χιονοστοιβάδα που θα καταπλακώσει το σύνολο του τομέα της ΤΝ. Η εν λόγω εταιρία προτετοιμάζει παραγωγικές μονάδες στις Η.Π.Α. και σε άλλες χώρες, όμως η ολοκλήρωση της κατασκευής τους απαιτεί χρόνια κατασκευών και προμηθειών. Την ίδια στιγμή, οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην περιοχή της Ταϊβάν δημιουργούν ένα κλίμα αβεβαιότητας σχετικά με το πόσο αξιόπιστη είναι στην πραγματικότητα η εκροή από τις βιομηχανίες αυτές.

Ο προβληματισμός γύρω από το υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο βρίσκεται κι αυτός υπό εξέταση, καθώς διάφορες κυβερνήσεις αναγνωρίζουν την στρατηγική σημασία αλλά και το πιθανό ρίσκο που προκαλεί η υπερ-συγκέντρωση του δικτύου της ΤΝ. Αρκετοί νομικοί αντιμονοπωλιακοί φορείς από διάφορες δικαιοδοσίες έχουν βάλει στο στόχαστρο και διευρευνούν τις διαπλεκόμενες επενδύσεις και συνεργασίες μεταξύ μεγάλων εταιριών ΤΝ και των προμηθευτών τους. Ρυθμιστικά όργανα από την Ε.Ε. εκφράζουν την ανησυχία τους σχετικά με την ενεργοβόρα κατάσταση και τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προκαλεί το δίκτυο των data centers. Οι τελωνειακοί έλεγχοι στους προηγμένους ημιαγωγούς έχουν γίνει ιδιαίτερα αυστηροί, επιβραδύνοντας τους διεθνείς διαδρόμους όπου διακινούνται τα σχετικά εξαρτήματα.

Στο προσκήνιο έχουν εμφανιστεί και κάποιες χρηματο-οικονομικές περιοριστικές ρυθμίσεις, αν και αυτές συγκαλύπτονται σχετικά εύκολα στο παρόν περιβάλλον της κεφαλαιακής αφθονίας και των ραγδαία αυξανόμενων χρηματιστηριακών εκτιμήσεων. Πολλά από τα ανακοινωθέντα deals είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με μελλοντικές χρηματοδοτήσεις και ρυθμιστικές συγκαταθέσεις που δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα. Οι μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις απαιτούν ακατάπαυστη πρόσβαση στις κεφαλαιακές αγορές, θέτοντάς τίς ευάλωτες στην ψυχολογία της αγοράς των επενδυτών και σε πιστωτικά όρια. Εταιρίες που σχεδιάζουν τεράστιες δαπάνες κεφαλαίου (capex) δέχονται πιέσεις για να εμφανίσουν ικανοποιητικές αποδόσεις οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν περεταίρω έξοδα. Παρόλα αυτά, οι αποδόσεις αυτές παραμένουν εν πολλοίς επί χάρτου.

Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός πως η τεχνική εξέλιξη δείχνει ήδη σημάδια επιβράδυνσης, παρά την εκθετική άνοδο των υπολογιστικών πόρων. Η σχέση μεγέθους μοντέλου-δυνατοτήτων φθίνει όλο και περισσότερο σε αποδόσεις, με κάθε παραμετρικό διπλασιασμό να χρειάζεται διπλάσια υπολογιστική ισχύ, ενώ στην ουσία αποδίδει λιγότερο από το διπλάσιο σε βελτιωμένη εκτελεστική ικανότητα. Εάν οι τάσεις αυτές συνεχιστούν, η οικονομική υπόθεση για εξακολούθηση των τεραστίων επενδύσεων για ακόμα μεγαλύτερα μοντέλα θα τεθεί υπό ξεκάθαρη αμφισβήτηση, ανεξάρτητα από το πόσο εντυπωσιακές δείχνουν οι πιθανές δυνατότητες τους σε απόλυτα νούμερα.

Η πολιτική οικονομία της απογοήτευσης

Το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου συμβαίνει αυτή η εκτίναξη της ΤΝ έχει αρχίσει να μετατοπίζεται με τρόπους που δύναται να υποτιμήσουν το περιρρέον κοινά αποδεκτό αφήγημα περί ανάγκης συνέχισης των μεγάλων επενδύσεων. Από την πλευρά του κοινού, ο ενθουσιασμός σχετικά με την ΤΝ έχει αναμιχθεί με την ανησυχία σχετικά με τις εργασιακές απώλειες, την παραβίαση του απορρήτου και την συγκέντρωση δυσανάλογης δύναμης στα χέρια ενός μικρού αριθμού τεχνολογικών εταιριών. Αυτή η αμφισημία δημιουργεί χώρο για πολιτικά κινήματα που είναι πιθανό να απαιτήσουν περιορισμούς στην ανάπτυξη της ΤΝ μέσω ρυθμιστικών κανόνων και φορολογίας.

Εργατικά κινήματα και φορείς έχουν ξεκινήσει κινητοποιήσεις ενάντια στις διαφαινόμενες απειλείς στο εργασιακό καθεστώς λόγω των αυτοματισμών που φέρνει τη ΤΝ. Οι εργαζόμενοι στον δημιουργικό τομέα αντιδρούν στη χρήση της δουλειάς τους για την εκπαίδευση μοντέλων που ανταγωνίζονται τη ανθρώπινη δημιουργική εργασία. Περιβαλλοντικές και οικολογικές οργανώσεις εστιάζουν στην ενεργοβόρα κατανάλωση και τους ρύπους που παράγει ο μεγάλης κλίμακας τομέας της ΤΝ. Μπορεί οι κινήσεις αυτές να δείχνουν ξέχωρες μεταξύ τους, όμως στο σύνολό τους αντιπροσωπεύουν έναν πιθανό σχηματισμό συσπείρωσης που μπορεί να ασκήσει σημαντικές πιέσεις στην εξέλιξη της ΤΝ.

Η υπερ-συγκέντρωση δυναμικής γύρω από ελάχιστες εταιρίες ΤΝ έχει προκαλέσει την κριτική ενός ευρύτερου πολιτικού φάσματος. Οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις ανησυχούν για τη μονοπωλιακή τους φύση και τις απειλές στην ανταγωνιστικότητα. Οι συντηρητικοί ανησυχούν για το ιδεολογικό πρόσημο της τεχνολογίας που εξελίσσεται και τις πιθανές τάσεις προς λογοκρισία και καθοδήγηση. Οι φιλελεύθεροι αντιστέκονται στις στενές σχέσεις μεταξύ των εταιριών ΤΝ και τις κυβερνήσεις σε Κίνα και αλλού. Αυτό το ποικίλο κλίμα ανησυχίας είναι πιθανό να ενοποιηθεί κάτω από κοινές απαιτήσεις για διάσπαση των κολλοσών της ΤΝ ή για διαρθρωτικές περιοριστικές επεμβάσεις στην λειτουργία τους.

Ο διεθνής παράγοντας περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Οι χώρες που έχουν αποκλειστεί από την πρόσβαση σε δυνατότητες ΤΝ λόγω περιορισμών στις εξαγωγές τους διαθέτουν το κίνητρο για ανάπτυξη εναλλακτικών μεθόδων που μπορεί σε εύλογο χώρο να αντιπαρατεθούν στην αμερικάνικη κυριαρχία. Ο ανταγωνισμός αυτός είναι πιθανό να επισπεύσει τους ρυθμούς καινοτομίας αλλά και να κατακερματίσει το διεθνές οικοσύστημα της ΤΝ, αποσπώντας επιρροή στο δίκτυο και χτυπώντας τις οικονομίες κλίμακας που αυτή τη στιγμή ευνοούν τους εγκαθιδρυμένους παίκτες. Μια “βαλκανοποίηση” του πεδίου της ΤΝ μπορεί να μειώσει την οικονομική αξιοπιστία του, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσει νέους γεωπολιτικούς τριγμούς γύρω από το δικαίωμα πρόσβασης σε τεχνολογίες και στα επιβεβλημένα στάνταρ.

Οι δρόμοι προς μια βιώσιμη τεχνολογική νοημοσύνη

Η διέξοδος από την κυκλική λογική του σημερινού συστήματος που προκάλεσε την έκρηξη της ΤΝ απαιτεί από εμάς τον επαναπροσδιορισμό του τί σημαίνει στ’ αλήθεια Τεχνητή Νοημοσύνη, ποιόν εξυπηρετεί και με ποιόν τρόπο θα πρέπει να οργανωθεί και να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξή της. Αρκετές είναι οι εναλλακτικές προσεγγίσεις που έχουν έρθει στο προσκήνιο, αν και καμία από αυτές δεν έχει ακόμα την θεσμική ή οικονομική υποστήριξη που απολαμβάνει η σημερινή μεγάλης κλίμακας δομή του τομέα.

Το κίνημα που εστιάζει στην αποδοτικότητα επιχειρηματολογεί υπέρ της εξέλιξης μικρότερων, πιο εξειδικευμένων μοντέλων που θα αποδίδουν τα βέλτιστα πάνω σε επιμέρους εργασίες, σε αντίθεση με την ανάπτυξη όλο και μεγαλύτερων συστημάτων για όλες τις χρήσεις. Μέσω αυτής της προσέγγισης δύναται να μειωθούν αξιοσημείωτα οι υπολογιστικές απαιτήσεις, ενώ θα σημειωθούν σημαντικές και ανώτερες αποδόσεις σε εστιασμένες εφαρμογές που θα δημιουργήσουν πραγματική οικονομική αξία. Εταιρίες όπως η Anthropic [13] και άλλες έχουν σημειώσει πρόοδο με μοντέλα που πετυχαίνουν εντυπωσιακές δυνατότητες κάνοντας χρήση ενός ελάχιστου μέρους από τις παραμέτρους και την υπολογιστική μάθηση που καταναλώνουν τα μεγαλύτερα συστήματα.

Ο οραματισμός που εστιάζει στις ανοικτές υποδομές μας καλεί να αντιμετωπίζουμε τις υπολογιστικές ικανότητες της ΤΝ όπως ένα δημόσιο αγαθό, αντί για έναν πόρο υπό καθεστώς ιδιοκτησίας. Στο μοντέλο αυτό, κυβερνήσεις και μη-κερδοσκοπικές οντότητες θα χτίζουν και θα λειτουργούν data centers τα οποία θα είναι διαθέσιμα σε ερευνητές και developers με δίκαιους και ορθολογικούς όρους, μειώνοντας έτσι την επιρροή που ασκούν αυτή τη στιγμή οι ιδιώτες πάροχοι υποδομών. Οι προκλήσεις του οράματος αυτού αφορούν στην μη-κερδοσκοπική χρηματοδότησή του, η οποία οδηγεί το ιδιωτικό κεφάλαιο και στην πρόνοια για μια δίκαιη μοιρασιά των πόρων μεταξύ των ανταγωνιστικών χρηστών.

Η προσέγγιση της απο-συγκεντροποίησης επιθυμεί να αναδιανέμει τις δυνατότητες της ΤΝ σε ένα μεγάλο φάσμα μικρότερων συστημάτων, αντί της συσσώρευσής τους σε κολοσσιαία υπερ-συγκεντρωτικά data centers. Η πρόοδος που έχει γίνει πάνω στη συμπίεση μοντέλων, σε αξιόπιστους αλγόριθμους εκπαίδευσης και σε υπολογιστική δυνατότητα αιχμής μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε ισχυρά συστήματα ΤΝ να λειτουργούν σε απλές καθημερινές συσκευές ή για την εξυπηρέτηση οργανισμών, αντί του να εξαρτώνται τόσο απόλυτα από τις υπηρεσίες cloud. Με αυτή τη μέθοδο, θα μειωθούν οι απαιτήσεις σε υποδομές ενώ, δυνητικά, θα υπάρχει και πρόοδος στα ζητήματα περί ιδιωτικότητας και αξιοπιστίας.

Η μεθοδολογία της προτεραιότητας των εφαρμογών μπορεί με τη σειρά της να αντιστρέψει τις εγκατεστημένες ιεραρχήσεις, ταυτοποιώντας εκείνες τις χρήσεις που έχουν πραγματική αξία πριν προχωρήσει το χτίσιμο των υποδομών που θα τις εξυπηρετούν, αντί του να κατασκευάζεται μια τεράστια χωρητικότητα υποδομής και κατόπιν να αναζητούνται οι εφαρμογές που θα δικαιολογήσουν το κεφάλαιο που ξοδεύτηκε. Αυτή η πιο συντηρητική προσέγγιση μπορεί να επιβραδύνει την γεωμετρική πρόοδο με την οποία εξελίσσονται οι δυνατότητες, όμως θα εξασφαλίσει ότι η ανάπτυξή τους θα συμπορεύεται με την απτή οικονομική αξία που παράγεται.

Κάθε μία από τις παραπάνω εναλλακτικές αντιμετωπίζει σθεναρά εμπόδια. Η κεκτημένη ταχύτητα που έχει αναπτυχθεί από την εμμονή στην κλιμάκωση του τομέα βασίζεται όχι μόνο στο χρηματιστηριακό κεφάλαιο αλλά επίσης σε θεσμική αδράνεια, προοπτικές καριέρας για ερευνητές και μια δικαιολογημένη, σε ένα βαθμό, αβεβαιότητα για το εάν μια πιο εστιασμένη προσέγγιση μικρής κλίμακας θα μπορέσει να στ’ αλήθεια να καταφέρει τις πρωτοποριακές ανακαλύψεις που έφεραν τον τομέα της ΤΝ σε αυτήν την περίοπτη θέση. Μια αλλαγή πορείας θα απαιτούσε όχι μόνο τεχνική καινοτομία αλλά και μετατόπιση των μηχανισμών χρηματοδότησης, οργανωτικές δομές και μια ποσοτικοποίηση του πως προσμετριέται η πρόοδος.

Το κάτοπτρο και η μηχανή

Ο ουροβόρος της οικονομίας της ΤΝ αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο για τη σχέση του σύγχρονου καπιταλισμού με την καινοτομία και το όραμα του μέλλοντος. Το σύστημα έχει πλέον γίνει μια αυθεντία στην παραγωγή εντυπωσιακών αριθμών, καθηλωτικών αφηγημάτων και υπέρογκων χρηματιστηριακών εκτιμήσεων γύρω από τεχνολογίες των οποίων λη απώτερη στόχευση παραμένει ασαφής. Πρόκειται για μια δυναμική που βασίζεται σε αξιοθαύμαστη χρηματο-οικονομική επιτήδευση και σε μια μορφή συλλογικής αυτο-εξαπάτησης, όπου η αναπαράσταση των αποδόσεων της καινοτομίας καταλαμβάνει τη θέση του ουσιώδους.

Αυτό που ξεχωρίζει την εκτίναξη της ΤΝ από παλαιότερα φαινόμενα κερδοσκοπίας δεν είναι τόσο η κυκλική μέθοδος χρηματοδότησης που λειτουργεί στον πυρήνα της (κάτι που χαρακτηρίζει σχεδόν όλες τις “φούσκες” ιστορικά), όσο η επιστημική διάσταση αυτής της κυκλικότητας. Στη βάση της, η τεχνολογία αυτή λειτουργεί εντοπίζοντας και απομυζώντας επαναλαμβανόμενες διατάξεις στα στοιχεία πληροφορίας, συμπεριλαμβανομένων και των μοτίβων που ακολουθούν οι άνθρωποι απέναντι στην πληροφορία και σε διάφορα ερεθίσματα. Οι ίδιες τεχνικές που επιτρέπουν στα γλωσσικά μοντέλα να δημιουργούν κείμενο αποτελούν και τα εργαλεία των εταιριών για να παράγουν κοινώς αποδεκτά αφηγήματα ανάπτυξης. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πρόβλεψης και απόδοσης, μεταξύ της προσωμοίωσης της πραγματικότητας και της κατασκευής της, διυλίζεται μέσα σε επαναληπτικούς βρόχους αυτο-τροφοδότησης όπου μοντέλα εκπαιδεύονται πάνω σε στοιχεία πληροφορίας που δημιουργούνται από τα προηγούμενα μοντέλα.

Αυτή η επιστημική αστάθεια επηρεάζει όχι μόνο τις χρηματιστηριακές αγορές, αλλά και το πολιτισμικό κλίμα στο σύνολό του και την ικανότητά του να αφομοιώνει την τεχνολογική πρόοδο και τις κοινωνικές αλλαγές. Από τη στιγμή που οι εταιρίες μπορούν να θέσουν σε λειτουργία συστήματα ΤΝ για να βελτιστοποιήσουν την επικοινωνία τους με τους επενδυτές τους, όταν η ίδια η κάλυψη των γεγονότων από τα media μετατρέπεται σε ψηφίδες πληροφορίας για την εκπαίδευση συστημάτων που μαθαίνουν να δημιουργούν πιο ελκυστικό περιεχόμενο, όταν η αξία μιας τεχνολογίας σε οικονομικούς όρους εξαρτάται κατ’ ουσίαν από τη συλλογική εμπιστοσύνη σε αυτήν, τότε τα παραδοσιακά στεγανά που διαχώριζαν τις φήμες από την πραγματικότητα έχουν ήδη καταρρακωθεί.

Η “ερώτηση των δέκα τρισεκατομμυρίων δολλαριών” είναι η εξής: είναι όντως αυτή η εκτίναξη της ΤΝ σημάδι θεμελίωσης ενός αληθινού οικονομικού μετασχηματισμού ή πρόκειται για μια ιδιοφυής άσκηση πάνω στη συλλογική εξαπάτηση η οποία τρέφεται από αυτο-αναφορικές χρηματικές εισροές; Η απάντηση μάλλον βρίσκεται κάπου μεταξύ των άκρων αυτών, καθώς ο προβληματισμός και μόνο που δημιουργείται από αυτές τις αυθεντικές ικανότητες και εφαρμογές αρκεί για να κάνει το όλο οικοδόμημα να στέκει σε γυάλινα πόδια και να παραπέμπει σε μια ανορθολογική κατανομή πόρων.

Αυτό που δείχνει να είναι σίγουρο είναι το γεγονός πως η εξακολούθηση αυτής της ξέφρενης πορείας δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα. Οι κυκλικές επενδυτικές ροές θα πρέπει αργά ή γρήγορα να συνδυαστούν με εκροές εσόδων που θα μπορούν να δικαιολογήσουν τις αρχικές εκτιμήσεις που δημιούργησαν. Η άυλη συνθετική παραγωγικότητα θα πρέπει να υπακούσει στους κανόνες της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών τα οποία οι καταναλωτές θα αγοράζουν έναντι τιμών που μπορούν να υποστηρίξουν το κόστος προμήθειας. Ο ουροβόρος θα πρέπει να ολοκληρώσει τη μεταμόρφωσή του σε ένα βιώσιμο οικονομικό οικοσύστημα ή να υποχωρήσει κάτω από το βάρος των ίδιων του των αντιφάσεων.

Η μηχανή που καταπίνει την ουρά της έχει διογκωθεί υπερβολικά πολύ, καταπίνοντας ακόμα περισσότερο κεφάλαιο, ενέργεια και τα φώτα της προσοχής μας εντός ενός αεναώς επαναλαμβανόμενου κύκλου. Μένει να αποδειχθεί αν θα μπορέσει στο μέλλον να παρουσιάσει κάποιο αποτέλεσμα πέρα από την ίδια της τη γιγάντωση -αυτό είναι και το κεντρικό ερώτημα που αντιμετωπίζει η οικονομία της ΤΝ, καθώς βρίσκεται ήδη σε μια κρίσιμη καμπή της πορείας της, όπου θα πρέπει να παρθούν κάποιες καίριες αποφάσεις. Κατασκευάζουμε σκεπτόμενες μηχανές, αλλά τις εκπαιδεύσαμε πάνω στην πιο κοινή ανθρώπινη συνήθεια: να νομίζουν πως το κάτοπτρο μπροστά τους αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, ενώ αυτό που βλέπουν είναι η αντανάκλαση των δικών μας επιθυμιών και προβολών πάνω του.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%AD%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF_%CE%B4%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CF%89%CE%BD

[2]https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%BD%CE%AD%CF%86%CE%BF%CF%82

[3]https://zesty.co/finops-glossary/microsoft-azure-consumption-commitment-macc/

[4]https://en.wikipedia.org/wiki/Stargate_LLC

[5]https://www.angellist.com/learn/convertible-note

[6]https://webautomation.io/support/compute-credits/#:~:text=What%20are%20compute%20credits?,than%20scraping%20HTML%20raw%20data

[7]https://en.wikipedia.org/wiki/Neural_network_(machine_learning)

[8]https://en.wikipedia.org/wiki/Protein_folding

[9]Μία υποθετική εφαρμογή της ΤΝ, με δυνατότητες γνωστικού επιπέδου που αντιστοιχεί στο ανθρώπινο, ικανή να κατανοεί, να μαθαίνει και να εφαρμόζει τις γνώσεις της πάνω σε οποιδήποτε γνωστικό πεδίο – https://en.wikipedia.org/wiki/Artificial_general_intelligence

[10] “Duopoly”

[11]https://en.wikipedia.org/wiki/CHIPS_and_Science_Act

[12]https://www.pcmag.com/encyclopedia/term/exaflops#:~:text=Definition%20of%20exaFLOPS%20%7C%20PCMag,Acer%20Swift%20X%2014%20Review

[13]https://www.anthropic.com/

Το ξέρουμε…

Το να βλέπετε αυτά τα μηνύματα μπορεί να είναι κουραστικό. Και να είστε σίγουροί ότι ούτε κι εμείς βρίσκουμε κάποια ευχαρίστηση από το να τα γράφουμε... Όμως αυτό το μήνυμα δεν αφορά εμάς. Αφορά κάτι πολύ πιο σημαντικό: την επιβίωση της ανεξάρτητης, μαχητικής δημοσιογραφίας στην Kρήτη.

Η στήριξη σας είναι σημαντική γιατί μας επιτρέπει να:

  1. - Κάνουμε ρεπορτάζ χωρίς φόβο και εξαρτήσεις. Κανείς δεν μας υπαγορεύει τι να πούμε ή τι να αποσιωπήσουμε.
  2. - Κρατάμε τη δημοσιογραφία μας προσβάσιμη σε όλους, ακόμη και σε αυτούς που δεν έχουν την ικανότητα να πληρώσουν. Χωρίς paywall, χωρίς προνόμια μόνο για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα.

Η απλή αλήθεια είναι ότι τα έσοδα διαρκώς συρρικνώνονται. Αν πιστεύετε ότι μια πραγματικά ελεύθερη ενημέρωση είναι ζωτικής σημασίας για τη δημοκρατία και τον έλεγχο της εξουσίας, τότε δώστε μας τη δύναμη να συνεχίσουμε.

Γίνε συνδρομητής

Σας ευχαριστούμε θερμά.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις - Γίνετε συνδρομητές!

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ