Η σχέση μου με τα τζιτζίκια είναι τραυματική. Όταν ήμουν μικρός, η θεία μου έλεγε πως πρέπει να βάλουμε μια οδοντογλυφίδα στον ποπό του τζίτζικα και να τον στείλουμε στον μπακάλη να μας φέρει τα ψώνια. Άμα είσαι τεσσάρων χρονών, κάτι τέτοια σου φαίνονται πολύ λογικά, οπότε βάζαμε με τον αδερφό μου οδοντογλυφίδες στον πισινό των τζιτζικιών, τους λέγαμε την παραγγελία, έφευγαν σφαίρα αλλά δεν επέστρεφαν ποτέ. Ίσως, επειδή δεν τους δίναμε χρήματα για τα ψώνια.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στη Ζάκυνθο -πρέπει να ήμουν γύρω στα 5- που αποφάσισα πως ο τζίτζικας που έπιασα θα γίνει δικός μου και θα είναι ο φίλος μου.
Έβαλα τον τζίτζικα σε ένα σπιρτόκουτο -που θα ήταν το σπίτι του- για να κοιμηθεί, και το πρωί πήγα να τον ξυπνήσω. Δεν ξυπνούσε με τίποτα. Τον έθαψα και τον έκλαψα. Τον έκλαψα πολύ αυτόν τον τζίτζικα. Ακόμα δεν έχω ξεπεράσει το σοκ του χαμού του.
Από τον τζίτζικα και τον μέρμηγκα, προτιμώ τον τζίτζικα. Τουλάχιστον, ο τζίτζικας σου παίρνει τ’ αυτιά και κάνει αισθητή την παρουσία του πάνω στη γη, ενώ τα μυρμήγκια, ακόμα και αν πατήσεις κατά λάθος καμιά χιλιάδα από δαύτα και τα στείλεις αδιάβαστα, δεν πρόκειται να βγάλουν ούτε κιχ.
Μου αρέσει που ο τζίτζικας κάνει συνέχεια αυτόν τον εκκωφαντικό ήχο που δεν είναι τίποτε άλλο από το ερωτικό κάλεσμα του αρσενικού στο θηλυκό. Εντάξει, κι εμείς λέμε «θέλω να γαμήσω» αλλά δεν ανεβαίνουμε στα δέντρα να το φωνάζουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ – αν και θα είχε μεγάλη πλάκα κάτι τέτοιο.
Η τζιτζικίνα του κάθεται του τζίτζικα, για να μην της παίρνει τ’ αυτιά. Σου λέει «κάτσε να του κάτσω, μπας και βγάλει τον σκασμό». Σε αυτό τα τζιτζίκια διαφέρουν πολύ από εμάς, αφού, στους ανθρώπους, είναι οι γυναίκες, συνήθως, που σου τα κάνουν μπαλόνια με την ακατάσχετη πολυλογία τους.
Μπορεί να γουστάρω τον τζίτζικα αλλά είμαι και λίγο μέρμηγκας , οπότε ήξερα -εδώ και μια εικοσαετία- πως η χώρα πάει ντουγρού για τον γκρεμό και είχα κάνει τα κουμάντα μου.
Τελικά, το δίλημμα δεν είναι τζίτζικας ή μέρμηγκας. Δεν υπάρχει καν δίλημμα. Αυτά είναι αμερικανιές του Αισώπου.
Στη ζωή, πρέπει να γίνεσαι πού και πού μέρμηγκας, για να μπορείς να ζεις σαν τζίτζικας.
(Τον τζίτζικα τον φωτογράφισα σήμερα το πρωί. Όταν πήγα κοντά του, σταμάτησε να τερετίζει. Τζίτζικας είναι, δεν είναι χαζός. Όπως τον κοιτούσα, σκέφτηκα πως είναι λίγο τερατάκι με τα πέντε μάτια και όλα αυτά τα ποδάρια. Ο τζίτζικας είναι σαν συμπαθητική κατσαρίδα. Βέβαια, ευτυχώς που οι κατσαρίδες δεν κάνουν τον ήχο των τζιτζικιών γιατί θα γινόταν της πουτάνας μέσα στα σπίτια. Άσε που θα ξυπνούσαν και τα ποντίκια.)