Ο θάνατος του Πέπε Μουχίκα συγκίνησε βαθιά όχι μόνο την Ουρουγουάη αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο Μουχίκα υπήρξε μια σπάνια πολιτική φιγούρα, ένας άνθρωπος που ενσάρκωσε με συνέπεια αρχές που έχουν σταδιακά εκπέσει από τη δημόσια σφαίρα: σεμνότητα, ανιδιοτέλεια, ενσυναίσθηση.
Πρώην αντάρτης των Τουπαμάρος και πολιτικός κρατούμενος για πολλά χρόνια, δεν μετατράπηκε – όπως συμβαίνει συχνά – σε μια εκδοχή του αντίθετού του. Δεν ήταν μόνο ένας πετυχημένος πρόεδρος που άφησε τη χώρα του σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι την παρέλαβε. Ήταν κυρίως το παράδειγμα της ενσυνείδητης λιτότητας στην πράξη.
Μοναδική του περιουσία: ένα παλιό αγρόκτημα, ένας «σκαραβαίος» και μια πολιτική κουλτούρα εκτός προνομίων και συμβάσεων. Κράτησε μόνο ένα μικρό μέρος από την προεδρική αποζημίωση, δωρίζοντας το υπόλοιπο σε κοινωνικά προγράμματα. Ζούσε όπως και πριν, με τη σύζυγό του, σε ένα ταπεινό σπίτι.
Πόσοι ηγέτες μπορούν σήμερα να καυχηθούν για κάτι αντίστοιχο;
Η απάντηση είναι γνωστή: ελάχιστοι. Η πολιτική στις μέρες μας είναι συνδεδεμένη συχνότερα με τη συσσώρευση προνομίων παρά με τη διάθεση προσφοράς. Όλο και περισσότεροι πολιτικοί αντιμετωπίζουν την εξουσία ως εργαλείο ατομικής ανέλιξης ή ως «επένδυση» με απολαβές στον χρηματοπιστωτικό ή επιχειρηματικό κόσμο.
Η οικονομική εξάρτηση, οι χορηγίες, οι «περιστρεφόμενες πόρτες» ανάμεσα στην πολιτική και τις επιχειρήσεις διαμορφώνουν μια κουλτούρα κανονικοποίησης της εξάρτησης από την αγορά. Μια εξάρτηση που δεν είναι απλώς ηθικό ζήτημα – είναι βαθιά πολιτικό πρόβλημα.
Γιατί ο πολιτικός που αντιλαμβάνεται την πολιτική ως επένδυση, πολύ δύσκολα θα υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον όταν έρθει σε σύγκρουση με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Κι όταν συμβαίνει αυτό, η ίδια η έννοια της πολιτικής ως μοχλού κοινωνικής αλλαγής ακυρώνεται.
Σε έναν κόσμο όπου η ισχύς του πλούτου επεκτείνεται ανεξέλεγκτα, χρειαζόμαστε πολιτικούς ανεξάρτητους. Ανθρώπους που μπορούν να κοιτάξουν την κοινωνία στα μάτια, όχι από ύψος προεδρικών εδράνων αλλά από τα ίδια σκαλοπάτια καθημερινότητας. Όχι γιατί η φτώχεια είναι εγγύηση σωστών αποφάσεων, αλλά γιατί απομακρύνει τον πειρασμό των λανθασμένων.
Ο Μουχίκα υπήρξε ένας τέτοιος πολιτικός. Με τις επιλογές του, έκανε πολιτική πράξη την ειλικρίνεια και τη συνέπεια, σε μια εποχή που και τα δύο σπανίζουν. Και αυτός είναι ο λόγος που η απώλειά του δεν θρήνησε απλώς έναν πρώην πρόεδρο – θρήνησε ένα υπόδειγμα.
Η πολιτική θα ξαναγίνει αξιόπιστη όταν οι ηγέτες αντλούν κύρος από την ακεραιότητα τους και όχι από τον πλούτο ή τη θέση τους. Μέχρι τότε, η μνήμη του Πέπε Μουχίκα θα στέκει ως πυξίδα και υπενθύμιση: ότι υπάρχει και άλλος δρόμος. Όσο δύσβατος κι αν είναι…