Σαμίχ Κάσεμ: Έλα να ζωγραφίσουμε ένα ουράνιο τόξο
Κατέβαινα τη σκάλα των καημών της ήττας,
μ’ απορροφούσε ένας θάνατος αργός.
Φώναζα στους παλιούς μου πόνους
κάψτε με,
κάψετε με για να λάμψω.
Δεν ήμουν μόνος μου
και μόνος μου ήμουν στο σκοτάδι μόνος
έκλαιγα, προσευχόμουνα γονατιστός
και γύρευα την κάθαρση,
το μέτωπό μου ένα κομμάτι από κερί
πάνω στο μπράτσο μου
το στόμα μου φλογέρα τσακισμένη και το στήθος μου ναός
μες στο ναό μυριάδες άνθρωποι γονατιστοί,
μάτια σβησμένα ήταν, εξισωθήκανε
ο άγιος κι ο εξωμότης
στη νέα πληγή, εξισωθήκανε
στη νέα ντροπή, εξισωθήκανε
γη… ταρακουνήσου
και συχώρα με που
κατεβαίνοντας μ’ απορροφά ένας θάνατος αργός
συχώρα την κραυγή μου στη φωτιά
– στον εξευτελισμό του γονατίσματος –
κάψε με, κάψε με για να λάμψω.
Κατέβαινα
και η λύπη ήταν η μόνη άγκυρα
όταν με φώναξες από το μακρινό ακρογιάλι
όταν μου έδεσες το μέτωπο μ’ ένα τραγούδι
για τις φλογέρες μου
και για τα σκλαβοπάζαρα.
Ποια είσαι;
Μια αδελφή στης προσφυγιά της νύχτα
που η μάνα σου την ξέχασε στην κούνια και
την πούλησαν
σ’ έναν αγέρα που
απ’ την πύλη της νύχτας
την έσυρε
στη μεγάλη εξορία;
Απάντησε μου… απάντησε μου ποια αδελφή
μες απ’ τις χίλιες σκλαβωμένες
το πρόσωπό μου γνώρισε
φώναξε «αγαπημένε»
κι η αγκάλη μου τη δέχτηκε;
Κλείσε τα μάτια σου μπρος στη ντροπή της ήττας
κλείσε τα μάτια σου και κλάψε, αγκάλιασε με
και άσε με
να πιω το δάκρυ, άσε με
ο άνεμος της ήττας στέγνωσε το λαρύγγι μου,
σα να βρεθήκαμε δεκάδες χρόνια πριν
σαν να μη χωρίσαμε
σαν να μην καήκαμε
και η αγάπη έπλεξε τα χέρια στα δικά μας
κι είπαμε,
για την ξενιτιά, τη φυλακή
για τα τραγούδια της αυγής
για το αποτράβηγμα της νύχτας από το πρόσωπο της γης μας
για τη μικρή καλύβα μες στο δάσος το βουνό.
Θα μου φέρεις μια κόρη
θα την πούμε Ταλάλ (1)
ένα σπουργίτι θα μου φέρεις, ένα φούλι
και λόγια αγάπης θα μου πεις.
Είπες – θυμάμαι –
«από ποιο δρόμο μουσικό ειν’ η γεμάτη οργή και λύπηση φωνή σου;»
Απάντησα
«από το δρόμο:
οι κατακτήσεις των Τατάρων και οι ήττες των Αράβων».
Είπες
«σε ποια πέτρινη γη
πριν από χρόνια σ’ έσπειρε ο άνεμος;»
Είπα
«στον ίσκιο των κλεμμένων αμπελιών
και στα ερείπια των περιστερώνων».
Είπες
«η φωνή σου
έχει μια φλόγα ειδωλολατρική».
Είπα
προτού γεννήσει σύννεφα ο άνεμος
μελάνι κάναν την πληγή μου
γι’ αυτό και γράφω τα τραγούδια μου με θραύσματα
και τραγουδώ για την ειρήνη…..
…………………………………………………………….
και κλάψαμε
σα δυό παιδιά ξενιτεμένα, κλάψαμε.
Για σήκωσε τα μάτια σου
οι λύπες της ήττας είναι σύννεφο
που το σκορπάει του ανέμου μια πνοή,
για σήκωσε τα μάτια σου
η σπλαχνική μητέρα μας γεννάει ακόμα
κι είν’ ο ορίζοντας απέραντος,
για σήκωσε τα μάτια σου
είκοσι χρόνια τώρα ζωγραφίζω τα μάτια σου
πάνω στους τοίχους της φυλακής μου
κι όταν ανάμεσα στα μάτια μας τρυπώνει το σκοτάδι
το λατρευτό σου πρόσωπο έρχεται μες στο νου μου
και τότε κλαίω και τραγουδώ:
Είμαστε από δύο κοιλάδες, ακριβή μου
την κάθε μια κοιλάδα την κρατεί ένα φάντασμα, έλα
έλα να γίνουν τα φαντάσματα ένα σύννεφο
που θα πιεί το ουράνιο τόξο.
………………………………………
………………………………………….
Θα σου φέρω μια κόρη
θα την πούμε Ταλάλ
ένα σπουργίτι θα σου φέρω, ένα φούλι
και λόγια αγάπης θα σου πω.
(1)Ταλάλ: Αραβικό γυναικείο όνομα που σημαίνει: το ψηλό μέρος.