Ο ιδρυτής του FiftyCrows Foundation τοποθετείται για την κρίση στη δημοσιογραφία και τη διαμάχη γύρω από την «Napalm Girl», προειδοποιώντας ότι οι εσωτερικές έριδες αποδυναμώνουν την αλήθεια σε μια εποχή που βάλλεται πανταχόθεν.
Σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια δημοσιογραφία δοκιμάζεται σκληρά, με τους λειτουργούς της να βρίσκονται στο στόχαστρο βίας και οικονομικής εξαθλίωσης, ο Άντι Πάτρικ (Andy Patrick), ιδρυτής του FiftyCrows Foundation και πρώην CEO του πρακτορείου VII Photo, παρεμβαίνει με ένα κείμενο-καταπέλτη. Με αφορμή τη δημόσια συζήτηση γύρω από το ντοκιμαντέρ The Stringer και την αμφισβήτηση της πατρότητας της εμβληματικής φωτογραφίας «Napalm Girl» του Nick Ut, ο Πάτρικ απευθύνει έκκληση για ενότητα και συλλογικό αναστοχασμό, αντί για ανθρωποφαγία.
Η τοποθέτησή του δεν περιορίζεται σε μια απλή υπεράσπιση προσώπων, αλλά ανατέμνει τα δομικά προβλήματα του κλάδου, από την κατάρρευση των οικονομικών μοντέλων έως την κυριαρχία των αλγορίθμων στην ενημέρωση.
Η «λάθος στόχευση» σε καιρούς κρίσης
Ο Πάτρικ, ο οποίος έχει αφιερώσει τη ζωή του στην υποστήριξη του ντοκιμαντέρ και της φωτογραφίας ως εργαλείου κοινωνικής αλλαγής, εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την τροπή που έχει πάρει η συζήτηση. «Σε μια εποχή που δημοσιογράφοι δολοφονούνται, φυλακίζονται και φιμώνονται με ανησυχητικούς ρυθμούς, η επιλογή να δημιουργηθεί μια ταινία που δημόσια δυσφημεί έναν συνάδελφο φωτορεπόρτερ μοιάζει όχι μόνο άστοχη, αλλά και επικίνδυνη», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Για τον ίδιο, το ζητούμενο δεν είναι η αποφυγή της λογοδοσίας, αλλά η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Όπως επισημαίνει, η βία κατά των δημοσιογράφων αγγίζει ιστορικά υψηλά, ενώ ταυτόχρονα τα θεμέλια της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας έχουν διαβρωθεί. Στις ΗΠΑ, οι θέσεις εργασίας στις εφημερίδες έχουν μειωθεί δραματικά, με χιλιάδες φωτογράφους να εργάζονται πλέον ως ελεύθεροι επαγγελματίες (freelancers), χωρίς καμία ασφάλεια και με αμοιβές που δεν καλύπτουν ούτε το κόστος, ούτε το ρίσκο της δουλειάς τους.
Η αλήθεια ως εμπόρευμα και η απώλεια του πλαισίου
Στον πυρήνα της κριτικής του Πάτρικ βρίσκεται η διαπίστωση ότι η αλήθεια έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα. «Η αλήθεια συρρικνώνεται, συμπιέζεται και εμπορευματοποιείται. Οι ιστορίες μειώνονται σε απομονωμένα καρέ και το πλαίσιο (context) θυσιάζεται στον βωμό της ταχύτητας και της viral διάδοσης στα social media», σημειώνει.
Προειδοποιεί δε ότι μια εικόνα χωρίς το απαραίτητο πλαίσιο παύει να είναι αλήθεια και μετατρέπεται σε «ωμό συναισθηματικό δεδομένο», εύκολα παρεξηγήσιμο και ακόμη πιο εύκολα αξιοποιήσιμο ως όπλο προπαγάνδας. Παράλληλα, δεν διστάζει να αναγνωρίσει τις παθογένειες του χώρου, όπως οι ηθικοί συμβιβασμοί, η σκηνοθεσία στιγμών στο όνομα της «ιστορίας», αλλά και η ανοχή σε φαινόμενα μισογυνισμού και εκμετάλλευσης.
Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι η στοχοποίηση ενός και μόνο προσώπου δεν λύνει αυτά τα συστημικά προβλήματα· αντιθέτως, τα συσκοτίζει, υπονοώντας ότι το πρόβλημα είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Τα ερωτήματα που έπρεπε να τεθούν
Ο Άντι Πάτρικ προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση, καλώντας δημοσιογράφους και θεσμούς να εστιάσουν στις πραγματικές αιτίες της παρακμής. Αντί για το «ποιος πάτησε το κουμπί», τα ερωτήματα που θα έπρεπε να απασχολούν τον δημόσιο διάλογο είναι:
-
Ποιος αποφασίζει ποιες εικόνες θα δούμε;
-
Ποιος αφαιρεί το πλαίσιο και ποιος ωφελείται όταν η πολυπλοκότητα εξαφανίζεται;
-
Ποιος κερδίζει από την οργή;
-
Πώς οι αλγόριθμοι διαμορφώνουν πλέον την οπτική αλήθεια;
«Αυτό θα ήταν υπηρεσία προς το κοινό. Αυτό θα ενίσχυε τη δημοσιογραφία», τονίζει, επικρίνοντας την επιλογή να στραφεί ο φακός προς τα μέσα, διασπώντας την αλληλεγγύη σε μια στιγμή που η ενότητα είναι ζωτικής σημασίας.
Κάλεσμα για συλλογική ευθύνη
Κλείνοντας την παρέμβασή του, ο ιδρυτής του FiftyCrows στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα: «Το μέλλον του φωτορεπορτάζ δεν θα σωθεί με εσωτερικές εκκαθαρίσεις (takedowns). Θα σωθεί με θάρρος, πλαίσιο, συνεργασία και ακλόνητη δέσμευση στην αλήθεια».
Καλεί τους ανθρώπους του χώρου να αντισταθούν σε αφηγήσεις που υπονομεύουν όσους προσπαθούν να καταγράψουν την πραγματικότητα και να απαιτήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας, ηθική και υπευθυνότητα από τις πλατφόρμες και τους εκδότες. «Η ιστορία δεν θα ρωτήσει αν αυτή η ιστορία ήταν προκλητική. Θα ρωτήσει αν ήταν υπεύθυνη», καταλήγει, υπενθυμίζοντας ότι η επιλογή της εσωστρέφειας την ώρα που «το σπίτι καίγεται» θα βαραίνει τη συνείδηση του κλάδου για πολύ καιρό.
Ακολουθεί ολόκληρη η ανάρτησή του:
Ιδρύσα το Ίδρυμα FiftyCrows και διαχειρίστηκα το Διεθνές Ταμείο για τη Φωτογραφία Ντοκιμαντέρ (International Fund for Documentary Photography) για περισσότερα από 10 χρόνια. Συνεργάστηκα με τον Chris Rainier και τον Wade Davis στο National Geographic για τη δημιουργία των βραβείων All Roads Photo Awards. Διετέλεσα Διευθύνων Σύμβουλος (CEO) του πρακτορείου VII Photo για περισσότερο από ένα έτος. Έχω περάσει μεγάλο μέρος της ζωής μου στο πλευρό φωτογράφων ντοκιμαντέρ και φωτορεπόρτερ που έχουν αφιερωθεί, συχνά με τεράστιο προσωπικό κόστος, στο να καταγράφουν και να μαρτυρούν τον κόσμο όπως ακριβώς είναι.
Επέλεξα σκόπιμα να απέχω από τον δημόσιο διάλογο γύρω από την ταινία «The Stringer» και τους ισχυρισμούς της σχετικά με τη φωτογραφία του Nick Ut, που είναι ευρέως γνωστή ως «Napalm Girl». Το έπραξα όχι επειδή τα ζητήματα πατρότητας, ηθικής ή αλήθειας δεν έχουν σημασία. Έχουν θεμελιώδη σημασία. Απέιχα επειδή η πλαισίωση της παρούσας συγκυρίας με προβληματίζει βαθύτατα. Σε μια εποχή που δημοσιογράφοι δολοφονούνται, φυλακίζονται, φιμώνονται, εξαθλιώνονται οικονομικά και εξαλείφονται με ανησυχητικούς ρυθμούς, η επιλογή να δημιουργηθεί μια ταινία που δυσφημεί δημόσια έναν συνάδελφο φωτορεπόρτερ φαντάζει όχι μόνο άστοχη, αλλά και επικίνδυνη.
Δεν είναι η στιγμή για εσωτερικές εκκαθαρίσεις. Είναι η στιγμή για συλλογικό αναστοχασμό.
Σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ), η βία κατά των δημοσιογράφων παγκοσμίως βρίσκεται σε (ή κοντά σε) ιστορικά υψηλά επίπεδα. Την ίδια στιγμή, τα οικονομικά θεμέλια της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας έχουν αποσαθρωθεί. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, η απασχόληση στις αίθουσες σύνταξης έχει μειωθεί κατά περισσότερο από ένα τέταρτο από το 2008. Οι θέσεις εργασίας στις εφημερίδες έχουν μειωθεί κατά περίπου 75 με 80 τοις εκατό τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Χιλιάδες φωτογράφοι που κάποτε κατείχαν μόνιμες θέσεις προσωπικού, τώρα εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες (freelancers), χωρίς παροχές, χωρίς ασφάλεια και συχνά με αμοιβές που δεν καλύπτουν το κόστος ή τον κίνδυνο της εργασίας τους.
Πολλές εφημερίδες δεν υφίστανται πλέον καθόλου. Άλλες ανήκουν σε έναν ολοένα και μικρότερο αριθμό κερδοσκοπικών κεφαλαίων (hedge funds) και επενδυτικών ομίλων, των οποίων η πρωταρχική υποχρέωση δεν είναι η αλήθεια, αλλά η απομύζηση κέρδους. Το αποτέλεσμα είναι ένα οικοσύστημα στο οποίο η συντακτική εποπτεία έχει αποδυναμωθεί, τα τμήματα διεθνών ειδήσεων έχουν εξαφανιστεί και οι σύνθετες ιστορίες συρρικνώνονται σε μία και μόνο εικόνα, απογυμνωμένη από το πλαίσιό της.
Αυτή είναι η πραγματική κρίση στο φωτορεπορτάζ. Η αλήθεια καταρρέει, συμπιέζεται και εμπορευματοποιείται. Οι φωτογραφικές ιστορίες έχουν περιοριστεί σε μεμονωμένα καρέ. Το πλαίσιο (context) έχει θυσιαστεί στον βωμό της ταχύτητας. Οι λεπτές αποχρώσεις έχουν ανταλλαχθεί για τη viral διάδοση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια εικόνα χωρίς πλαίσιο δεν αποτελεί αλήθεια. Είναι ωμά συναισθηματικά δεδομένα, που παρερμηνεύονται εύκολα και μετατρέπονται εύκολα σε όπλο.
Όσοι από εμάς έχουν ζήσει μέσα σε αυτόν τον χώρο, γνωρίζουν και κάτι ακόμη. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το φωτορεπορτάζ δεν ξεκίνησαν με μία φωτογραφία, έναν φωτογράφο ή έναν πόλεμο. Γνωρίζουμε ότι έχουν γίνει ηθικοί συμβιβασμοί, άλλοτε σιωπηρά και άλλοτε φανερά. Γνωρίζουμε ότι εικόνες έχουν υποστεί επεξεργασία για να αυξηθεί η επιδραστικότητά τους, ότι στιγμές έχουν σκηνοθετηθεί ή καθοδηγηθεί, ότι παιδιά έχουν τοποθετηθεί σε συγκεκριμένες θέσεις για τη δημιουργία εντυπώσεων και ότι έχουν ξεπεραστεί τα όρια στο όνομα της «ιστορίας».
Γνωρίζουμε επίσης, και οφείλουμε να το πούμε δυνατά, ότι ο μισογυνισμός ήταν για καιρό ανεκτός στον χώρο. Οι παραβατικές συμπεριφορές, η κατάχρηση εξουσίας και η εκμετάλλευση των ντόπιων συνεργατών (fixers) και των γυναικών δικαιολογούνταν πολύ συχνά με το επιχείρημα ότι «αυτό που μετράει είναι το έργο». Πολλοί επέστρεψαν από το πεδίο κουβαλώντας βαθιά τραύματα, ηθική βλάβη και Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD), παλεύοντας να νιώσουν ξανά οικεία σε σώματα και ζωές που άλλαξαν για πάντα από όσα είδαν.
Αυτά δεν είναι μυστικά. Είναι αλήθειες που παραμένουν εκκρεμείς.
Ωστόσο, η στοχοποίηση ενός και μόνο προσώπου, ειδικά όταν παρεμβάλλονται διαφορετικές κουλτούρες, γενιές και ασυμμετρίες εξουσίας, δεν δίνει απάντηση σε αυτές τις πραγματικότητες. Τις συσκοτίζει. Υπονοεί ότι το πρόβλημα αποτελεί εξαίρεση και όχι συστημικό φαινόμενο. Και κινδυνεύει να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού στη δημοσιογραφία, ακριβώς τη στιγμή που αυτή η εμπιστοσύνη είναι πιο εύθραυστη από ποτέ.
Αν οι κινηματογραφιστές, οι δημοσιογράφοι και οι θεσμοί ήθελαν πραγματικά να υπηρετήσουν το κοινό, θα μπορούσε να είχε προκύψει ένα διαφορετικό έργο, βασισμένο στη συνεργασία και όχι στην κατηγορία. Ένα έργο που δεν θα ρωτούσε ποιος πάτησε το κλείστρο, αλλά: Ποιος αποφασίζει ποιες εικόνες θα προβληθούν; Ποιος αφαιρεί το πλαίσιο; Ποιος ωφελείται όταν εξαφανίζεται η πολυπλοκότητα; Ποιος κερδίζει από την οργή; Ποιος πληρώνεται και ποιος διαγράφεται; Ποιος προστατεύεται και ποιος θυσιάζεται;
Αυτή η ταινία θα μπορούσε να εξετάσει πώς οι αλγόριθμοι διαμορφώνουν πλέον την οπτική αλήθεια. Πώς οι οικονομικές πιέσεις ωθούν τους φωτογράφους προς το θέαμα. Πώς η κατάρρευση των δημοσιογραφικών επιτελείων αφήνει τις ηθικές αποφάσεις χωρίς υποστήριξη. Πώς οι θεσμοί, συμπεριλαμβανομένων των δικών μας, απέτυχαν να προστατεύσουν τους ευάλωτους, ενώ παράλληλα εξύψωναν τους ισχυρούς.
Αυτό θα ήταν προσφορά. Αυτό θα ενίσχυε τη δημοσιογραφία. Αυτό θα έλεγε τη βαθύτερη αλήθεια.
Αντ’ αυτού, βρισκόμαστε μπροστά σε μια στιγμή που κινδυνεύει να στρέψει το φωτορεπορτάζ προς τα μέσα, διαρρηγνύοντας την αλληλεγγύη όταν η ενότητα είναι απαραίτητη και συγχέοντας τη λογοδοσία με το θέαμα.
Ας γίνω σαφής. Η λογοδοσία έχει σημασία. Η ηθική έχει σημασία. Η αλήθεια έχει σημασία. Αλλά η λογοδοσία που στοχεύει σε άτομα ενώ τα συστήματα παραμένουν ανέπαφα δεν είναι δικαιοσύνη. Είναι αντιπερισπασμός.
Σε μια εποχή που οι δημοσιογράφοι δέχονται επιθέσεις παγκοσμίως και όπου η ίδια η αλήθεια χειραγωγείται, διαγράφεται και εμπορευματοποιείται, πρέπει να αντισταθούμε σε αφηγήσεις που υπονομεύουν όσους αγωνίζονται, ατελώς αλλά ειλικρινά, να γίνουν μάρτυρες των γεγονότων. Θα έπρεπε να ενωθούμε για να υπερασπιστούμε την αλήθεια, να ανοικοδομήσουμε θεσμούς και να απαιτήσουμε καλύτερα οικονομικά δεδομένα, καλύτερη ηθική και βαθύτερη υπευθυνότητα από τις πλατφόρμες, τους εκδότες και τους εαυτούς μας.
Το μέλλον του φωτορεπορτάζ δεν θα σωθεί με «κατεδαφίσεις» προσώπων. Θα σωθεί με θάρρος, πλαίσιο, συνεργασία και μια ακλόνητη δέσμευση στην αλήθεια που εκτείνεται πέρα από οποιαδήποτε μεμονωμένη εικόνα.
Τώρα είναι η ώρα να κοιτάξουμε προς τα έξω, όχι προς τα μέσα. Να αντιμετωπίσουμε την εξουσία, όχι να διασπάσουμε την κοινότητα.
Όταν ένας κινηματογραφιστής με βαθύ κύρος στην κοινότητα του ντοκιμαντέρ και του φωτορεπορτάζ επιλέγει να πλαισιώσει μια ιστορία γύρω από τη δημόσια απαξίωση ενός συνάδελφου φωτογράφου, αντί γύρω από τη δομική κατάρρευση της αλήθειας, της εργασίας, της ασφάλειας και της ηθικής στον τομέα μας, αυτή η επιλογή έχει σημασία. Έχει βάρος. Σηματοδοτεί προτεραιότητες.
Γνωρίζει αυτόν τον κόσμο. Γνωρίζει τα οικονομικά δεδομένα που έχουν αποδυναμώσει τις αίθουσες σύνταξης και τα φωτογραφικά πρακτορεία. Γνωρίζει πώς εξαφανίστηκαν οι συντάκτες, πώς οι φωτογράφοι ωθήθηκαν στην αφάνεια, πώς οι αλγόριθμοι αντικατέστησαν την κρίση, πώς οι θεσμοί απέτυχαν να προστατεύσουν τις γυναίκες, τους fixers και τους ελεύθερους επαγγελματίες και πώς το τραύμα κανονικοποιήθηκε ως το κόστος της μαρτυρίας. Γνωρίζει ότι οι διαφωνίες περί πατρότητας, ειδικά όταν διαπερνούν εξουσία, γλώσσα και ιστορικά χάσματα, ανήκουν στα πιο περίπλοκα και ηθικά φορτισμένα πεδία της δημοσιογραφίας.
Και ακριβώς γι’ αυτό αυτή η επιλογή είναι τόσο ανησυχητική.
Ένας κινηματογραφιστής με τέτοιο επίπεδο πρόσβασης, αξιοπιστίας και επιρροής θα μπορούσε να είχε στρέψει τον φακό προς τα έξω, προς τα συστήματα που διαβρώνουν την ίδια την αλήθεια. Το πρακτορείο VII θα μπορούσε να είχε συγκαλέσει έναν συλλογικό αναλογισμό και να εκθέσει πώς η αλήθεια συμπιέζεται σε θέαμα, πώς το πλαίσιο αφαιρείται για το κέρδος, πώς οι φωτογράφοι υποαμείβονται, μένουν απροστάτευτοι και θεωρούνται αναλώσιμοι, πώς η κακοποίηση έγινε ανεκτή και πώς η δημοσιογραφία διαλύεται μπροστά στα μάτια μας.
Αντ’ αυτού, η ιστορία στενεύει. Το σύστημα υποχωρεί στο βάθος. Το άτομο απορροφά τον αντίκτυπο.
Αυτό δεν είναι ουδετερότητα. Αυτό είναι δημιουργική επιλογή (authorship).
Το κοινό δεν χρειάζεται άλλη μια αποκάλυψη που αφήνει την εξουσία ανέγγιχτη. Χρειάζεται ειλικρίνεια για το πώς παράγεται, διαστρεβλώνεται και πωλείται πλέον η αλήθεια. Χρειάζεται δημοσιογραφία, και ταινίες για τη δημοσιογραφία, που ενισχύουν τον κλάδο αντί να τον διασπούν.
Η ιστορία δεν θα ρωτήσει αν αυτή η ιστορία ήταν προκλητική. Θα ρωτήσει αν ήταν υπεύθυνη.
Το έργο της υπεράσπισης της αλήθειας δεν ήταν ποτέ πιο επείγον. Όσοι διαθέτουν βήμα πρέπει να αποφασίσουν αν το χρησιμοποιούν για να φωτίσουν τις δυνάμεις που διαλύουν τη δημοσιογραφία ή για να στρέψουν τον προβολέα προς τα μέσα, ενώ το σπίτι έχει ήδη πάρει φωτιά.
Αυτή η επιλογή θα παραμείνει καιρό αφότου πέσουν οι τίτλοι τέλους.



