Χθες παραιτήθηκε η Αθηνά Γιαννουλάκη. Σήμερα σειρά πήρε ο πρώην υποψήφιος βουλευτής Μιλτιάδης Κλωνιζάκης. Ενώ σύμφωνα με πληροφορίες σειρά άλλων τοπικών στελεχών ετοιμάζουν τις παραιτήσεις τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ στα Χανιά φυλορροεί. Και μέσω αυτής της διαδικασίας ανοίγει ένας διάλογος περί του τι έφτιαξε και φτάσαμε ως εδώ, σε ένα τρίτο αριστερό μνημόνιο.
Στην επιστολή του ο Μιλτιάδης Κλωνιζάκης εκφράζει την έκπληξή του στη συνειδητοποίηση ότι η ερμηνεία της κυβέρνησης στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος ήταν τέτοια που οδήγησε σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό. Υπενθυμίζει ότι πολλά στελέχη εξέφραζαν τις αντιρρήσεις τους στην τακτική προσέγγισης και διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους, μία τακτική που αγνοούσε παντελώς τους συσχετισμούς και η οποία, σχεδόν μεταφυσικά, στο ερώτημα “τι κάνουμε σε περίπτωση καθολικής άρνησης των Ευρωπαίων να συζητήσουν” δινόταν η απάντηση: “δε θα μπορέσουν να αρνηθούν στην όποια πρότασή μας…”.
Σύμφωνα με τον κ. Κλωνιζάκη, δεν υπήρχε επεξεργασμένο εναλλακτικό σχέδιο αλλά ακόμα και την ύστατη στιγμή υπήρχε δυνατότητα αναδίπλωσης και επαναπροσδιορισμού των στόχων. Αντ’ αυτού προκηρύχθηκαν εκλογές δίχως να τηρηθεί καμία δημοκρατική εσωκομματική διαδικασία και διαφάνηκε ξεκάθαρα ότι επιλογή της ηγεσίας ήταν η ρήξη: “Ρήξη όχι με τους δανειστές αλλά ρήξη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ”.
Ο κ. Κλωνιζάκης τονίζει ότι δεν πιστεύει και δε μπορεί να υπηρετήσει αυτό το σχέδιο. Και όπως τονίζει:
“Η κάθοδός μου στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 και η εν γένει συμμετοχή μου στον ΣΥΡΙΖΑ προέτασσε διαφορετικές διεκδικήσεις για την κοινωνία, τα πληττόμενα από τις πολιτικές λιτότητας στρώματα, την νέα γενιά της οποίας αποτελώ κομμάτι. Θεωρώ ότι πλέον δεν μπορώ να είμαι τόσο μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής όσο και απλό μέλος ενός κόμματος που υπηρετεί αντικοινωνικές πολιτικές, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την προσωπική μου συνείδηση.”
Να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με πληροφορίες, την παραίτησή τους από την Νομαρχιακή Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζουν τουλάχιστον ακόμα 5 στελέχη.
Ολόκληρη η επιστολή παραίτησης έχει ως εξής:
“Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και το μεγάλο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου κατέδειξαν όχι μόνο την ανάγκη της κοινωνίας για την δημιουργία ενός μετώπου κοινωνικής σωτηρίας αλλά και την άρνηση της στην οποιαδήποτε άσκηση πολιτικής με μνημονιακά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα δε το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος δεν αποτέλεσε μια απλή εντολή της κοινωνίας για καλύτερη διαπραγμάτευση αλλά εντολή που θα επανατοποθετούσε την διαπραγμάτευση στα πλαίσια των καταστατικών αρχών και των συνεδριακών αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρόλα αυτά, αντί για τα παραπάνω, με μεγάλη έκπληξη συνειδητοποιήσαμε ότι η κυβέρνηση ερμήνευσε το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος με διαφορετικό τρόπο, πράγμα το οποίο την οδήγησε σε μια επαχθή και οδυνηρή συνθηκολόγηση.
Αντιλαμβάνομαι απόλυτα τις πιέσεις που ασκήθηκαν στην κυβέρνηση. Αντιλαμβάνομαι απόλυτα το σχέδιο ανατροπής αυτής, το οποίο με μεθοδικότητα είχε εκπονηθεί τόσο από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών όσο και από τους εν Ελλάδι εκπρόσωπους του. Αντιλαμβάνομαι, επίσης, και την απεχθή επιλογή μια οδυνηρής χρεοκοπίας και τις συνέπειες που αυτή θα είχε στα επί πέντε χρόνια δοκιμαζόμενα στρώματα της κοινωνίας. Αυτό όμως που μετά δυσκολίας μπορώ να κατανοήσω είναι η εκ του αποτελέσματος διαφαινόμενη έλλειψη ουσιαστικού σχεδιασμού από μεριάς της κυβέρνησης, που θα απαντούσε με συντεταγμένο τρόπο στα παραπάνω ζητήματα.Η αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά, που έκανε για λόγο για ανατροπή στην Ελλάδα και παράλληλη αλλαγή στην Ευρώπη, αγνοούσε παντελώς τους όποιους συσχετισμούς, πράγμα ανήκουστο για ανάλυση αριστερού πολιτικού σχηματισμού. Το σύνολο των αποφάσεων της Κεντρικής Επιτροπής δεν απαντούσαν στο επίδικο το οποίο ήταν τι κάνουμε σε περίπτωση καθολικής άρνησης των Ευρωπαίων να συζητήσουν έστω και ψήγματα της προτεινόμενης πολιτικής. Η απάντηση στις συνεχείς οχλήσεις σημαντικού αριθμού μελών του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου εμού, ήταν πάντα η ίδια: Δεν θα μπορέσουν να αρνηθούν στην όποια πρόταση μας…
Το κόμμα και η κυβέρνηση απροετοίμαστοι και χωρίς την ικανότητα αντίληψης των πραγματικών συνθηκών σύρθηκαν σε μια αδιέξοδη και ατέρμονη διαπραγμάτευση. Έτσι, αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης, μέσα από επικοινωνιακές παλινωδίες και εκβιασμούς, ήταν ένα οδυνηρό, απεχθές μνημόνιο. Ένα μνημόνιο της Αριστεράς…
Το τι σημαίνει αυτό το μνημόνιο είναι σε όλους γνωστό. Μια απίστευτη φόρο-επιδρομή στα ήδη επιβαρυμένα κοινωνικά στρώματα, ιδεολογική οπισθοχώρηση στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων στο σύνολο τους, οδυνηρές αλλαγές στα εργασιακά και στο ασφαλιστικό, καθώς και αλλαγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το φάντασμα των κατασχέσεων με αριστερό πρόσημο ήδη πλανάται πάνω από τα σπίτια και τις επιχειρήσεις μας… Όμως το χειρότερο όλων είναι η υποθήκευση το όποιου πλούτου θα μπορούσε να παράγει αυτή η χώρα, στο περιβόητο “Ταμείο των Βρυξελλών” με έδρα την Αθήνα. Τα παραπάνω φαντάζουν σαν τον χειρότερο εφιάλτη και για κάθε λογικό άνθρωπο αποτελεί μαρτύριο η υπεράσπιση τους…
Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί αν θα ήταν προτιμότερη η ασύντακτη χρεωκοπία ή έξοδος της Ελλάδος από την Ευρωζώνη. Η απάντηση είναι όχι, αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι ένα: Πάνω σε ποιό πλαίσιο διαπραγματευτήκαμε και αν αυτοί που είχαν επωμιστεί με το βάρος της διαπραγμάτευσης είχαν, ως όφειλαν, επεξεργαστεί εναλλακτικές; Αυτοί άραγε θα λογοδοτήσουν στην κοινωνία για τους χειρισμούς τους; Θα πουν για ποιό λόγο δεν συνέταξαν όλο το προηγούμενο διάστημα εναλλακτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε περίπτωση αδιεξόδου; Ως τώρα απάντηση δεν έχει δοθεί…
Με λύπη μου διαπίστωσα τον τελευταίο καιρό ότι για μεγάλο αριθμό ανώτερων στελεχών, υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το ποιός και με ποιο τρόπο θα επικρατούσε στα πλαίσια της πάντα υποβόσκουσας εσωκομματικής αντιπαράθεσης, παρά στο να δοθούν απαντήσεις και να εκπονηθεί (έστω και καθυστερημένα) ένα σχέδιο απεγκλωβισμού. Αυτή δυστυχώς ήταν η μέγιστη ανευθυνότητα. Το να προτάσσεται η επικράτηση στους εσωκομματικούς συσχετισμούς σε σχέση με το επίδικο που είναι η σωτηρία της χώρας και του λαού της, αποτελεί την τραγωδία της συγκυρίας και είναι η ίδια τακτική που ακολουθήθηκε τόσο στην επιλογή υποψηφίων δημάρχων και περιφερειαρχών όσο και υποψηφίων βουλευτών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και την ύστατη ώρα είχε την δυνατότητα να αναδιπλωθεί και να επαναπροσδιορίσει τους στόχους του μέσα από μια σοβαρή και συγκροτημένη συνεδριακή διαδικασία. Αν λάβουμε υπόψη ότι το νέο μνημόνιο θα καταλήξει σε ένα δημοσιονομικό αδιέξοδο, διότι οι στόχοι που έχουν τεθεί είναι δύσκολο να επιτευχθούν, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ στο σύνολο του, όφειλαν να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό σχέδιο με καθαρή στόχευση και βασιζόμενο σε αυτά που θα αντιμετωπίσει. Το νέο μνημόνιο έπρεπε να αποτελεί την στρατηγική – τακτική υποχώρηση έως ότου να υπάρξει η δυνατότητα υλοποίησης ενός άλλου σχεδίου, το οποίο θα μεταθέτει τα βάρη, θα αναδιανέμει τον πλούτο, θα απελευθερώνει δυνάμεις στην οικονομία και θα παράγει πλούτο, θα τοποθετεί τις εργασιακές σχέσεις μέσα σε ένα προοδευτικό κοινωνικό πλαίσιο και τέλος θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες. Όμως αντί για το παραπάνω ,στρατηγική επιλογή της ηγετικής ομάδας ήταν μόνο μια και αυτή ήταν η ΡΗΞΗ… Ρήξη όχι με τους δανειστές αλλά ρήξη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια ώρα παρατηρούμε – με τεράστια λύπη – μια ανοχή, που φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της σύμπλευσης, απέναντι σε όλους εκείνους και όλα εκείνα που μας έφεραν ως εδώ, με πολλούς υπουργούς και ανώτερα στελέχη ν’ ακολουθούν τις ίδιες τακτικές που λοιδορούσαν ως αντιπολίτευση. Τα τεκταινόμενα της Βουλής (με αποκορύφωμα την ψήφιση του Μνημονίου εν τω μέσω της νυκτός και χωρίς να υπάρχει επαρκής χρόνος να γίνει ούτε καν απλή ανάγνωση) αποτελούν ένα μόνο από τα πολλά αποδεικτικά μιας νοσηρής κατάστασης.
Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού και η προκήρυξη των εκλογών, χωρίς καμία ουσιαστική εσωκομματική διαδικασία, καθόρισε και το περιεχόμενο της πολιτικής με την οποία θα διεκδικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ την ψήφο του ελληνικού λαού, δηλαδή την αποδοχή, τη διαχείριση και την πιστή εφαρμογή του νέου μνημονίου. Μετά λύπης μου διαπιστώνω ότι η παραπάνω απόφαση, που ελήφθη χωρίς καμία συλλογική δημοκρατική διαδικασία που θα έβαζε σε προτεραιότητα – έστω και καθυστερημένα – ένα σχέδιο απεγκλωβισμού και θα κρατούσε ενωμένη στην μεγάλη πλειοψηφία της την κοινωνία, κινδυνεύει να μετατρέψει την προηγούμενη ήττα της διαπραγματευτικής μας τακτικής σε στρατηγική ήττα, με ότι αυτό σημαίνει για την ελληνική κοινωνία.
Σε ότι με αφορά, δεν πιστεύω και δεν μπορώ να υπηρετήσω αυτό το σχέδιο. Η κάθοδός μου στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 και η εν γένει συμμετοχή μου στον ΣΥΡΙΖΑ προέτασσε διαφορετικές διεκδικήσεις για την κοινωνία, τα πληττόμενα από τις πολιτικές λιτότητας στρώματα, την νέα γενιά της οποίας αποτελώ κομμάτι. Θεωρώ ότι πλέον δεν μπορώ να είμαι τόσο μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής όσο και απλό μέλος ενός κόμματος που υπηρετεί αντικοινωνικές πολιτικές, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με την προσωπική μου συνείδηση.
Τελειώνοντας θα ήθελα από καρδιάς να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλες και όλους που με στήριξαν τα τελευταία χρόνια στην ενεργό πολιτική συμμετοχή μου και κυρίως αυτούς που με τίμησαν με την ψήφο τους. Ο μόνος τρόπος να σταθώ στο ύψος της εκτίμησης που μου έδειξαν ήταν να παραιτηθώ και ν’ αποχωρήσω από τον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει καμία σχέση με το κόμμα που θα έφερνε την επιζητούμενη αλλαγή στην χώρα. Θα παραμείνω πολιτικά και κοινωνικά ενεργός στο χώρο των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων, αφού η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη δε εκλείπει, υποσχόμενος να είμαι προσεκτικότερος και σοφότερος στο μέλλον.”