12.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

Παραμύθι για μεγάλους και μικρούς: Ο Δγοδγολίνος

Ημερομηνία:

Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδί με τους γονείς του σε μια μικρή πολιτεία μιας μικρής χώρας. Το παιδί αυτό, από την πρώτη στιγμή που ήρθε στον κόσμο, ξεχώρισε για τα μάτια του που έλαμπαν σαν αστέρια  και για το στοχαστικό βλέμμα του. Όσοι το έβλεπαν έλεγαν πως θα γίνει σοφός άνθρωπος.

Στην ίδια πολιτεία ζούσε και μια φθονερή μάγισσα, που χαιρόταν να βλέπει τον κόσμο να υποφέρει.

Δεν άργησε να περάσει έξω από το σπίτι της οικογένειας, αποφασισμένη να δώσει την κατάρα της.

Είδε το μικρό αγόρι μαζί με τη μητέρα του στην αυλή. Το παιδί στράφηκε να την κοιτάξει και εκείνη θαμπώθηκε από το φως των ματιών του. Τότε σιγομουρμούρισε, με όλη την κακία της:

-;Οσο είναι λαμπερά τα μάτια σου, τόσο να είναι δύσκολη η μιλιά σου!

Το παιδί άργησε να μιλήσει και, όταν είπε τις πρώτες λέξεις του, δεν μπορούσε να τις πει όπως τις έλεγαν όλοι οι άλλοι. Έτσι, αντί για “αυγό” έλεγε “Δγοδγό”. Κάποια γειτονόπουλα,που νόμιζαν,τα καημένα, πως είναι έξυπνα, τον περιγελούσαν.Το παιδί  στενοχωριόταν, αλλά δεν το απόδειχνε. Οι γονείς του έλεγαν: “Αν ο γιος μας δυσκολεύτηκε να πει “αυγό”, άλλοι δυσκολεύονται να πουν “Δγοδγό!” Θα λέμε το παιδί μας “Δγοδγολίνο” έτσι που να μπερδεύεται η γλώσσα των μοχθηρών ανθρώπων!”.

Όσο ο καιρός περνούσε, ο Δγοδγολίνος μεγάλωνε και πρόκοβε σε σοφία και γνώση, δίχως να χρειάζεται να διαβάζει πολύ. Για την ακρίβεια, διάβαζε ελάχιστα και ήταν σε θέση να πει πολύ περισσότερα από όσα έλεγε κάποιο βιβλίο. Βέβαια οι καιροί ήταν δύσκολοι, όπως συμβαίνει τις πιο πολλές φορές. Ο πατέρας του παιδιού, που ήταν ράφτης και η μητέρα του, που ήταν μπαλωματού,  μερονυχτίς εργαζόταν σκληρά  για να τα βγάλουν πέρα. Έβλεπαν ότι, μέρα με τη μέρα,  ο Δγοδγολίνος  στοχαζόταν όλο και πολύ, μιλούσε όλο και πιο σπάνια, πάντοτε όμως έλεγε σοφές κουβέντες. Αυτά, όμως, δεν άρεσαν σε πολλούς. Κάποιοι πάθαιναν δυσπεψία, άλλοι φαγούρα, άλλοι βήχα. Οι δάσκαλοι  στο σχολείο έλεγαν: “Το παιδί αυτό αξίζει να πάει μπροστά, μακάρι να τα καταφέρει!”.

Υπήρχαν, όμως, και  κάποιοι “καλοθελητές”, που έλεγαν τα δικά τους:  “Φτωχοί άνθρωποι είσαστε. Αντί να σκοτώνεστε στη δουλειά, δεν κάνετε τον γιο σας γυρολόγο; Θα αγοράζει όσο-όσο αυτά που θέλουν οι νοικοκυρές να ξεφορτωθούν και θα πουλά άλλα. Θα αναπιάσει μια καλή μαγιά, θα φτιάξει μεγάλο εμπορικό, θα αγοράσει στεκάμενα, μια μέρα θα είναι μεγάλος και τρανός!”, έλεγε ένας. ” Γιατί δεν τον στέλνετε να γίνει μάγειρος, να φτιάχνει αστακομακαρονάδες σε ακριβά ξενοδοχεία, να ανοίξει δικά του εστιατόρια και να μην πεινάσει ποτέ;” έλεγε άλλος.”Γιατί δεν μερεμετίζετε τον αχυρώνα και την αποθήκη σας, να τα νοικιάζετε με την ημέρα σε ξένους, να μην προφταίνει ο γιος σας να μαζεύει λεφτά;” πρόφταινε ένας τρίτος. ” Γιατί δεν του λέτε να μαθητέψει κοντά σε κάποιον χρηματιστή, να μάθει να δανείζει με μεγάλο τόκο, να τρώει με δέκα μασέλες;”  έλεγε ένας ακόμα.

Δεν ήταν και τόσο παράξενο που τα έλεγαν αυτά, αφού τα χρόνια εκείνα ο κόσμος άλλαζε συνεχώς, όσο να πεις “κύμινο”. Όλοι ξαφνικά ήθελαν να πλουτίσουν εύκολα και γρήγορα, όσο πιο εύκολα και γρήγορα γινόταν.  Οι ραφτάδες, οι μπαλωματήδες, οι τσαγγάρηδες, οι μαραγκοί, οι χτιστάδες όλο και λιγόστευαν, ενώ  κάποια άλλα, καινούρια επαγγέλματα είχαν μεγάλη πέραση. Τα χωριά ερήμωναν επειδή οι άνθρωποι άφηναν το βιος τους στο έλεος του Θεού και έφευγαν μακριά, εκεί που θα έβγαζαν πιο καλό μεροκάματο και θα πλούτιζαν στα σίγουρα. Έτσι τα χωράφια και τα λιόφυτα ρήμαζαν  παραδομένα στους βάτους,τα μποστάνια ξεραίνονταν και τα σπίτια βούλιαζαν μέσα στη λησμονιά.

Η οικογένεια του Δγοδγολίνου δεν άφησε τον τόπο της και οι γονείς του δεν έπαψαν να γνωρίζουν πως ο δρόμος του παιδιού τους θα ήταν μεγάλος και δύσκολος, όπως  άξιζε στα σπάνια χαρίσματά του.

Μια μέρα ένας φωνακλάς τελάλης διάβηκε από τους δρόμους και τις πλατείες. Διαλαλούσε πως ο άρχοντας του τόπου διοργάνωνε αγώνες και μεγάλη γιορτή, για το χατήρι της μονάκριβης κόρης του. Η μάνα του Δγοδγολίνου είπε: ” Ξέρω πως, αν, αν ο γιος μας έπαιρνε μέρος στους αγώνες, θα ήταν ο καλύτερος!” . Ο πατέρας είπε: “Και γιατί να μην πάρει μέρος;” . Τότε ο Δγοδγολίνος απάντησε: ” Ποτέ δεν θα ενδιαφερόμουν να πάρω μέρος στους αγώνες που διοργανώνουν οι άρχοντες και πηγαίνουν μόνο τα αρχοντόπουλα, για να δείξουν στον λαό πόσο άξια είναι. Ωστόσο,  για χάρη της αγάπης και της εμπιστοσύνης σας, θα πάω!”.”  “Έχε την ευχή μου, γιε μου! Εγώ θα σε βοηθήσω να γίνεις ο καλύτερος στην τοξοβολία. Όσο για το τρέξιμο και το βόλι, εκεί δεν χρειάζεσαι δάσκαλο!” είπε ο πατέρας.

Είναι αλήθεια πως ο Δγοδγολίνος έτρεχε από μικρό παιδάκι, μάλιστα αργότερα του άρεσε να παραβγαίνει στο τρέξιμο με τον γάτο του, τον Κοκκίνη. Επίσης, όταν πήγαινε να παίξει στο μοναδικό δασάκι που είχε απομείνει έξω από την πόλη, μπορούσε να πετάξει πολύ μακριά  κάποιο βότσαλο και η κουρούνα η Κρακρώ έτρεχε να το πιάσει με το ράμφος της και να το φέρει πίσω. Από τοξοβολία δεν ήξερε πολλά, γνώριζε όμως πως ο προπάππος του ήταν σπουδαίος τοξοβόλος. Το τόξο του του ήταν κρεμασμένο ψηλά στον τοίχο του σπιτιού τους και ο πατέρας του πάντα καμάρωνε για αυτό το οικογενειακό κειμήλιο.

Όταν ήρθε η μέρα εκείνη που όλοι περίμεναν, ο Δγοδγολίνος φόρεσε τα καινούρια ρούχα που έραψε για κείνον ο πατέρας του. Φόρεσε και το μαύρο βελούδινο καπέλο με το κόκκινο σειρήτι, που συνήθιζαν να φορούν τα αρχοντόπουλα. Ξεκίνησε για το παλάτι του άρχοντα συντροφιά με την κουρούνα και τον γάτο. Όταν έφτασαν εκεί, η Κρακρώ κάθισε στον ώμο του Δγοδγολίνου, Μίλησε δυνατά, σαν τον φωνακλά τελάλη και είπε, τρεις φορές, τα λίγα λόγια που είχε μάθει για την περίσταση:

“Σας παρουσιάζω τον άρχοντα Δγοδγολίνο!”

Ύστερα οι Κοκκίνης στάθηκε όρθιος στα δυο του πόδια και έκανε μια υπόκλιση στον άρχοντα.

Εκείνος εντυπωσιάστηκε πολύ με αυτό το θέαμα. “Θα είναι κάποιο σπουδαίο αρχοντόπουλο!” σκέφτηκε.

Καλοδέχτηκε τον νέο επισκέπτη και του ευχήθηκε να έχει επιτυχία στους αγώνες. Μάλιστα ρώτησε: ” Από πού έρχεσαι, ευγενικό αρχοντόπουλο; Μήπως από τη Βενετιά;”.

Ο Δγοδγολίνος απάντησε αργά και πολύ προσεκτικά, για να μην κάνει κάποιο λάθος στην ομιλία:

-Έρχομαι από μια χώρα που δεν πιάνει πολύ τόπο στον  χάρτη, όμως η ομορφιά και τα πλούτη της δεν υπάρχουν αλλού!

-Και πώς λέγεται αυτή η χώρα;

-Χώρα της Καρδιάς, άρχοντά μου!

Οι αγώνες ξεκίνησαν με την τοξοβολία και, όπως όλοι μπορούμε να φανταστούμε, ο Δγοδγολίνος, που είχε πάρει μαθήματα από τον πατέρα του, νίκησε όλα τα αρχοντόπουλα. Το ίδιο έγινε και στο βόλι και στο τρέξιμο. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει : “Δγο-δγο-λί-νος! Δγο-δγο-λί-νος!” και όλοι περίμεναν τον άρχοντα με την κόρη του να στεφανώσουν τον νικητή.

Η φθονερή μάγισσα βρισκόταν σε κάποιο κοντινό ύψωμα, κάτω από ένα πελώριο χαρουπόδεντρο, όπου συνήθιζε να πηγαίνει και να κρύβει τα ξόρκια της. Παρακολουθούσε και ετοιμαζόταν να πει μια νέα κατάρα, όμως  η Κρακρώ την είδε,άνοιξε διάπλατα τα φτερά της και πέταξε γοργά για να βρεθεί μπροστά της. Η μάγισσα είχε μόλις αρχίσει να λέει: ” Όποιος το στεφάνι θα σου δώσει, την άλλη τη στιγμή…” Δεν πρόφτασε να αποτελειώσει την κατάρα της, επειδή η Κρακρώ χύμηξε πάνω της και με το δυνατό ράμφος της άρχισε να την τσιμπά στο κεφάλι. Τρομαριασμένη και ξεμαλλιασμένη η μάγισσα έτρεξε να σωθεί και όπου φύγει-φύγει. Από τότε δεν ξαναφάνηκε στα μέρη εκείνα.

Ο άρχοντας κάλεσε την κόρη του να στεφανώσει τον νικητή των αγώνων.  Ύστερα πρότεινε στον Δγοδγολίνο να γίνει, αν θέλει, γενικός προϊστάμενος στην κυβέρνηση.  Τότε ο νέος, καθώς ξεκινήσε να του απαντά, κατάλαβε ξαφνικά πως δεν είχε καμμιά δυσκολία στην ομιλία. Τα μάγια και η κατάρα της μάγισσας είχαν λυθεί.

-Άρχοντά μου, ο ίδιος άνθρωπος μπορεί κάποτε να τα αλλάξει όλα, όμως μπορεί και να μην αλλάξει τίποτα. Ξέρεις γιατί συμβαίνει αυτό;

-Γιατί; Ρώτησε ο βασιλιάς.

-Επειδή, αν σε μια σκουριασμένη και σάπια μηχανή αλλάξεις μόνο μια βίδα, δεν υπάρχει διάφορο. Χρειάζεται να πιστέψουμε, εσύ, εγώ και όλοι μας, πως είναι ανάγκη να αλλάξουμε όλα τα εξαρτήματα της μηχανής, όχι μόνο κάποιες βίδες.Τότε η μηχανή θα πάρει μπροστά.

Η αρχοντοπούλα, που παρακολουθούσε με πολλή προσοχή τη συζήτηση, ρώτησε:

-Θα ήθελες να μας πεις τι εννοείς;

-Τα εξαρτήματα είναι όλα αυτά που μπορούμε να νιώσουμε, η αγάπη πρώτα -πρώτα. Αυτή είναι ο μεγαλύτερος και αληθινός πλούτος.Ύστερα έρχονται οι γνώσεις που μπορεί να αποκτήσουμε, οι σκέψεις που μπορούμε να κάνουμε και οι αντιλήψεις που κουβαλάμε. Δίχως όλα αυτά, ο κάθε άνθρωπος έχει τόση αξία όσο μια απλή βίδα σε μια χαλασμένη μηχανή. Όμως εσύ τι θα ήθελες, άρχοντά μου, θα ήθελες εναν τόπο που καθημερινά καταστρέφεται για το κέρδος ή έναν τόπο που πασχίζει να γίνει ο Παράδεισος που ήταν κάποτε;

Τότε η κόρη του άρχοντα συγκινημένη στράφηκε στον πατέρα της και είπε:

-Πατέρα, αυτός ο άνθρωπος είναι στ΄αλήθεια σοφός! Για δες, η χώρα μας όλο και χάνει τις αξίες και τις ομορφιές της! Αντί για δέντρα ξεφυτρώνουν παντού πύργοι που θέλουν να φτάσουν στον ουρανό, ρέματα μπαζώνονται, ποτάμια ξεραίνονται, λίμνες σκεπάζονται από σκουπίδια, τα μνημεία καταστρέφονται ή εξαφανίζονται μέσα σε μια νύχτα, δάση γίνονται στάχτη, οι άνθρωποι δουλεύουν δίχως όνειρα και σκοπό, μόνο και μόνο για να μαζεύουν κέρδη μέχρι να πεθάνουν. Οι νέοι δεν γελούν, δεν κλαίνε, δεν θυμώνουν, σκέφτονται μόνο πως θα πλουτίσουν εύκολα και γρήγορα. Είναι η χώρα αυτή ευτυχισμένη χώρα, οι άνθρωποί της είναι ευτυχισμένοι άνθρωποι; Εσύ, πατέρα, όταν ήσουν μικρό παιδί σε τι είδους κόσμο μεγάλωνες; Διάβηκες από δάση και ανθισμένα περιβόλια, λούστηκες σε καθάρια νερά, κολύμπησες σε ζαφειρένιες θάλασσες, έπαιξες και τραγούδησες μαζί με τα άλλα παιδιά, χάρηκες αποσπερίδες στη γειτονιά σου, είδες τον ήλιο να σκορπίζει τραιντάφυλλα στον ορίζοντα και το  φεγγάρι να ξεπροβάλλει σαν γιγάντια φέτα πορτοκαλιού; Γνώρισες το τραγούδι του αηδονιού και του κότσιφα, είδες τα περιστέρια να γράφουν κύκλους στον ουρανό για να να καλωσορίσουν το ξημέρωμα;

Ο άρχοντας, που όση ώρα μιλούσε η κόρη του είχε σκύψει το κεφάλι, σκούπισε κρυφά τα μάτια του και είπε μόνο:

-Χρειάζεται να τα σκεφτώ όλα αυτά. Τώρα πρέπει να αποσυρθώ για να ξεκουραστώ λίγο.

Λίγες μέρες αργότερα, όλοι μάθαιναν από τον τελάλη πως ο άρχοντας παντρεύει τη θυγατέρα του με τον Δγοδγολίνο. Έζησαν όλοι τους καλά, μακάρι να ζήσουμε και εμείς καλύτερα!

Ο Δγοδγολίνος κυβέρνησε με αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι πολιτείες καμάρωναν και πάλι για τα χαμηλά σπίτια τους με τις ανθισμένες αυλές. Οι άνθρωποι, που  ξαναγύρισαν στα χωριά και στις δουλειές τους, βρήκαν πάλι το χαμόγελό τους. Οι ψηλοί πύργοι άρχισαν να διαλύονται από την εγκατάλειψη, αφού  μήτε τα στοιχειά ήθελαν να ζουν σε τέτοια κονάκια. Οι δρόμοι και τα πεζοδρόμια φτιάχτηκαν από την αρχή για να μπορούν να κινούνται και να περπατούν πάνω τους δίχως κίνδυνο ;oloi oi ;anurvpoi, νέοι και γέροι,δυνατοί και ανήμποροι. Δέντρα πολλά φυτεύτηκαν παντού, αλμυρίκια στις ακρογιαλιές, γαζίες και νεραντζιές πλάι στους δρόμους. Κανείς πια δεν νοιαζόταν για τα εύκολα και γρήγορα κέρδη. Όλοι είχαν μάθει ότι η ευτυχία περνά μέσα από τον δρόμο της καρδιάς.

Οι γονείς του Δγοδγολίνου δεν ήθελαν να αφήσουν το φτωχικό τους. Έμειναν εκεί παρέα με τον Κοκκίνη και την Κρακρώ. Ο Δγοδγολίνος με την αρχοντοπούλα πήγαιναν κάθε τόσο να τους επισκεφθούν.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ