Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Η “Σκορδίλαινα”, είναι μια ορεινή τοποθεσία δυτικά του Αη-Γιάννη. Πρόκειται για ένα πλατό 3 στρεμμάτων περίπου, χαμένο μέσα στο πυκνό πευκοδάσος. Την ονομασία έλκει από πιθανούς παλαιούς ιδιοκτήτες της Σφακιανής οικογένειας Σκορδίλη.
Στη “Σκορδίλαινα” λοιπόν, είχε τον αμπελώνα της η γριά θεία του μικρού Γιάννη, η Δεσποινιά (κατά την ντοπιολαλιά εκείνων των καιρών), αδερφή της μητέρας του, που δεν είχε κάνει οικογένεια, και η μοναδική της ενασχόληση ήταν εκείνο το αμπέλι με υπέροχα σταφύλια ποικιλίας “ρωμαίικο”, το δε κρασί που παρήγε ήταν και το μοναδικό της εισόδημα. Καθημερινά η γριούλα ανηφόριζε μέχρι το αμπέλι της και το φρόντιζε. Όταν όμως άρχιζε η ωρίμανση των σταφυλιών, μετακόμιζε στη “Σκορδίλαινα” και διέμενε σε μια καλύβα που είχε εγκαταστήσει στο κέντρο του αμπελιού. Ο λόγος της “μετακόμισης” της γριάς, ήταν διπλός: Αφενός να προστατεύει τα σταφύλια από επίδοξους κλέφτες, και αφετέρου να τα προστατεύει από αγριοπούλια και από εκείνες τις μεγάλες κόκκινες σφήκες (μπουμπούρους στην ντοπιολαλιά της περιοχής).
Και για κάθε “εχθρό”, είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα: Ένας ψηλός μαντρότοιχος με τοποθετημένους αγκαθωτούς και επικίνδυνους θάμνους στην κορυφή του, αποθάρρυνε κάθε επίδοξο “εισβολέα”. Για τα αγριοπούλια, πέρα από τα σκιάχτρα που εγκαθιστούσε σε κάποια σημεία, είχε εφεύρει ένα πρωτότυπο μέσον αποτροπής τους, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Έπαιρνε τριγωνικά μεταλλικά κουτιά (κατάλοιπα της εποχής του μεσοπολέμου που τα χρησιμοποιούσαν για τη συλλογή ρετσινιού των πεύκων) και τα έδενε ανά δύο. Τέτοια ζευγάρια κουτιών είχε πάμπολλα, περασμένα σε μακρύς σπάγκους που κίναγαν από ένα μικρό κιόσκι που είχε εγκαταστήσει στην ανατολική πλευρά του μαντρότοιχου και διακλαδίζονταν σε κάθε κατεύθυνση του αμπελιού και μέχρι το κάθε άκρο του. Κάποιες στιγμές λοιπόν, η γριούλα, τραβώντας από το “παρατηρητήριο”-κιόσκι τις άκρες των σπάγκων, τα δεκάδες μεταλλικά κουτιά χτυπιόνταν μεταξύ τους ανά δύο και έβγαζαν ένα δυνατό και εκκωφαντικό θόρυβο, που έκανε τα αγριοπούλια που είχαν εισβάλλει να πετάξουν έντρομα στην κάθε κατεύθυνση, προς μεγάλη τέρψη της γριούλας! Για τους μπουμπούρους (τις μεγάλες κόκκινες σφήκες) είχε εγκαταστήσει συρμάτινες στρογγυλές σφιγγοπαγίδες, αλλά, επειδή τα έντομα τούτα ανέπτυσσαν πυκνούς πληθυσμούς που κατέτρωγαν τα ώριμα σταφύλια, είχε επιπλέον εφοδιαστεί με φλούδες κυπαρισσιού κομμένες σε μήκος ενός περίπου μέτρου και φαρδιές περί τους πέντε πόντους, και την περισσότερη μέρα η γριούλα περιόδευε το αμπέλι καταφέρνοντας ισχυρά χτυπήματα και σκοτώνοντας περισσότερα έντομα από όσα έπιαναν οι εντομοπαγίδες. Μέτρα πρωτόγονα, πλην λίαν αποτελεσματικά, εκείνα τα πέτρινα χρόνια στον πέτρινο οικότοπο της γριούλας, η οποία ποτέ δεν χρησιμοποίησε εντομοκτόνα- προφανώς από έλλειψη χρημάτων- παράγοντας όμως οικολογικά σταφύλια και κρασί, σε μια εποχή που ο όρος της “οικολογίας” ήταν παντελώς άγνωστος.
Είχε όμως ένα πρόβλημα: Γυναίκα καθώς ήταν και καθώς έπρεπε να διανυκτερεύει στο αμπέλι της, είχε ανάγκη συντροφιάς τις νύχτες. Και τη συντροφιά αυτή, την εξασφάλιζαν για χρόνια τα δυο μικρότερα αγόρια της αδερφής της, κυρά-Μαριγώς: Ο μικρός Γιάννης και ο λίγο μεγαλύτερός του αδερφός Αντρέας, μαθητές Δημοτικού και οι δυο, αλλά συνέχισαν την “προστασία” της γριάς θείας και όταν αργότερα πήγαν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Μόλις λοιπόν σχόλαγαν από το απογευματινό ωράριο του Σχολειού τους, η μητέρα τους έβαζε στην πλάτη από ένα σακούλι με ένα ασκί νερό στο καθένα, κι έπαιρναν το ανηφορικό μονοπάτι για τη “Σκορδίλαινα”. Πορεία κοπιαστική για τους δυο μικρούς μαθητές στο ανηφορικό πετροφύτευτο μονοπάτι που διασχίζοντας ένα παρθένο και πυκνό πευκοδάσος, κατέληγε στη “Σκορδίλαινα”. Έκαναν μια στάση κάθε φορά για να ξαποστάσουν για λίγο και συνέχιζαν. Είχαν μάλιστα επιλέξει σαν “σημείο ανάπαυσης”, τη ρίζα ενός θεόρατου πεύκου, που το είχαν ονομάσει “το μεγάλο πεύκο”. Θα ήταν καλοκαίρι του 1959, που τα δυο παιδιά, για να μην κάθονται στο χώμα με τις πευκοβελόνες, τοποθέτησαν δυο μικρές πέτρες που τις χρησιμοποιούσαν στο εξής, ως κάθισμα. Ο μικρός Γιάννης τοποθέτησε μια μικρή πετρούλα που τη στερέωσε με χαλίκια στη βάση, και ο μεγαλύτερος και πιο δυνατός Αντρέας τοποθέτησε μια μεγάλη πέτρα σε σχήμα σέλας αλόγου, (πέτρες που υπάρχουν στη θέση αυτή απείραχτες, ως τα σήμερα)…
… Κάθε φορά η γριούλα θεία υποδεχόταν καλόκαρδα τα δυο ανίψια και τα φίλευε με ότι είχε φτιάξει στο φτωχικό της. Εκείνα, έβγαζαν τα βιβλία τους να ετοιμάσουν τα αυριανά μαθήματά τους, πριν βραδιάσει, σαν δεν θα μπορούσαν να μελετήσουν στο ελάχιστο φως του λυχναριού που τρεμόσβηνε μέσα στη φτωχοκαλύβα. Στη συνέχεια, καθισμένα έξω από την καλύβα άκουγαν με κάποια στενοχώρια τις φωνές των άλλων παιδιών που έπαιζαν το δειλινό τα στερνά παιχνίδια της μέρας, και ο αντίλαλος τους έφτανε μέχρι τη “Σκορδίλαινα”. Η γριούλα, με το πρώτο σκοτάδι αποσύρονταν για ύπνο και έμεναν τα δυο αγόρια μόνα τους έξω, να κουβεντιάζουν γύρω από το πυκνό σκοτάδι που κάλυπτε τα πάντα και με μοναδικούς ήχους το κρώξιμο από κάποιο νυχτοπούλι. Ο έναστρος ουρανός, που λες και ακουμπούσε στο μικρό οροπέδιο, δεν περνούσε απαρατήρητος από τα δυο παιδιά που παρατηρούσαν με δέος και θαύμαζαν το εξώκοσμο αυτό θέαμα. Παρατηρούσαν τους σχηματισμούς των άστρων, και ο Αντρέας έδειχνε στον μικρό Γιάννη τη μεγάλη και τη μικρή Άρκτο, τον Γαλαξία, την Αφροδίτη. Σχολίαζαν το κάθε τι περίεργο στον αστερόκτιστο θόλο άνωθέ τους, συζητούσαν, έκαναν όνειρα να φύγουν κάποτε από το μικρό φτωχοχώρι τους, να μάθουν γράμματα και να ζήσουν στην Πολιτεία.
Στιγμές ανάμεικτες με δέος και κάποιο εσώψυχο φόβο, σαν ήταν μόνα τους –στην κυριολεξία- στη μέση του πουθενά, με το πηχτό σκοτάδι να τα τυλίγει.
Κάποια στιγμή αποσύρονταν για ύπνο, σε κρεβατάκι που η θεία είχε ετοιμάσει με στρώμα παραγεμισμένο με λαγουδοκοιμιτιές, φασκομηλιές και άλλα βότανα καθιστώντας το πλέρια οικολογικό που τους εξασφάλιζε έναν ήσυχο και ατάραχο ύπνο. Το πρωί, σηκώνονταν με τις πρώτες ηλιακτίδες και έπαιρναν ην κατηφοριά για το χωριό, για το σπίτι τους και στη συνέχεια στο Σχολείο. Την διαδρομή αυτή, την έκαναν για πολλά χρόνια…
… Τα χρόνια πέρασαν… Η γριά θεία πέθανε, η “Σκορδίλαινα” ερήμωσε, τα δυο μικρά παιδιά μεγάλωσαν, σπούδασαν, έφυγαν…
Μόνο οι δυο μικρές πέτρες-καθίσματα των μικρών διαβατάρηδων σ’ άλλους καιρούς παραμένουν στη ρίζα του μεγάλου πεύκου αναλλοίωτες στο διάβα του χρόνου, λες και προσμένουν τους δυο πεζοπόρους να διαβούν και πάλι από τα μέρη τους, να καθίσουν, να ξαποστάσουν…