Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος, Συγγραφέας
Μια προσφιλής ενασχόληση του μικρού Γιάννη εκείνα τα πέτρινα χρόνια στον πέτρινο οικότοπό του, ήταν να στήνει “πλάκες”* για την παγίδευση κάθε είδους από τα αγριοπούλια της περιοχής (τσίχλες, σπουργίτια, κοτσύφια κ.α.
Συντροφιασμένος με αδέρφια και ξαδέρφια και άλλα παλλικαρόπουλα, έστηναν τις πλάκες τους κάτω από θάμνους τις απογευματινές κυρίως ώρες, και επέστρεφαν για να “τρυγήσουν” τη λεία τους το επόμενο πρωί. Αυτά, τους χειμερινούς κυρίως μήνες. Και τούτο, επειδή τα καλοκαίρια έστρεφαν την προσοχή τους στην παγίδευση μεγαλύτερου θηράματος: Της πέρδικας! Και ήταν άφθονες οι πέρδικες εκείνα τα χρόνια και στα δάση και στις λαγκαδιές αντιλαλούσε το γλυκόλαλο κελάδημα τους σε χάρμα ακοής, αλλά και σε χάρμα οφθαλμών η θωριά τους σαν λάχαινε και κάποιο σμάρι από τα όμορφα αυτά πουλιά ξεπεταγόταν από κάποια συστάδα θάμνων, στο διάβα του όποιου περαστικού.
Ο τόπος που έστηναν τις πλάκες τους τα καλοκαίρια, ήταν ένα μεγάλο και υπερυψωμένο σπήλαιο στα νοτιοδυτικά του χωριού, στις παρυφές μιας απότομης πευκόφυτης χαράδρας. Το σπήλαιο αυτό είναι γνωστό ως του “Κατσούλη ο σπήλιος”, από το επώνυμο προφανώς κάποιου κάτοικου του χωριού, σε καιρούς αλλοτινούς.
Είναι ένα μεγάλο και πανύψηλο σπήλαιο με μεγάλο βάθος, που χρησιμοποιήθηκε και ως καταφύγιο για τους χωριανούς, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής.
Κάθε χειμώνα, κάποιοι βοσκοί του χωριού το χρησιμοποιούσαν για το στάβλισμα των προβάτων τους, με συνέπεια το επίπεδο πάτωμά του να είναι στρωμένο με ένα παχύ στρώμα κοπριάς λειοτριβημένης από το ποδοπάτημα των προβάτων. Εκεί λοιπόν τα καλοκαίρια κατέφευγαν σμάρια περδίκων για να δροσιστούν στην παχιά σκιά του σπήλαιου, μα και να κυλιστούν στο παχύ στρώμα της κοπριάς.
Το ιδιότυπο αυτό κυνήγι της πέρδικας είχε και την γενναιόδωρη ανταμοιβή του από ένα νοστιμότατο πιλάφι που έφτιαναν οι μάνες των μικρών κυνηγών.
Όταν ήθελαν ζωντανή την πέρδικα, έκαναν ένα μικρό λάκκο στην κοπριά κάτωθε της πλάκας, με συνέπεια το παγιδευμένο πουλί να συλλαμβανόταν ζωντανό την επόμενη μέρα. Με το σύστημα αυτό, ο μικρός Γιάννης με τον κατά δυο χρόνια μεγαλύτερο αδερφό του έπιασαν –διαδοχικά- ζωντανές, τρεις πέρδικες. Και ο μεγάλος γιος της οικογένειας, κατασκεύασε ένα περίτεχνο όσο και μεγάλο ξύλινο κλουβί, και έβαλαν μέσα τις πέρδικες. Τις τάιζαν και τις πότιζαν καθημερινά, κι εκείνες αντάμειβαν την οικογένεια με ένα πλούσιο όσο και γλυκόλαλο κελάδημα στο χάραμα της κάθε μέρας, και πριν καλά-καλά τα κοκόρια αρχίσουν το δικό τους καλωσόρισμα στην καινούρια μέρα…Την κάθε μέρα…Με τον καιρό μάλιστα ημέρεψαν τόσο, που τους άνοιγαν την πορτούλα του κλουβιού, οι πέρδικες έβγαιναν και σπάθιζαν λεύτερες τον αγέρα, για να επιστρέψουν μετά από κάποιες ώρες μέσα στο κλουβί τους, όμορφα, ήσυχα και πειθαρχημένα. Κοντολογίς, είχαν γίνει ένα με την οικογένεια του μικρού Γιάννη…
…Πέρασε καιρός…Και σαν το κάθε ξεκίνημα έχει κι ένα τέρμα, φαίνεται πως ήρθε το τέρμα για την όμορφη συμβίωση των φτερωτών ενοίκων του ξύλινου κλουβιού, με την οικογένεια του μικρού Γιάννη. Και ήρθε το τέρμα τούτο ένα ξημέρωμα στο βοσκοχώρι, που –πριν τα κοκόρια λαλήσουν- οι τρεις πέρδικες άρχισαν το γνώριμο γλυκόλαλο κελάδημά τους, καλωσορίζοντας τη νέα μέρα, τη στερνή για τούτες, όπως αποδείχτηκε ευθύς αμέσως. Και τούτο, γιατί ο πατέρας, έχοντας περάσει μια κουραστική προηγούμενη μέρα στο δάσος ασχολούμενος με την –νόμιμη- υλοτόμηση πελώριων πεύκων και έχοντας ανάγκη αιτιολογημένη για λίγο περισσότερο ύπνο, ταράχτηκε… θύμωσε… αγρίεψε… σηκώθηκε από το κρεβάτι του και ανάβοντας ένα φακό έτρεξε κατά το μπαλκόνι, μουρμουρίζοντας κάποια αγριεμένα λόγια, μα που έκαναν τον μικρό Γιάννη να ξυπνήσει, να σκουντήσει τον αδερφό που κοιμόνταν μαζί, λέγοντάς του εμφανώς τρομαγμένος:
“`Οφου!”… Πάνε οι πέρδικές μας!
Και πράγματι, οι πέρδικες…“πήγαν”… Πού; Μα στη θέση τους στην τροφική αλυσίδα της μάνας-Φύσης, εκεί που τις έχει εντάξει: Στα θηράματα του “αφέντη” ανθρώπου. Πώς; Μα με το λεπίδι που τις πέρασε ο ενοχλημένος –δίκαια;- πατέρας!
Και σαν ξημέρωσε αρκετά, η κυρά Μαριγώ έφτιασε ένα περίφημο πιλάφι! Οι δυο μικροί κυνηγοί, δεν δοκίμασαν…
Πέτρινα χρόνια, σε πέτρινο τόπο…
* Πλάκες: Επίπεδες πέτρινες πλάκες, που οι μικροί “κυνηγοί” τις έστηναν σε οξεία γωνία σε σχέση με το έδαφος, επιτήδεια, με 4 ξυλάκια, ένα των οποίων εάν “ενοχλείτο” από το πουλί-θήραμα, η πλάκα έπεφτε αιφνίδια και το σκότωνε. Ως δόλωμα τοποθετούσαν κάτωθέ τους, ελιές το χειμώνα για τσίχλες, σπουργίτια, κοτσύφια, και σταφύλια το καλοκαίρι για τις πέρδικες.