16.8 C
Chania
Saturday, November 16, 2024

Πικρές αναμνήσεις από πέτρινα χρόνια

Ημερομηνία:

Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης

 

Με τη φτώχεια και την κακοπέραση ήμασταν εξοικειωμένοι και πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Σε διεθνή κλίμακα είχε επιπτώσεις το κραχ του χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης που έγινε το 1929, μα εμείς στην Ελλάδα, είχαμε και τον απόηχο της μικρασιατικής περιπέτειας. Κατά την δεκαετία του 1930 (που άρχισα εγώ να θυμάμαι τη ζωή), το σιτηρέσιό μας πολύ υστερούσε ποιοτικά και ποσοτικά. Το κοινωνικό μας παντοπωλείο ήτανε το βουνό και ο κάμπος. Χόρτα, βολβοί, χοχλιοί, μα και τα φρούτα τότε αποτελούσανε μέρος και συμπλήρωμα στο γεύμα και στο δείπνο μας. Τότε «όποιο σπίτι είχε λάδι και ψωμί δεν εθεωρείτο φτωχό» .

Κακή ήτανε η μοίρα μας μα από το κακό υπάρχει το χειρότερο. Ήρθε ο πόλεμος, ήρθε η κατοχή και περάσαμε σε πιο ανυπόφορη κατάσταση. Το 1940 μας χτύπησαν οι Ιταλοί. Η θέση μας έγινε δυσκολότερη, μα και κάθε τόσο μαθαίναμε και ότι κάποιος λεβέντης εσκοτώθηκε στην Αλβανία από το περιβάλλον μας. Εμαθαίναμε όμως και ότι ο ελληνικό στρατός εκαταλάμβανε κάθε τόσο καινούριες πόλεις. Από σιτηρέσιο τα καταφέρναμε, έστω μετά δυσκολίας. Ήρθε όμως και η μαύρη κατοχή. Εγώ όταν γινότανε η Μάχη της Κρήτης ήμουνα μαντρατζάκι σε ένα μητάτο (ορεινό τυροκομείο) πολύ κοντά στο πεδίον της μάχης. Τα αεροπλάνα όταν ήτανε ακριβώς από πάνω μου αφήνανε τις βόμβες και αυτές πέφτανε 1000 – 1500 μέτρα ποι μακριά. Έβλεπα τη διαδρομή τυς στον αέρα, τις άκουγα που σφυρίζανε πέφτοντας και έβλεπα που σκουδανε στο έδαφος.

Έβλεπα τα αυτοκίνητα που τα φέρνανε, τις ύστερες μέρες της μάχης, μέχρι τις στροφές πάνω από τις Κομητάδες και μετά τα άφηναν με αναμμένες μηχανές και με ταχύτητα και κατρακυλούσανε στα πλάγια. Όταν συνελήφθησαν , όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν, τους πηγαίνανε με τα πόδια προς την Ίμβρο, μα ήτανε χιλιάδες και όπως ενώνετο ο ήχος από το ποδοβολητό τους, τον άκουγα από εκεί που ήμουνα.

Την 31 Μαΐου έγιναν οριστικά κύριοι της Κρήτης οι Ναζί και μας ανακοίνωσαν τι απαιτούσανε και τι απαγορεύανε και μας τονίζανε ότι όποιος παραβιάσει κάτι από τις διαταγές τους θα τουφεκίζεται. Από τις πρώτες μέρες του Ιουνίου αρχίσανε και τις ομαδικές εκτελέσεις. Την ανθρώπινη ζωή την υπολογίζανε όσο και της μύγας. Όταν κάψανε τον Καλλικράτη π.χ. είχανε πάρει από την Επισκοπή δύο άνδρες για οδηγούς και όταν τουφεκίζανε τους Καλλικρατιανούς τους τουφεκίσανε και εκείνους. Αθώοι κα άσχετοι άνθρωποι.

Φεύγαμε από τα σπίτια μας να πάμε στις δουλειές μας, μα δεν ξέραμε αν θα ξαναγυρίσομε ζώντες.

Μόλις μας κατέλαβαν οι νεοβάρβαροι Ναζί έπιασε αποκλεισμός στο νησί, όπου δεν άργησαν να εξαντλούνται τα αγαθά. Τρόφιμα, είδη υποδήσεως και ενδύσεως, σπίρτα, αλάτι, κλπ. Αφού δεν είχαμε σπίρτα εσκεπάζαμε ένα αναμμένο ξύλο στη στάχτη το βράδυ και το άλλο πρωί ανάβαμε φωτιά από αυτό, και αν κατά τη νύχτα έσβηνε το ξύλο μας παίρναμε φωτιά από τη γειτόνισσα. Το βράδυ που θέλαμε να ανάψωμε το λύχνο μας αν δεν είχαμε φωτιά περιμέναμε να ανάψει το λύχνο της η γειτόνισσα και πηγαίναμε και ανάβαμε το λύχνο μας από τον διό της. Κατά διαταγή του Μεταξά, απαγορεύετο να χρησιμοποιούμε θαλασσινό αλάτι για να το παίρνομε από το μονοπώλιο και είχαμε προσαρμοστεί στο «μπαρμπαράλατσο» και έπεσε μεγάλη έλλειψη και σ’ αυτό. Εμείς από τα παραλιακά χωριά φέρναμε θαλασσινό νερό και το βάζαμε σε πήλινα δοχεία στις στέγες των σπιτιών μας και εξατμίζετο και μαζεύαμε το αλάτι. Πηγαίνανε και γυναίκες στην παραλία και κρατούσανε τη ρόκα τους ή το πλεχτό τους μα και τσικάλια μεγάλα και βράζανε το θαλασσινό νερό μέχρι να εξατμιστεί να βγάλουνε αλάτι. Από τρόφιμα, όως και παραπάνω γράφω, επιβιώσαμε χάρην του βουνού και του κάμπου.

Είχαμε όμως και το κηπαράκι μας και τα οικόσιτά ζώα μας. Είχαμε κοτόπουλα μα δεν είχαμε πτηνοτροφές. Τα είχαμε ελεύθερα και ψάχνανε στο ύπαιθρο για να βρούνε κανένα σποράκι ή κανένα σκουληκάκι για να φάνε. Εμείς μόνο ελαιοπυρήνα των παρείχαμε. Είχαμε χοίρους στα πιο πολλά σπίτια και γουρούνες. Τους «δρομιάζαμε» στα βουνά και στα φαράγγια όπου αν ήτανε χειμώνας σκάβανε και βρίσκανε ρίζες φυτών και τις τρώγανε. Αν ήτανε καλοκαίρι γυρίζανε τους θάμνους και τρώγανε χοχλιούς. Εμείς τους παρείχαμε ελαιοπυρήνα, μα τους μαζεύαμε και βελάνια από τους πρίνους και άγρια αχλάδια. Πάντα σε ένα χοίρο κάναμε ιδιαίτερη περιποίηση στον «θροφάρη» αυτόν που προορίζαμε για να τον σφάξομε τα Χριστούγεννα. Το ψωμί το είχαμε σε μεγάλη ανεπάρκεια. Συχνά εφάγαμε τα χόρτα χωρίς ψωμί. Μα και όταν είχαμε λίγο ψωμί του κάναμε τρομερή οικονομία. Άμα είχαμε αλεύρι από σιτηρά, συχνά το νοθεύαμε: 1) Η ταή είναι τροφή για τα μουλαρογάιδουρα μα στην κατοχή το κάναμε αλεύρι και έκανε ένα υποφερτό ψωμί. 2) Το ρόβι είναι ένα ψυχανθές φυτό που ο καρπός του είναι άριστη τροφή για τα βόδια, όμως για τον άνθρωπο έχει πολλή τοξικότητα. Όμως στην κατοχή το κάναμε αλεύρι, το βάαμε στο νερό σε μεγάλα δοχεία όπου το αφήναμε δύο – τρεις μέρες και του αλλάζαμε συχνά το νερό για να φύγει μερική τοξικότητα και μετά το ανακατεύαμε με αλεύρι από σιτηρά και έκανε ένα όμορφο και νόστιμο ψωμί. Το τρώγαμε και σαν όσπριο αφού το βράζαμε για πολλή ώρα και του αλλάζαμε συχνά το νερό για να φύγει λίγη τοξικότητα. 3) Το χαρούπι το βάζαμε στο φούρνο για να στραγγίσει καλά και μετά το κάναμε αλεύρι και μαζί με αλεύρι από σιτηρά το κάναμε ψωμί, μα όχι καλό. 4) Τα βελάνια από τους πρίνους τα μαζεύαμε, των αφαιρούσαμε το τσόφλι τα φουρνίζαμε, τα κάναμε αλεύρι και μαζί με αλεύρι από σιτηρά έκανε ένα κακό ψωμί. 5) Οι Γερμανοί πνίξανε ένα αγγλικό πλοίο στο λιμάνι της Σούδας όπου είχε φορτωμένο ρύζι όπου έκανε κάποιες μέρες στο θαλασσινό νερό και απέχτησε μια αποκρουστική οσμή. Το βγάνανε όμως οι δύτες και το πλέναμε και μετά το βάζαμε στον ήλιο να στραγγίσει. Μετά το κάναμε αλεύρι και μαζί με αλεύρι από σιτηρά το κάναμε ψωμί μα και ψημένο έβγαζε αποκρουστική μυρωδιά.

Το Σεπτέμβριο του 1944 εκάψανε το φρούριο του Ακονέ, ανάμεσα Ασφένδου και Ίμβρου, μα και από όλη την Κρήτη εμαζευτήκανε σε θύλακα από την Γεωργιούπολη μέχρι τον Ταυρωνίτη όπου μείνε εκεί μέχρι τον Μάιο του 1945. Ενώ είχε πέσει το Βερολίνο αυτοί ήταν εδώ μα οι σύμμαχοι δεν επιτρέπανε στους δικούς μας να τους χτυπήσουνε. Αυτό το διάστημα πρωτεύουσα της Κρήτης ήτανε το Ρέθυμνο.
Στην επαρχία Σφακίων πέσανε πολλά λάφυρα, διότι εδώ παραδωθήκανε οι Άγγλοι , όσοι δεν κατάφεραν να φύγουνε και πετούσανε τα όπλα τους και ότι άλλο κρατούσανε. Μέχρι και τα χρήματά τους πετάξανε οι ταμίες των μονάδων για να μην τα δώσουνε στους Γερμανούς. Δύο χωριανοί μου βρήκανε από 5.000 δρχ. τότε που το ψωμί είχε 15 δρχ. η οκά. Όχι μόνο για δικές μας ανάγκες μας χρησιμεύσανε αυτά τα λάφυρα, μα και αρκετά ανταλλάξαμε με τρόφιμα σε άλλες επαρχίες. Τα δε όπλα και πυρομαχικά που μαζέψαμε εχρησιμεύσανε στην Εθνική Αντίσταση.

Εγώ ήδη περνούσα στην εφηβεία, μα και κινδύνους και βάσανα πέρασα και αγγαρεία με βάλανε και ξύλο μου δώσανε. Παιδί ακόμα επήγαινα και πουλούσα μαλλιά, αλάτι, λάφυρα μα και φυσέκια στα ρεθυμνιώτικα χωριά για να παίρνω τρόφιμα. Άμα είχα φυσέκια ή στρατιωτικά είδη, επερνούσα από τον Ασφένταμο (ένα βουνό ανατολικά του Καλλικράτη) και κατέβαινα στα μικρά χωριά Αλώνες, Αρολίθι, Βελωνόδο και Ρουμπάδω. Βέβαια με κίνδυνο της ζωής μου, μα τότε, ζούσαμε με κινδύνους, με βάσανα και πείνα.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κανάκης Γερωνυμάκης
Γεννήθηκε στην κοινότητα Ασφένδου στις 31 Δεκεμβρίου 1926 και διετέλεσε για πολλά χρόνια γραμματέας της κοινότητας. Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων μέσω των οποίων μαθαίνουμε τα ήθη και τα έθιμα όχι μόνον των Σφακιών αλλά όλης της Κρήτης. Έργα του "Κοινότης Ασφένδου Σφακίων", "Περιπλοκάδια", "η Κρήτη στο πρόσφατο παρελθόν", "Σφακιανή Λαογραφία" κ.α. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του "Περιπλοκάδια" με Α΄έπαινο και το βιβλίο του "Μαντιναδοποιημένες παροιμίες τση Κρήτης" απέσπασε το Β΄έπαινο. | Περισσότερα άρθρα και δημοσιεύσεις μου θα βρείτε εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ