Της Μαρίνας Αλεξανδρή
Η Άγκυρα, με απόφαση Ερντογάν, ετοιμάζεται να αποκτήσει και τρίτο γεωτρύπανο, η (νομικά διάτρητη έστω) κύρωση – εξπρές της συμφωνίας με την Λιβύη ανοίγει τον δρόμο στην Τουρκία να στείλει ακόμη και άμεσα ερευνητικό πλοίο νότια της Κρήτης και ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ ζητά «δίκαιο διαμοιρασμό των πόρων και του πλούτου» σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Δεν χρειάζονται πολλά περισσότερα για να γίνει καθαρό πως το Μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης για τις θαλάσσιες ζώνες, παρά το κατάφωρα παράνομο περιεχόμενό του, παράγει ήδη γεωπολιτικά αποτελέσματα. Και δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να γίνει αντιληπτό, ακόμη και στους πλέον αιφνιδιασμένους, πως η στρατηγική Ερντογάν – που αποτυπώνεται πλήρως στο σχέδιο της «Γαλάζιας Πατρίδας» – στοχεύει στον «διεμβολισμό» των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου στην ανατολική Μεσόγειο με τελική επιδίωξη την συνδιαχείριση / συνεκμετάλλευση.
Όπως επισημαίνουν στο tvxs.gr έμπειροι διπλωματικοί παράγοντες η στρατηγική αυτή «έπαψε να είναι άσκηση επί χάρτου και μπήκε σε στάδιο πλήρους εφαρμογής από την στιγμή που η Τουρκία άρχισε τις παράνομες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ». Και κλιμακώθηκε με την υπογραφή του Μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης, ενός μνημονίου που στην πλέον ακραία εκδοχή της εφαρμογής του θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια απόπειρα της Τουρκίας για ανάλογη γεώτρηση νότια της Κρήτης. Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τα σενάρια που βρίσκονται – έστω και ως «ασκήσεις εργασίας» – στο τραπέζι των επιτελών του Πενταγώνου, η πιο ανησυχητική εκδοχή είναι εκείνη κατά την οποία η Άγκυρα θα έστελνε ερευνητικό πλοίο, και ενδεχομένως και γεωτρύπανο, στην περιοχή που βρίσκεται ανατολικά της Κρήτης, νότια της Ρόδου ή νότια του Καστελόριζου, γεγονός που θα έθετε σε αμφισβήτηση αυτό καθαυτό το κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας στην υφαλοκρηπίδα της.
Σ’ αυτήν την περίπτωση οι επιτελείς του Πενταγώνου θεωρούν δεδομένη την στρατιωτική απάντηση. Εξ ου και το μήνυμα «τότε θα τους ρίξουμε» από τον αρχηγό του ΓΕΝ, εξ ου και η δήλωση του συμβούλου ασφαλείας του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Διακόπουλου ότι στα όπλα αντίδρασης «υπάρχει και η μυγοσκοτώστρα, υπάρχει και η βαριοπούλα».
Ένα βήμα πριν από αυτήν την θέση βρίσκονται οι εισηγήσεις για επιθετική διπλωματία, όπως διατυπώνονται από πολλούς έμπειρους παίκτες του διπλωματικού πόκερ με τον «νευρικό γείτονα», ανάμεσά τους και από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, με το άρθρο του στην «Καθημερινή» αυτή την Κυριακή. Ένα βήμα όμως μετά και από τις δύο παραπάνω απόψεις βρίσκεται η τρίτη «σχολή» – εκείνη που προκρίνει την συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και την ανατολική μεσόγειο.
Είναι η σχολή που εξέφρασε πρώτος το καλοκαίρι ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, με το γνωστό άρθρο του με το οποίο ζητούσε από την νέα κυβέρνηση της χώρας να είναι έτοιμη για «μη ευχάριστες» αποφάσεις στα ελληνοτουρκικά. Εσχάτως όμως, και εν μέσω της όξυνσης που πυροδότησε το τουρκο – λιβυκό Μνημόνιο, πυκνώνει και η αρθρογραφία, αλλά και οι φωνές υπεύθυνων παραγόντων που τάσσονται υπέρ της συζήτησης για συνδιαχείριση.
Η πλέον χαρακτηριστική, και επίσημη, περίπτωση ήταν η πρόσφατη τοποθέτηση του αναπληρωτή συμβούλου ασφαλείας του πρωθυπουργού Θάνου Ντόκου ο οποίος αποκήρυξε την «διπλωματία των κανονιοφόρων»: «Όσον αφορά στα ενεργειακά», είχε πει, «η διπλωματία των κανονιοφόρων δεν συμβάλλει στην εύρεση λύσης, ούτε αρμόζει ως συμπεριφορά σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ. Θεωρώ, παρόλα αυτά, ότι υπάρχουν δυνατότητες συνεννόησης σε θέματα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, καθώς στο τραπέζι παραμένει και η ελληνοκυπριακή δέσμευση για δημιουργία Ταμείου Υδρογονανθράκων προς όφελος και των δύο κοινοτήτων. Οι διπλωμάτες και οι δικηγόροι μπορούν να συμβάλλουν στην εύρεση λύσης, εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση. Ακόμη και ιδέες περί συνεκμετάλλευσης – kazan-kazan – (σ.σ. η διατύπωση στα τουρκικά, αν και συχνά χρησιμοποιείται το win – win) μπορούν να συζητηθούν, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης οριοθέτησης μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο».
Έχει την σημασία του το γεγονός – το οποίο έχει ξενίσει και θορυβήσει την αντιπολίτευση – ότι οι δηλώσεις αυτές δεν απορρίφθηκαν και δεν σχολιάστηκαν από την κυβέρνηση. Και έχει ίσως σημασία και το γεγονός ότι σε δημόσιες δηλώσεις του και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας υπερέβη χωρίς απάντηση το ερώτημα εάν οι σεισμικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα από τρίτους αποτελούν παραβίαση εθνικής κυριαρχίας.
Για την ιστορία, πάντως, η υπόθεση της συνεκμετάλλευσης είναι μια συζήτηση που χρονολογείται από το 1973. Τότε, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γιόζεφ Λουνς προωθούσε, λίγο πριν από το πραξικόπημα στην Κύπρο, αμερικανική πρόταση για σύσταση κοινών μεικτών εταιριών Ελλάδας και Τουρκίας που θα αναλάμβαναν την από κοινού έρευνα και εκμετάλλευση των πιθανών κοιτασμάτων που ενδεχομένως υπάρχουν στο Αιγαίο.
Ακολούθησε ανάλογη πρωτοβουλία της Ουάσιγκτον το 1991, όταν ήταν πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Το νέο σενάριο προέβλεπε ότι η κάθε πλευρά θα πρέπει να αποδεχθεί ότι η άλλη θα μπορεί να αρχίσει σεισμολογικές εργασίες ή ενέργειες γεωτρήσεων επί μιας περιορισμένης περιοχής της αμφισβητούμενης υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, επί τη βάσει της αμοιβαιότητας. Ήταν ένα σενάριο που δεν προχώρησε καθώς δεν μακροημέρευσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η Τρίτη απόπειρα έγινε επί θητείας Σημίτη, το 2003. Τότε, σε διερευνητικό επίπεδο υπήρξαν συζητήσεις για μια διαδικασία «διανομής» του πλούτου του Αιγαίου μέσα από την αξιοποίηση και διαιτητικών μηχανισμών. Και πάλι όμως το σενάριο έμεινε ημιτελές μετά την ήττα του ΠΑΣΟΚ και του Κώστα Σημίτη στις εκλογές του 2004.