Του Νικόλα Γκιμπιρίτη
H νέα μόδα που ήρθε για να ανανεώσει το λεξιλόγιο, την αισθητική και τους τρόπους συμπεριφοράς των φιλελεύθερων κοινωνιών ακούει στο όνομα «πολιτική ορθότητα». Από τις μεσοαστικές γειτονιές των Βρυξελλών, τις φοιτητικές συνοικίες της Βαρκελώνης, το Καρτιέ Λατέν των Παρισίων, τα ακαδημαϊκά campus των Ηνωμένων Πολιτειών, τα Εξάρχεια ως και το Kreuzberg, η πολιτική ορθότητα είναι το νέο must στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Εκ πρώτης όψεως, τούτη η ρυθμιστική αρχή φαντάζει ιδιαίτερα γοητευτική εφόσον και δημιουργεί προσδοκίες υπεράσπισης των αδυνάμων και όσων δεν χαίρουν μιας σειράς τυπικών δικαιωμάτων. Όμως, στην πραγματικότητα έχει καταλήξει να δημιουργήσει ένα αποπνικτικό περιβάλλον γραφειοκρατικών ελέγχων και μαζικής υστερίας προς οποιαδήποτε κριτική σ’ αυτό το fair-play της ανεκτικής αδιαφορίας.
Στην πλέον γνήσια και πολιτικά προχωρημένη του μορφή, το κίνημα της πολιτικής ορθότητας έχει προετοιμάσει τις τελευταίες δεκαετίες μια εξέγερση όλων των θυμάτων, εφάμιλλη των κατά καιρούς σπαρτακισμών που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα από τις απαρχές της. Και όντως, η ζωή στο «παγκόσμιο χωριό» που οικοδομήθηκε πάνω στο τέλος της Ιστορίας, η επανάσταση των διεκδικήσεων που παίρνει σάρκα και οστά ενώπιόν μας, έχει αποδώσει τους πλέον παραγωγικούς καρπούς: με απερχόμενο μαύρο πλανητάρχη, σιδηρές κυρίες να διευθύνουν παγκόσμιους οργανισμούς και παγκόσμιες υπερδυνάμεις, ΑμεΑ υπουργούς οικονομικών να διαχειρίζονται ολόκληρο τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, μουσουλμάνους δημάρχους στις πιο ισχυρές πρωτεύουσες, gay πρωθυπουργούς σε μικρές ή μεγάλες χώρες, διεμφυλικούς και castrati να αναδεικνύονται νικητές σε φεστιβαλικούς διαγωνισμούς, ό,τι ξεκίνησε πριν αρκετές δεκαετίες ως αίτημα για πολιτική αμνηστία των καταπιεσμένων μειονοτήτων σήμερα έχει εξελιχτεί σε αισθητική αναβάθμιση της εξουσίας. Αποτέλεσμα αυτής της μετακύλισης θα μπορούσε να θεωρηθεί πως, σήμερα, η παγκοσμιοποιημένη εντατικοποίηση των ηθικο-πολιτικών και ταξικών διαιρέσεων δεν γνωρίζει από σύνορα, χρώμα, φυλή, φύλο, σωματικές ικανότητες και σεξουαλικό προσανατολισμό. Η ενσωμάτωση στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι από ‘δω και στο εξής προνόμιο των ετεροκανονικών vanilla boys και ο αποκλεισμός από αυτήν δεν είναι προνόμιο της γης των κολασμένων.
Ιδού λοιπόν η πρόοδος του υπαρκτού καπιταλισμού: ο ιστορικός εκτοπισμός των οραμάτων μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων και απαλλοτρίωσης της εξουσίας από τους πολλούς προς την αφομοίωση και «κατοικιδιοποίηση» των επικίνδυνων τάξεων μαζί με το επακόλουθο κίνημα για τη μέριμνα του εαυτού, προσδίδουν μια νέα ποιότητα στην οργανωτική δομή της εξουσίας και στους τρόπους με τους οποίους ασκείται. Στα παρασκήνια του πολυπολιτισμικού καρναβαλιού όπου δήθεν γιορτάζονται η ελευθερία, η διαφορετικότητα και η αυτοέκφραση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με κατασταλτικούς μηχανισμούς αστυνόμευσης της σκέψης και μια πρωτόγνωρη, ψυχωτικών εμμονών δικομανία. Ολοένα και διογκώνονται οι επιτροπές διαφάνειας, η κρατική νομοθεσία, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι ψευτο-δεοντολογικοί κώδικες ομιλίας και γραφής από administrators σε ιστοσελίδες, οι νομικοί σύμβουλοι, η σίγαση επιθετικών λέξεων σε τραγούδια, τα «safe spaces», οι ομάδες πίεσης, τα βιωματικά σεμινάρια, τα ακαδημαϊκά ελεγκτικά όργανα για την εγκυρότητα μιας έρευνας, οι ομάδες καταγραφής περιστατικών και μια σειρά ακόμα από θεσμούς κηδεμόνευσης της πρέπουσας συμπεριφοράς. Η κατάσταση δείχνει να πηγαίνει πολύ πιο μακριά από την πρόληψη και αντιμετώπιση ρατσιστικών ή σεξιστικών περιστατικών. Δείχνει να πηγαίνει ακόμη περισσότερο μακριά από την κατανάλωση ethnic κουζίνας και αντιρατσιστικών φαλάφελ στα φεστιβάλ της φιλελευθερο-ελευθεριακής Αριστεράς. Στη σημερινή τροπή των πραγμάτων, η κουλτούρα του political correct λειτουργεί σαν ηθικό πλυντήριο της κοινωνικής αδικίας και σαν συνεργείο εξευγενισμού της εκμετάλλευσης, θυμίζοντας το βικτωριανό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης όπου η πιο σκληρή και αποτρόπαιη καταπίεση θεμελιώνεται πάνω σε μια υποκριτική ευγένεια αριστοκρατικού καθωσπρεπισμού.
Το νομικό οπλοστάσιο που έχει αναπτύξει το κίνημα της πολιτικής ορθότητας, η απεριόριστη συσσώρευση υπαλληλο-διοικητικού Λόγου, προδιαγράφει ένα σκηνικό βγαλμένο απ’ τις πιο σκοτεινές σελίδες μιας καφκικής δίκης. Στα ερείπια των «liberté, égalité, fraternité» αναβιώνει εκ νέου μια «πολιτισμένη» προσομοίωση της εποχής του Τρόμου, εκεί που όλοι είμαστε δυνάμει κατηγορούμενοι, αν όχι και a priori ένοχοι. Πλέον, και αυτό είναι το ανησυχητικό, έχουμε φτάσει στο σημείο όπου το τεκμήριο της αθωότητας υπονομεύεται και η γενίκευση του κατηγορητηρίου που αποδίδεται εις το όνομα της ορθότητας αντανακλά όχι τον κόσμο των πράξεων αλλά των αφηρημένων ιδεών. Τα άτομα δεν κρίνονται τόσο για τις πράξεις τους όσο για τον ασυνείδητο καθρέφτη που εκπροσωπούν επί της γης. Μας ενδιαφέρει κατά πολύ περισσότερο η δικαίωση ενός ιδεολογικού αγώνα που επιβάλλεται από τον άτεγκτο χαρακτήρα του κρατικού λεβιάθαν παρά το ίδιο το ενδεχόμενο ενοχής ή αθωότητας ενός συγκεκριμένου προσώπου. Φαίνεται πως τόσες δεκαετίες εκπαίδευσης στον επικοινωνιακό πόλεμο και τον βομβαρδισμό βίαιων εικόνων από τα media να μας έχει εξοικειώσει σε τέτοιο βαθμό με την κτηνωδία, ώστε το αποτρόπαιο μιας πράξης να μην μας συγκινεί τόσο όσο μια ομολογία ψυχο-ιδεολογικών κινήτρων προκειμένου αυτή να στατιστικοποιηθεί και να αποτελέσει το εμπειρικό υπόστρωμα μιας νέας μικρο-θεωρίας «φοβισμού».
Ομοφοβία, ξενοφοβία, τρανσοφοβία, χοντροφοβία, τεχνοφοβία: μια κοινωνία σε μόνιμη κατάσταση λιβιδινικής ενδοσκόπησης, μια κοινωνία που παραγκωνίζει και καταστέλλει όλες τις ανησυχίες με το πρόσχημα αποφυγής συναισθηματικών επιπλοκών. Οι βάσεις του μεταμοντέρνου μακαρθισμού είναι ψυχολογικές. Εδώ δεν πολεμούμε τον Μεγάλο Άλλο που έρχεται να ξηλώσει όλο το πολιτικο-οικονομικό status quo, αλλά τον οποιονδήποτε έρχεται να ραγίσει την εικόνα μιας ανοιχτής, πληθυντικής, πολύχρωμης και θυματολογικής κοινωνίας. Κατάσταση που δημιουργεί το εξής παράδοξο: όσο το political correct ενισχύεται θεσμικά και του αποδίδονται ολοένα και περισσότερες τιμές και εξουσίες, τόσο εξαπλώνεται σε όλες τις χώρες, ελλείψει ενός επαναστατικού κινήματος, μια γεμάτη αυτοπεποίθηση Δεξιά η οποία, παρά τον μετριοπαθή πολιτικό της ορίζοντα (πουθενά δεν προκύπτουν αντικαπιταλιστικά ή αντικοινοβουλευτικά ψήγματα), υιοθετεί έναν επιθετικό πολιτικό λόγο που απορροφά όλον τον πολιτικό χρόνο στην αντιπαράθεσή της με τις φιλελεύθερες ελίτ καταφέρνοντας να ραγίσει συνειδητά όλο αυτό το νεοσυγκινησιακό κέλυφος ορθότητας. Σαν τελικά αυτή η εδραίωση του ησυχασμού να ματαιώνει τις προσδοκίες της ακριβώς τη στιγμή που επιβάλλεται σε όλα τα μήκη και πλάτη του δυτικο-ευρωπαϊκού κόσμου ή, ακόμα χειρότερα, σαν να προαπαιτεί τέτοιες μορφές οργανωμένης αντίδρασης προκειμένου να επιβεβαιώσει τον λόγο ύπαρξής της.
Από στρατηγικής σκοπιάς, η φιλελεύθερη εξουσία δείχνει να αναβάλλει τη μεγάλη κατάρρευση και να επιλύει μέχρι νεωτέρας τις αντινομίες της απλώς εφιστώντας την προσοχή μας σε όλα εκείνα τα επιμέρους σημεία που όντως ο σύγχρονος πολιτισμός δέχεται σοβαρές απειλές, καλώντας μας έτσι σε συμβιβασμό «για να μην ανέβει η ακροδεξιά», για ένα «δημοκρατικό τόξο ενάντια στον λαϊκισμό», για ένα «αντιφασιστικό μέτωπο». Μ’ αυτόν όμως τον συμβιβασμό όλων των ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων όχι μόνο διατηρείται στο ακέραιο ο πυρήνας των φιλελεύθερων αξιών και οι εγγενείς τους αντιφάσεις παραμένουν άθικτες, αλλά τελικά και οποιαδήποτε προτροπή για έναν άλλον προσανατολισμό της συλλογικής ζωής προσκρούει στο παγόβουνο του political correct και αντιμετωπίζεται με την ίδια καχυποψία. Η δημόσια καταδίκη του ρατσισμού και του σεξισμού πηγαίνει χέρι-χέρι με τον αφανισμό του αναρχισμού και του κομμουνισμού από το πολιτικό προσκήνιο ή ακόμη και με την επίρριψη νομικών ευθυνών για συζητήσεις που αφορούν τη διαγραφή του δημοσίου χρέους και την εθνικοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Τον παραδοσιακό εμφύλιο μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, πληβείων και πατρικίων, αστών και προλετάριων διαδέχεται η γενικευμενη βολιδοσκόπηση για την εύρυθμη λειτουργία ενός savoir vivre. Τα αποτελέσματα της πολιτικής ορθότητας, όπως αποδεικνύει η ίδια η εμπειρία μέχρι στιγμής, είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά διότι τελικά αυτοί που πληρώνουν την περιστολή της ελευθερίας λόγου και έκφρασης είναι άνθρωποι που ίσως υπό άλλες συνθήκες να είχαν κάτι να πουν.
Με την απαγόρευση οποιασδήποτε συζήτησης ενδέχεται να προκαλέσει δυσφορία προκύπτει μια ατμόσφαιρα ψυχολογισμού η οποία, αν και ομολογουμένως απέχει αρκετά απ’ το να εδραιώσει τη βασιλεία του ριζικού Κακού, καταφέρνει να μας υπνωτίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστήσει αόρατα όλα εκείνα τα σημάδια που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ενώπιον αυτής της συνειδητοποίησης ότι η γραφειοκρατική κηδεμονία και ο κρατικός πατερναλισμός είναι ανεπαρκείς στην επιβολή των φιλελεύθερων αξιών, οι διαφημιστές της ανοιχτής κοινωνίας –απ’ τους ψυχολόγους, τους κοινωνικούς λειτουργούς και τα τάγματα των απανταχού νεο-θρησκόληπτων γκουρού μέχρι τους αρθρογράφους γνώμης, τους επιστήμονες και τα δημόσια πρόσωπα– ζητούν, στα πλαίσια της ατομικιστικής διαπαιδαγώγησης, την ανάληψη πρωτοβουλιών από τα ίδια τα άτομα για τη συμμόρφωσή τους, την εθελούσια καταπίεσή τους και την εσωτερίκευση όλων των κοινωνικών αντιφάσεων που απορρέουν από την «κουλτούρα της ανοχής». Είναι σημαντικό επομένως να καλλιεργούμε εμείς οι ίδιοι την ασημαντότητά μας εφόσον, μέχρι στιγμής, αυτός είναι ο μοναδικός παράγοντας αποτροπής ενός απολυταρχισμού. Σαν όλη αυτή η πανταχού παρουσία της «ορθότητας» να επιπλέει πάνω στο ναυάγιο ενός κακόγουστου αστείου. Είμαστε όντως ακόμη ελεύθεροι, αλλά εντελώς κατά τύχη ή επειδή μπορεί αυτό να ευνοείται από τις οικονομικές και εισοδηματικές συγκυρίες. Ακριβώς επειδή ο καθένας μας περιορίζεται στο να κοιτάει τη δουλειά του μάς παραχωρούνται μια σειρά από τυπικές και αρνητικές ελευθερίες σε μια σκηνοθετημένη ιλαροτραγωδία.
Η φοβία μην τυχόν και η σκέψη στραβοπατήσει έξω απ’ τον σωστό δρόμο των οριοθετημένων προτύπων περιορίζει τον δημόσιο διάλογο σε ζητήματα τα οποία εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι δεν θα προκαλέσουν εκνευρισμό, που με ευκολία θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε ή να ρίξουμε στον κάδο ανακύκλωσης. Οι επιπτώσεις είναι αποκαρδιωτικές: πρώτον, η σύγχρονη Αριστερά, μάλλον όντας σε πλήρη εναρμόνιση με την ιστορική Αριστερά, υιοθετεί όλο και περισσότερο τα όπλα του αντιπάλου για την επιβολή των σκοπών της και δεν διστάζει να προωθεί πρακτικές λογοκρισίας, να στηρίζει αγώνες να βγουν εκτός νόμου οι πολιτικοί της εχθροί ή ακόμη και να πιθηκίζει στο καθημερινό της λεξιλόγιο την κουλτούρα της πιο ακραίας υπεροψίας με αποτέλεσμα η εναντίωσή της να μην ξεπερνά τον κόσμο των φαινομένων, ενώ επί της ουσίας νομιμοποιεί τη λογική του εχθρού παίζοντας στο γήπεδό του· δεύτερον, γινόμαστε μάρτυρες μιας ιστορικών διαστάσεων εξέλιξης, η οποία ανταποκρίνεται πλήρως σε μια παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα όπου, κατά τα λεγόμενα του Paul Virilio, πλέον δεν αρκεί μονάχα η βιομηχανική τυποποίηση της γνώμης μέχρι του σημείου να γίνει «κοινή» αλλά και ο παγκόσμιος συγχρονισμός των συγκινήσεων ώστε να εξαλειφθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο αντίστασης.
Ο διευθυντικός στρατός των υπερευαισθητοποιημένων, ακριβώς επειδή δεν κατέχει ουδεμία κυριαρχία πάνω στη συναισθηματική του κατάσταση, προτιμά να ελέγχει τη συμπεριφορά των άλλων ώστε να αποφύγει την ψυχική αναστάτωση που μπορεί να φέρει ο αυθορμητισμός μιας προσωπικής σκέψης. Για την καταπολέμηση μιας τέτοιας εξέλιξης είναι αναγκαία η μεταγλώττιση της ομιλίας, αφενός ο υγειονομικός έλεγχος της γλώσσας που μπορεί να φτάσει τελικά μέχρι την απαγόρευση λέξεων που μπορεί να έχουν έμφυλη, εθνική, πολιτική, σεξουαλική και συναισθηματική φόρτιση και αφετέρου ένα ξεχείλωμα των εννοιών μέχρι να χάσουν οποιοδήποτε σφρίγος και δυνατότητα να αποδώσουν την εξωτερική πραγματικότητα. Σ’ αυτόν τον μεταμοντέρνο αχταρμά όπου όλα είναι σεξισμός, ρατσισμός και φασισμός και όπου το μόνο που μας χρειάζεται είναι οι έννοιες του σεξισμού, του ρατσισμού και του φασισμού για να δώσουμε ένα νόημα στον κόσμο, τελικά, στον βαθμό που οι λέξεις έχουν χάσει κάθε ιδιαιτερότητα να ερμηνεύσουν τα φαινόμενα, κερδισμένη βγαίνει μόνο η μη-συναινετική επιτρεπτικότητα: ακριβώς επειδή όλες οι πράξεις ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο, δεν τίθεται λόγος να τις ιεραρχήσουμε ηθικά και να αξιολογήσουμε κάποιες θετικά έναντι άλλων. Εμάς άλλωστε μας αρκεί να μην γρατζουνιστούν οι χορδές της ευαισθησίας μας, είναι προτιμότερο όλα να συμβαίνουν μέσα στην απόλυτη απάθεια και την παράκρουση της ολικής κατάρρευσης.
Εκεί που κανείς δεν παίρνει κανέναν πια στα σοβαρά εύλογο είναι οι προλετάριοι, οι παραδουλεύτρες, τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί, οι online ψηφοφορίες, το κατούρημα πάνω σε έναν καμβά να βαφτίζονται «απασχολούμενοι», «οικιακές βοηθοί», «κοινωνικοί εταίροι», «συμμετοχή στα κοινά», «τέχνη». Η οργουελική newspeak της πολιτικής ορθότητας επεκτείνεται σε πολλά περισσότερα πεδία απ’ τις οφθαλμοφανείς περιπτώσεις που συνήθως μας παρουσιάζονται στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα και στα καφενεία των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων. Μάλιστα αυτό ίσως να αναδεικνύει και πιο βαθιές ψυχικές διεργασίες, μιας ασυνείδητης μαζικής αδιαφορίας για τον κόσμο σε τέτοιο σημείο ώστε να πρέπει να είναι κανείς «πολιτικώς ορθός» αν θέλει να δηλώσει την απέχθειά του για τον ρατσισμό των λευκών, την αποικιοκρατία, τον φασισμό, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την κακομεταχείριση και τη βία κατά των γυναικών. Μα επιτέλους, η πολιτική ορθότητα είναι η εύκολη λύση, το εμπόρευμα για όλες τις δουλειές, το τέλειο άλλοθι για να μας αφήσουν στην ησυχία μας, η διάθεση να διατυμπανίσουμε ότι θα σεβαστούμε το δικαίωμα του άλλου να μην τον ενοχλήσουμε ζητώντας απλά να σεβαστεί κι αυτός το δικαίωμά μας για κάτι τέτοιο.
Σε μια περιόδο όπου, μεταξύ άλλων, ο Martin Luther King θεωρείται «not all-inclusive», o Shakespeare και ο Mark Twain ρατσιστές, η Mary Poppins πρωτόπλασμα του σεξισμού, ο Ευρυπίδης μισογύνης, κάθε εφηβικός πειραματισμός τείνει να ερμηνεύεται με όρους bullying και οι stand-up κωμικοί καλούνται κάθε λίγο και λιγάκι να απολογούνται για την πολιτική ορθότητα των παραστάσεών τους, γίνεται ευκόλως εννοούμενο πως το πλήγμα στην ελευθερία είναι ανεπανόρθωτο. Τί κι αν Οι περιπέτειες του Χακ Φιν είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Hernest Hemingway, το θεμέλιο όλης της μοντέρνας αμερικανικής λογοτεχνίας; Αυτό δεν έχει αποτρέψει τις προσπάθειες των πεφωτισμένων ακαδημαϊκών απ’ το να το μετατρέψουν σε ένα απ’ τα πιο λογοκριμένα βιβλία είτε μέσω της ολικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας του, είτε μέσω του «εξευγενισμού» λέξεων με φορτισμένο περιεχόμενο όπως η λέξη nigger. Το Index Librorum Prohibitorum είναι εδώ, σε συμπαγή και αυστηρή μορφή, με τη μόνη διαφορά ότι η παπική εξουσία έδωσε τη σκυτάλη στην πανεπιστημιακή γραφειοκρατία. Οι εξισωτικοί υπαινιγμοί που νομιμοποιούν πρακτικές λογοκρισίας δείχνουν τελικά να αγωνίζονται για την αντικατάσταση της ανθρωπότητας από μια τεχνολογικά προηγμένη, «ουδετερόφιλη» κοινωνία χωρίς σώμα, φύλο, σεξουαλικότητα, προγονική καταγωγή, συναισθήματα, πολιτικές στάσεις, ηθική ευπρέπεια. Δεν είναι μόνο που η απαγόρευση λέξεων και το ρετουσάρισμα της ομιλίας πλήττει το σκέπτεσθαι και το συλλογίζεσθαι. Δεν είναι μόνο που η στρουχτουραλιστική προσέγγιση της γλώσσας επιβάλλει μια άκαμπτη μονοσημαντότητα στις λέξεις αναιρώντας κάθε υποκειμενικό και διαπροσωπικό στοιχείο που δύναται να καθορίσει τις προθέσεις και το πλαίσιο των προτάσεων. Δεν είναι μόνο που γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ρητορικής του μίσους και χιουμοριστικού κώδικα, πολιτικής αντιπαράθεσης ή καλλιτεχνικής υπερβολής. Είναι η ίδια η ανθρώπινη επικοινωνία που απαξιώνεται από την τεχνο-επιστημονική ουδετεροποίηση του πραγματικού κόσμου, καθιστώντας ολοένα και πιο απαραίτητο ένα σύνολο εργαστηριακών εξετάσεων πάνω στον Λόγο και μια ενοχική αλληλοεπιτήρηση όσων λέγονται, θυμίζοντας αρκετά το 1984 όταν η γλώσσα έγινε αντικείμενο ολοκληρωτικού ελέγχου και μέσω ενός κεντρικού σχεδιασμού του λεξιλογίου, της γραμματικής και της προτασιακής λογικής κατάφερε να πολυπλοκοποιηθεί και να αλλοτριωθεί τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να ειπωθεί τίποτε που να απειλεί τον Μεγάλο Αδερφό και το Κόμμα.
Κομβικό ρόλο σε αυτήν την εκπτώχυνση του ομιλείν και του συλλογίζεσθαι έπαιξε η μετάβαση από τον τύπο του διανοούμενου ως δημόσιου λειτουργού στην ανάδυση μιας ακαδημαϊκής ιντελιγκέντσιας. Η προδοσία των ανθρώπων του πνεύματος και η αποχώρησή τους από τα κοινά οφείλεται, τις τελευταίες δεκαετίες, ακριβώς στο φαινόμενο της επαγγελματικοποίησης της δημόσιας κουλτούρας και στο ότι όλο και περισσότεροι πανεπιστημιακοί βρίσκονται έγκλειστοι και αυτοεξόριστοι στα campus, τις αίθουσες διαλέξεων και τα συνέδρια με αποτέλεσμα να έχουν χάσει κάθε επαφή με την καθομιλουμένη γλώσσα. Καθώς αρνούνται να επιτελέσουν τον ρόλο τους ως συμπύκνωση μιας συλλογικής φωνής κατά της κοινωνικής αδικίας και να αφουγκραστούν τις αγωνίες και τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων, επιβάλλουν τη δική τους ατζέντα, συγκροτούνται ως «ομιλούσα τάξη» και γίνονται σύμβουλοι και αυλικοί του καθεστώτος συμβάλλοντας κι αυτοί από το πόστο τους στην παρακμάζουσα αναπαραγωγή του. Ακολουθούμενοι από ένα προλεταριάτο αποφοίτων και πρώην φοιτητών καταφέρνουν να γίνουν, σύμφωνα με την ορολογία του Pierre Bourdieu, «κυρίαρχοι κυριαρχούμενοι», μεταξύ των ρετιρέ της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας αφενός και των μικρομεσαίων και λαϊκών τάξεων αφετέρου. Αποκτώντας μια συνείδηση του εαυτού τους ως «ημι-ελίτ» και εκμεταλλευόμενοι την επικοινωνιακή επανάσταση των sixties αναβίωσαν μια παλαιολενινιστική αντίληψη περί «πρωτοπορίας» και δήλωσαν έτοιμοι να αναλάβουν τη μεταρρύθμιση της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας από όλα τα παρωχημένα, συντηρητικά, προνεωτερικά χαρακτηριστικά της. Καλωσορίσατε στις υπηρεσίες της Νέας Αριστεράς! Ο διορισμός σε πολιτικά γραφεία, η συμμετοχή σε δημόσια projects, η σύσταση διαφόρων κρατικών υπηρεσιών έφερε την ακαδημαϊκοποίηση της διανόησης και τη συνεπακόλουθη επιστημονική και εργαστηριακή παρένδυση του δημόσιου λόγου.
Ο καριερισμός και η στελέχωση του καπιταλιστικού μηχανισμού βρίσκουν γερό πάτημα σε ένα σύνθημα το οποίο ταλανίζει τα δημόσια πράγματα και την πολιτική σύγκρουση σχεδόν μισό αιώνα: «το προσωπικό είναι πολιτικό». Η κονιορτοποίηση της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας, η ενασχόληση του καθενός με τα προσωπικά του ζητήματα, η «διαδικασία προσωποποίησης» της πολιτικής ζωής έφερε την εισβολή της ωφελιμιστικής ιδιώτευσης στους τόπους της δημόσιας αρετής. Ο πολιτικός λόγος έπαψε να είναι υπολογίσιμος και η διείσδυση ατομικών διεκδικήσεων στη δημόσια σφαίρα οδήγησε σε μια επιδερμική ενασχόληση με την πολιτική, εφάμιλλη με το ευχάριστο διάλειμμα που βιώνει ο τουρίστας κατά τη διάρκεια ενός weekend. Εύλογο είναι όλες αυτές οι ιδιαίτερες ομάδες που κάνανε την εμφάνισή τους μέσω των νέων κοινωνικών κινημάτων να ενδιαφέρονται πρωτίστως τελικά για τη διευθέτηση του προσωπικού τους βίου μέσω της ικανοποίησης εξατομικευμένων αιτημάτων αντί να προτάξουν ένα συλλογικό όραμα για μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, μακράν του να ενισχύσουν την ηθική κρίση πάνω σε μια σειρά από προσωπικής φύσης ζητήματα, αυτά τα νέα κινήματα προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τα δημόσια ήθη με τον εμπλουτισμό γραφειοκρατικών ελέγχων και συμβουλευτικών υπηρεσιών του θεραπευτικού κράτους. Η πολιτική ορθότητα, επομένως, αντί να απελευθερώνει και να μετουσιώνει με δημιουργικό τρόπο τα συλλογικά πάθη, υπολογίζει σε μια δικονομικού τύπου καταπίεσή τους. Όμως, η αρετολογική απόκλιση του προσώπου απ’ τον ιστό των κυρίαρχων αξιών δεν τίθεται, και δεν μπορεί να τίθεται, με όρους μη-συμμόρφωσης στην τυπική λογική του νόμου ακριβώς επειδή έχει προηγηθεί ο ηθικός αναβαπτισμός του προσώπου σε ένα άλλο κοσμογονικό σύμπαν που υπόσχεται την ενότητα του καθημερινού ανταπεξέρχεσθαι με το μάγμα των αυτών των ηθικών επιταγών. Και ομολογουμένως η αναζήτηση της αρετής απέχει παρασάγγας από τη στατιστική σύγκλιση των συμπεριφορών που επιδιώκει το κηδεμονικό σύμπλεγμα των κρατικών δρώντων στην προσπάθεια να γεμίσει με ηθικο-πολιτικό συμπεριφορισμό ένα σύνολο άδειων υπάρξεων.
Αντιφασισμός, αντισεξισμός, αντιρατσισμός: εδώ, όταν δεν μιλούμε για μια άμεση επιβολή του νόμου την ώρα που η έξις της δημόσιας αρετής και το εθιμικό δίκαιο καταρρέουν, τότε πρόκειται απλώς για τις ελάχιστες διαφορές στα σημεία, τις λεπτές νότες που τελικά θα καταφέρουν μέσα σε ένα σύμπαν ομοιομορφοποίησης να μας κάνουν ξεχωριστούς απ’ τους άλλους. Από την οικουμενικότητα του ανθρώπινου όντος, το φαντασιακό του homo universalis, μετακινούμαστε προς τη μοναδικότητά του ατόμου, σε όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που θα το καταστήσουν διαφορετικό απ’ τους άλλους ώστε να γίνει ορατό μέσα στον χυλό της μάζας. Παράδοξο κι όμως αληθινό είναι ότι αυτή η μέθοδος εξάπλωσης της «διαφορετικότητας» ως αξίας μοιάζει με ασφυκτικός κλοιός ομογενοποίησης κάθε πραγματικά προσωπικού στοιχείου ώστε τελικά οι μόνοι που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως διαφορετικοί να είναι όσοι αρνούνται τη διαφορετικότητα. Επομένως, όσο κι αν οι επαγγελματίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσπαθούν να μας πείσουν για έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, μπρος σε όλους τους αγώνες για την ισότητα των ευκαιριών τελικά υποκρύπτεται περισσότερο μια κοινωνική δημογραφία αναζήτησης νέων lifestyle ταυτοτήτων που είναι ικανές να τονώσουν τις δυνατότητες της Αγοράς, παρά κάποιος προθάλαμος για ένα σοσιαλιστικό και δημοκρατικό μέλλον. Δεν θα ήταν άκαιρο λοιπόν να υποθέσουμε ότι η επένδυση που επιδεικνύει ο σύγχρονος –μεταμοντέρνος, ατομικίστικος και μηδενιστικός, παρά τις όποιες διακηρύξεις του– αναρχισμός στη διαδικασία της «αποδόμησης» των ταυτοτήτων τον καθιστά αυτομάτως λαγωνικό του φιλελευθερισμού. Η θεσμοθέτηση των queer studies δεν εγγυάται σε κανένα σημείο έναν καλύτερο κόσμο. Ίσα-ίσα, αν λάβουμε υπόψη την τάση που επικρατεί σήμερα, η διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών είναι αντιστρόφως ανάλογη της συλλογικής ελευθερίας και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί μια αυξημένη ευαισθησία σε μια τρανσέξουαλ δικαστή να μην βγάλει στο σφυρί πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας ή σε έναν μπάτσο μετανάστη να φερθεί καλύτερα από τους ντόπιους ματατζήδες σε μια διαδήλωση ή σε έναν μουσουλμάνο επιχειρηματία να μην εκμεταλλεύεται τους εργαζομένους του. Στους ναούς που λιβανίζεται νυχθημερόν το ευαγγέλιο της ισότητας, ξημερώνει μια πρωτόγνωρη κομφορμιστική δικτατορία.
Η σταδιακή εμπέδωση μιας cool αυταρχικοποίησης φαίνεται να αποδέχεται σιωπηρά την ευθραυστότητα των ίδιων της των κοινωνικών νορμών και αναπόφευκτα στρώνει το χαλί σε έναν νέου τύπου τυραννικό δεσποτισμό: όχι τόσο με όρους αναπαράστασης του εγκλήματος κάποιου χιτλερικού ή σταλινικού παραδείγματος, όσο με όρους ιστορικής συνέχειας της εσώτερης λογικής τους, δανειζόμενος την τάση «υπερ-εκκοινωνισμού» του ατόμου που προκύπτει από την κατάρρευση της ιδιωτικής σφαίρας και την ανάληψη όλων των νευραλγικών επιταγών της προσωπικής αρετής από τους κρατικούς μηχανισμούς. Ένας δεσποτισμός που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας ευέλικτης, ευκίνητης, καταναλωτικής και τεχνολογικής κοινωνίας αντί της εύτακτης, συμπαγούς, παραγωγικής και βιομηχανικής κοινωνίας. Μια αντι-ουτοπία όπου ό,τι δεν θα ευνοεί την αποβλάκωση, την απάτη, την πλάνη, την κατανάλωση, τον ηδονισμό και το θέαμα θα υποκύπτει σε όλο και περισσότερα τεστ. Θα περνά αυστηρούς σωματικούς ελέγχους. Το σκέπτεσθαι θα σκανάρεται για να εξακριβωθεί η ασηπτική ουδετερότητά του. Η φυσική και πνευματική ενέργεια θα χρησιμοποιούνται με αποδοτικά οικονομικά τρόπο. Καθείς θα πρέπει να προσέχει τι λέει. Ει δυνατόν θα αυτολογοκρίνεται. Ειδάλλως, θα σέρνεται στα δικαστήρια. Θα καταδικάζεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Με βραχιολάκι. Αποσυρμένος στην αφάνεια.