Το πότε ένα ποσό οφειλής προς το δημόσιο θεωρείται ανεπίδεκτο είσπραξης ή όχι έχει αποτελέσει κατά καιρούς αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Ωστόσο, η αγορά, και κυρίως ο φοροελεγκτικός μηχανισμός, αναζητούν σαφείς λύσεις προκειμένου να μπορέσουν να επικεντρωθούν εκεί όπου υπάρχει η δυνατότητα είσπραξης και να πάψουν να αναζητούν χίμαιρες.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διοικητής της ΑΑΔΕ, ο γεννημένος στις ΗΠΑ, Γιώργος Πιτσιλής επιχειρεί, με νέα απόφαση, να διασφαλίσει τη σαφήνεια και κυρίως να καθορίσει κανόνες για το πότε μια οφειλή θεωρείται ανεπίδεκτη είσπραξης.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο της απόφασης, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες για την είσπραξη οφειλών και μόνο αφού αυτό συμβεί, η Εφορία θα χαρακτηρίζει ένα χρέος ως ανεπίδεκτο είσπραξης.
Επίσης, προηγείται εξονυχιστικός έλεγχος ώστε να διαπιστωθεί ότι έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια εναντίον των οφειλετών με αναγκαστικά μέτρα όπως κατασχέσεις, πλειστηριασμοί και ποινικές διώξεις, προκειμένου να εισπραχθούν οι οφειλές.
Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, το ποσό που έχει χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτο είσπραξης ανέρχεται σε 26,3 δισ. ευρώ. Αυτό μειώνει τη συνολική οφειλή που μπορεί να διεκδικηθεί από τους οφειλέτες σε 80,6 δισ. ευρώ από τα 107 δισ.ευρώ που ανέρχεται συνολικά σήμερα το ληξιπρόθεσμο χρέος των ιδιωτών προς το Δημόσιο.
Σύμφωνα με την απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή, ορίζονται νέα κριτήρια για την εγγραφή ενός χρέους στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, χωρίς αυτό να σημαίνει την αυτόματη διαγραφή του.Ειδικότερα, με την απόφαση ορίζεται ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και οι συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα:
1. Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης και από τις έρευνες αυτές δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων κατά των ανωτέρω ευθυνόμενων προσώπων με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον έχει λάβει χώρα κήρυξη των ευθυνόμενων προσώπων σε πτώχευση, η οποία δεν έχει περατωθεί.
2. Η εκμίσθωση τραπεζικής θυρίδας από οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο δεν κωλύει τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ακόμα και πριν λάβει χώρα η διάρρηξη αυτής, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια τρίτου.
3. Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν είναι δυνατή η υποβολή αυτής.
4. Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις (α) και (β) και είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών. Κατ’ εξαίρεση με την έκθεση ελέγχου πιστοποιείται η συνδρομή των προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών, κατά περίπτωση. Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεος έχει αποβιώσει και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της περ. (β) της παρ. 5, ειδικά ως προς τον αποβιώσαντα οφειλέτη ή συνυπόχρεο πιστοποιείται μόνο η συνδρομή της περίπτωσης αυτής.
Κατά παρέκκλιση χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης οφειλές παρά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή συνυπόχρεου προσώπου, αν για τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή, όπου υπάρχει, ή από το ποσό του αθροίσματος της φορολογητέας αξίας των δικαιωμάτων αυτών για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ, όπως αυτό προκύπτει από την τελευταία συντεθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, ή από την έκθεση κατάσχεσης.
Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεότερη, με κριτήριο τον χρόνο καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων.
β) Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, όπως η αξία αυτή προκύπτει, κατά σειρά, από εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή ή από την έκθεση κατάσχεσης.
Επίσης, κατά παρέκκλιση ως ανεπίδεκτες είσπραξης χαρακτηρίζονται οφειλές και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Αν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από την υπαγωγή της επιχείρησης του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης ή από τη λύση του νομικού προσώπου και η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, η οποία δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου αλλά η τρέχουσα συνολική αξία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση περιουσίας και της περιουσίας των συνυπόχρεων προσώπων υπερβαίνει το ποσό των 100.000 ευρώ, ως ανεπίδεκτη είσπραξης χαρακτηρίζεται η οφειλή που απομένει μετά την αφαίρεση του διπλάσιου ποσού της αξίας αυτών. Οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται μόνο για οφειλές που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο έως την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους, και έχουν αναγγελθεί σε αυτή.
β) Αν ο οφειλέτης ή συνυπόχρεο πρόσωπο απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος ή μέρος συμφώνου συμβίωσης, τα τέκνα του οφειλέτη καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά. Στην περίπτωση αυτή, για τον χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης δεν απαιτείται έρευνα και επίσπευση της διαδικασίας είσπραξης σε βάρος των λοιπών κληρονόμων του αποβιώσαντος.
topontiki.gr