Το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού στην Ελλάδα κατέχει το 42% του καθαρού πλούτου, αναφέρει ο ΣΕΒ σε έρευνα σχετικά με τις ανισότητες και την παροχή ευκαιριών.
Στην έρευνα επισημαίνεται ακόμη το φαινόμενο του «επιλεκτικού ζευγαρώματος», που συνίσταται στο ότι ένα μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων ζευγαριών αποτελείται από συντρόφους του ίδιου περίπου εισοδηματικού επιπέδου, το οποίο στην Ελλάδα είναι εντονότερο από άλλες χώρες και έχει ενταθεί κατακόρυφα στη διάρκεια της κρίσης.
«Το ένστικτο της επιβίωσης σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομικά περίοδο φαίνεται, ενδεχομένως, να αποθάρρυνε την προσέγγιση συντρόφων χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων. Όλες αυτές οι πρακτικές, όμως, διαιωνίζουν τις ανισότητες, και, συνεπώς είναι σημαντικό η πολιτεία να προσφέρει αντισταθμιστικές πολιτικές που δημιουργούν ίσες ευκαιρίες για όλους, και, κυρίως, ευκαιρίες μεταξύ άλλων στην εκπαίδευση, την υγεία, και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και την πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, για να μπορέσουν και άνθρωποι που δεν διαθέτουν αρχική πριμοδότηση, να βελτιώσουν τις προοπτικές της ζωής τους στη διάρκεια του εργασιακού βίου», υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφονται στην έρευνα:
Οι Σκανδιναβικές χώρες έχουν την υψηλότερη σχετικά ποιότητα ζωής, ενώ οι ΗΠΑ εμφανίζουν υψηλά επίπεδα ανισοτήτων, και ιδίως ανισοτήτων στο εισόδημα και τον πλούτο, αλλά και στέρησης.
Στην Ελλάδα, αν και η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου βρίσκεται στο ίδιο ή χαμηλότερο επίπεδο με τον ΟΟΣΑ, η χώρα μας κατατάσσεται σε υψηλότερα επίπεδα συνολικής ανισότητας και στέρησης σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυρίως χώρες. Συγκεκριμένα, το μέσο διαθέσιμο εισόδημα του υψηλότερου 20% είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από του χαμηλότερου 20% (ενώ στον ΟΟΣΑ 5,4 φορές, στις ΗΠΑ 8,5 φορές και τη Σουηδία 4,1 φορές), και, το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατέχει το 42% του καθαρού πλούτου (έναντι 52% στον ΟΟΣΑ και 78% στις ΗΠΑ), με το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα να συμβάλει ενδεχομένως στην άμβλυνση των ανισοτήτων πλούτου.
Στο θέμα των στερήσεων, η Ελλάδα καταγράφει σημαντικά υψηλότερες στερήσεις από τον υπόλοιπο κόσμο, που ενδεχομένως να αντικατοπτρίζει και την επίπτωση της μεγάλης κρίσης και ύφεσης στην ποιότητα ζωής του πληθυσμού στην Ελλάδα. Μεταξύ των σημαντικότερων στοιχείων στέρησης είναι ότι το 12,9% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το εισοδηματικό όριο φτώχειας (έναντι 11,5% στον ΟΟΣΑ). Επίσης, το 67% του πληθυσμού έχει ρευστότητα χαμηλότερη από το 1⁄4 του εισοδηματικού ορίου φτώχειας, που θεωρείται μαξιλάρι ικανό να συντηρήσει κάποιον που υφίσταται μια απώλεια εισοδήματος 3 μηνών (έναντι 49,3% στον ΟΟΣΑ).
Όσον αφορά στη σύγκριση με βάση το φύλο, η Ελλάδα εμφανίζει σχετικά χαμηλές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών ενώ το ίδιο συμβαίνει με γνώμονα την ηλικία των ατόμων στο εργατικό δυναμικό.
Τέλος, το 55,4% του πληθυσμού θεωρείται «οικονομικά ευάλωτο» (έναντι 38,9% στον ΟΟΣΑ) που, αν και δεν έχει εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, δεν διαθέτει σε ρευστότητα το μαξιλάρι συντήρησης των 3 μηνών, και, συνεπώς, είναι εύκολο να πέσει κάτω από το όριο φτώχειας σε περίπτωση απώλειας της εργασίας του.
ΑΠΕ-ΜΠΕ