Στοιχεία-σοκ για την ανεργία στην Ελλάδα περιλαμβάνει η ενδιάμεση έκθεση για την ελληνική οικονομία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), τα οποία αφήνουν λίγες ελπίδες για ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης στη χώρα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σημειώνει ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται στους νέους 15-24 ετών (49,1%), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας σημαντικά υψηλότερο έναντι των ανδρών (27,6% έναντι 19,4%).
Η μακροχρόνια ανεργία ανέρχεται σε 72,2% του συνόλου των ανέργων. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Ο δε νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας».
Υποεκτίμηση της πραγματικής ανεργίας
Παράλληλα, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ τονίζει ότι το επίσημο ποσοστό της ανεργίας, όπως υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ υποεκτιμά το πραγματικό μέγεθός της, επισημαίνοντας ότι για μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στο πραγματικό μέγεθος της ανεργίας θα πρέπει στους ανέργους να προστεθούν και οι άνθρωποι εκείνοι που αναζητούν εργασία, αλλά δεν είναι διαθέσιμοι κατά την περίοδο της έρευνας, και αυτούς που είναι διαθέσιμοι, αλλά δεν αναζητούν εργασία καθώς και τους εργαζομένους που υποαπασχολούνται.
Υπό αυτό το πλαίσιο το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι κατά το β’ τρίμηνο του 2016 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ανήλθε σε 30,8%, οριακά χαμηλότερα από το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015 που ήταν 31,7%.
Αβεβαιότητα στην οικονομία
Ταυτόχρονα η έκθεση υποστηρίζει ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και ασταθές ως αποτέλεσμα των μετασχηματισμών που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης και κυρίως της δραματικής αποεπένδυσης. Η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ε.Ε. αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις.
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ τονίζει ότι η ασκούμενη πολιτική λιτότητας εξακολουθεί να υπονομεύει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Η μείωση του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπως και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις ιδιωτικές αγορές, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνθήκες διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής σταθερότητας. Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ίσως διευκολύνει την έξοδο στις αγορές, δεν προσδιορίζει όμως τη φερεγγυότητα της χώρας.
Τέλος σημειώνεται ότι η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα.