Στο επίκεντρο του γερμανικού Τύπου βρίσκεται και σήμερα η ελληνική κρίση και οι επιπτώσεις μιας εξόδου από το ευρώ. Μάλιστα, το περιοδικό Wirtschaftswoche υπολογίζει στα 275,9 δισ. ευρώ το κόστος που θα επωμιστεί η ευρωζώνη από μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα του οικονομικού περιοδικού «Wirtschaftswoche», «ετοιμάζεται η έξοδος, καθώς οι εκλογές βύθισαν τη χώρα εντελώς στο χάος» και υπολογίζεται ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα στοιχίσει στη Γερμανία περί τα 76,6 δισεκατομμύρια ευρώ, στο ΔΝΤ 21,7 δισεκατομμύρια ευρώ και συνολικά στις χώρες του ευρώ 275,9 δισεκατομμύρια ευρώ.
Κατά τη «Die Welt», «η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα στοίχιζε 86 δισεκατομμύρια ευρώ» στους Γερμανούς φορολογούμενους, ενώ εκτιμά ότι η… λυπητερή μπορεί να υπερβεί και τα 100 δισεκατομμύρια. Ο οικονομολόγος της Dekabank Ούλριχ Κάτερ, δηλώνει στην εφημερίδα, ότι το κόστος από την αποχώρηση της Ελλάδας δεν θα είναι μικρό, αλλά δεν είναι αλήθεια ούτε και ο ισχυρισμός ότι η ευρωζώνη δεν μπορεί να το αντέξει, ενώ αυτή η εξέλιξη θα έχει και «πειθαρχική» επίδραση στα υπόλοιπα κράτη – μέλη.
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung, με τίτλο «Τα βάρη της προσαρμογής. Οι Έλληνες στενάζουν κάτω από ένα ανισόρροπο πρόγραμμα», κάνει λόγο για τα περιθώρια βελτίωσης των όρων των συμφωνιών, καθώς, όπως επισημαίνεται, «το μνημόνιο προβλέπει ότι, σε περίπτωση ύφεσης πολύ σημαντικότερης από την αναμενόμενη, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί, σε διαπραγμάτευση με την τρόικα, να προσαρμόσει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και να παρατείνει τις υποχρεώσεις της χώρας πέρα από το 2014, για έναν χρόνο». Διευκρινίζεται, πάντως, ότι με τον όρο «επαναδιαπραγμάτευση» οι Έλληνες έχουν στο μυαλό τους κάτι διαφορετικό από αυτό που αντιλαμβάνονται οι πιστωτές της χώρας.
Στη «Sueddeutsche Zeitung» δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Παραμονή της Ελλάδας μόνο με ριζική ανασυγκρότηση» στο οποίο εκτιμάται ότι «δεν είναι σοβαρή στάση το να χρησιμοποιούνται οι αρνητικοί ελληνικοί οικονομικοί δείκτες ως απόδειξη για το ότι το μοντέλο βοήθειας της Ευρωζώνης έχει αποτύχει» καθώς η Ελλάδα «δεν διαθέτει λειτουργούσα δημόσια διοίκηση, πάσχει από γραφειοκρατία, νοοτροπία ατιμωρησίας και φοροδιαφυγή, ενώ της λείπουν τα ανταγωνιστικά προϊόντα» και επομένως, θα χρειαστεί περισσότερα από 10- 15 χρόνια για να ανασυγκροτηθεί, ένα διάστημα το οποίο θα χαρακτηρίζεται από απώλεια της εργασίας για πολλούς Έλληνες, οικονομικά προβλήματα και φόβο για το μέλλον.
Η «Handelsblatt», σε ανταπόκριση από την Αθήνα, κάνει λόγο για έθνος υπό παράλυση, τονίζει ότι «το κράτος δεν πληρώνει τους λογαριασμούς του, γιατί λείπουν τα χρήματα» και ότι «τα χρήματα στα ταμεία επαρκούν μόνο για δύο μήνες», ενώ σημειώνει ότι εάν σχηματιστεί μεταβατική κυβέρνηση υπό κάποιον δικαστικό, δεν θα έχει πολιτική δύναμη και «θα είναι αβέβαιο εάν και από ποιον θα εκπροσωπηθεί η Ελλάδα στις συνόδους του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Στη «Stuttgarter Nachrichten» επισημαίνεται ότι «ο πραγματικός εφιάλτης θα ξεκινήσει για τους Έλληνες τη στιγμή που θα βγουν από την ευρωζώνη» ενώ αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «η Ελλάδα κατευθύνεται εδώ και μήνες προς τον γκρεμό και, τώρα, μένουν μόνο μερικά εκατοστά από την καταστροφή και τη χρεοκοπία». Ο αρθρογράφος καταλογίζει ευθύνες στην ελληνική πολιτική τάξη, η οποία, όπως λέει, «κάνει επίδειξη ανικανότητας και απροθυμίας να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, που θα οδηγήσει την Ελλάδα σε αυτούς τους απειλητικούς για την ύπαρξή της καιρούς».
Στο περιοδικό Focus δημοσιεύεται άρθρο στο οποίο υποστηρίζεται η άποψη ότι «η Ελλάδα μπορεί πια να βγει από την ευρωζώνη χωρίς να απειλήσει το κοινό νόμισμα»και τονίζεται ότι «μετά τις εκλογές, οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας υποψιάστηκαν ότι η χώρα αυτή συνεχίζει την πορεία της στην ευρωζώνη ως οδηγός- φάντασμα, ενώ στη Γερμανία, η οποία πρέπει να πληρώσει τη μερίδα του λέοντος για τις ελληνικές περιπετειούλες, εδραιώνεται η άποψη “Ε, άντε, βγείτε από την Ευρωζώνη!”».