Γράφει ο Αρχιμανδρίτης
Ιγνάτιος Θ. Χατζηνικολάου
θεολόγος, τ. λυκειάρχης
Μας αξίωσε ο Θεός και φέτος να φθάσομε, παρά τα όποια προβλήματα, και να πανηγυρίσομε ανοιξιάτικα την κορωνίδα των εορτών, το Άγιον Πάσχα. Χιλιοτραγουδισμένη Άνοιξη και χιλιονοματισμένη, με απαρχή βέβαια την Πρωτομαγιά. Και μάλιστα αν την 1η Μαΐου συμπέσει και το Πάσχα των Ορθοδόξων, κάτι που συνέβη πέρισυ.
«Σήμερον έαρ μυρίζει» όχι μόνον στην φύση, αλλά και στων ανθρώπων τις καρδιές.
Ζούμε Άνοιξη. Η φύση είναι ολόχαρη. Οι όμορφες ψυχές θα τραγουδήσουν την φύση, την αναγέννηση, το εαρινό χαμόγελο και θα αναπέμψουν δοξολογίαν προς τον Δημιουργό.
Δοξολογούν τον Θεόν, τον οποίον ανευρίσκουν και βιώνουν μέσα στην φύση. Στην αποκάλυψη αυτή του Θεού, όπως το μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος «Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράτια, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης» (Ρωμ.1,20). Ο ορατός και ο αόρατος κόσμος μαρτυρούν την ύπαρξη του Θεού – Δημιουργού. Μας καλούν να δούμε τον Θεόν μέσα στην φύση, κάτι που επικαίρως αναφέρομε με την είσοδό μας στην κορύφωση της Ανοίξεως. Να αναφερθούμε μέσα από το κύριο θέμα του γραφτού μας αυτού.
Ο Θεός, κατά την Παλαιάν Διαθήκην, εδημιούργησε τον κόσμον. Η θεία δημιουργία ακολούθησε ένα σχέδιο βαθμιαίας προόδου από τα ατελέστερα στα τελειότερα με κορωνίδα τον άνθρωπο.
Η τάξις και η αρμονία, η οποία δεσπόζει στον ουρανό, συγκινεί αστρονόμους και μη και μαζί με τον Δαβίδ αναφωνούν: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 103,24). Μην ξεχνάμε, επίσης, αυτό που για την φύση είπε ο Χριστός κατά την επί του Όρους ομιλία Του: «Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού, πώς αυξάνει. Ου κοπιά ουδέ νήθει. Λέγω δε υμίν ότι ουδέ Σολομών εν πάση τη δόξη αυτού περιεβάλετο ως εν τούτων» (Ματθ. 6,28 και Λουκ. 12,27).
Από την φύση, επίσης, λαμβάνει αφορμή για να διδάξει υψηλές, για την σχέση του ανθρώπου και του Θεού, διδασκαλίες Του. Τούτο είναι εμφανέστατο όταν ο Χριστός λέγει: «Εγώ ειμί η άμπελος και ο πατήρ μου γεωργός εστίν… Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα» (Ιωάνν. 15,15)
Η φύσις είναι ένα πλούσιο έργο του Θεού. Θαυμάζομε αυτήν την σπατάλη. Και, το κακό είναι ότι ο άνθρωπος και μάλιστα της καταναλωτικής εποχής μας, δεν μπορεί να την απολαύσει, παρ’ όλο που ο Θεός τον έπλασε, και μάλιστα μετά απ’ αυτήν για να την χαρεί και να την απολαύσει. Δυστυχώς, ο άνθρωπος ούτε τη σέβεται, ούτε και δι’ αυτής ανάγεται προς τον Θεόν. Την μολύνει, τα πάντα τα εν αυτή και ούτε συνυπάρχει ομαλά με τα έμβια όντα της φύσεως και αυτόν τον συνάνθρωπό του. Συγκάτοικο κάτω από τον ίδιον τον Ουρανόν.
Και,΄ετσι αυτή κατήντησε μια ατέλειωτη σε λειτουργία και θύματα αρένα. Ο άνθρωπος όχι μόνο δεν μελετά με πίστη και θαυμασμό την φύση, ως δώρο και ευλογία του Θεού, αλλά και τυφλώνεται από το αδηφάγο πάθος του να την λεηλατήσει. Να την κατασπαράξει. Οι παλιοί πιστοί και θεόφρονες ερευνητές δεν υπάρχουν πια. Σήμερα ερευνούν τη φύση και τους αστέρες όχι προς δοξολογία προς τον Θεόν και την αληθινή ψυχοσωματική ευδαιμονία των ανθρώπων.
Ο Θεός μας μιλά και με την φύση. Μας διδάσκει και με την φύση. Μας τρέφει με την φύση. Αναπαυόμαστε και αναγεννόμαστε μέσα στην φύση. Εμείς όμως όχι όπως οι «θεόφρονες», αλλά ως αθεόφρονες και Θεόν δεν λατρεύομε για το μεγαλείο αυτό της Δημιουργίας, αλλά, όπως και προαναφέραμε, το μεστιγώνομε και το πληω΄νομε. Αλλά το καπηλευτήκαμε και το κατασκάψαμε με τους πυραύλους, τα χημικά όπλα και το γεμίσαμε με ανθρώπινα πτώματα και υψώσαμε κολαστήρια και κέντρα ψυχοσωματικού θανάτου.
Η φύσις είναι το θαύμα του Θεού. Ο Θεός αποδεικνύεται θαυμαστός μέσα στην φύση. Η φύσις ομιλεί με την δική της γλώσσα. Με τον θαυμαστό πλούτο της. Με την σκοπιμότητά της, το σφρίγος της, τα μυστήριά της, την τάξη και αρμονία της και με αυτό το είναι της περί της υπάρξεως του μεγάλου Δημιουργού.
Και θα πρέπει να στεκόμαστε με την προσήκουσα ιερότητα και σεβασμό, ευγνωμοσύνη και τιμή μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο.