Υπάρχουν κάποιες στιγμές που συνειδητοποιούμε με πολύ σκληρό τρόπο τις αλλαγές που έφερε η πανδημία του κορονοϊού στην καθημερινότητά μας. Μια πανδημία που μας απαγορεύει τις κοινωνικές μας συναναστροφές, τις χαρές και τις λύπες που ζούσαμε όλοι μαζί ως Κοινότητα. Μέσα σ’ αυτόν τον «κοινωνικό αποκλεισμό», άνθρωποι φεύγουν χωρίς να καταφέρουμε να τους πούμε δια ζώσης το τελευταίο αντίο, χωρίς να το γνωρίζουμε καν, άνθρωποι πολύτιμοι για το Κοινωνικό Σύνολο, που άφησαν με το έργο τους το αποτύπωμά τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι του τόπου μας, έτσι ώστε να ζουν πάντα στις καρδιές μας και στο νου μας.
Δύο τέτοιες σημαντικές απώλειες μετρούν τα Χανιά τις τελευταίες μέρες. Πρώτη ταξίδεψε για τη «γειτονιά των Αγγέλων» η Σιμέλα Καραβάνου, η Πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων Ν. Χανίων «Παναγιά Σουμελά», μια δυναμική παρουσία στον κοινωνικό και πολιτιστικό στίβο της πόλης μας, αλλά και στο στίβο της αλληλεγγύης, ως εθελόντρια του τομέα Νοσηλευτικής του Περιφερειακού Τμήματος Χανίων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Ως Πρόεδρος των Ποντίων διατηρούσε ζωντανές τις Μνήμες του Ελληνισμού του Πόντου, μέσα από τις πλούσιες δράσεις του Φορέα, ως εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού υπήρξε φωτεινό παράδειγμα αρωγής στον συνάνθρωπο.
Το ίδιο ταξίδι έκανε τις προηγούμενες μέρες και ο Πρόεδρος του Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας Αυτιστικών Παιδιών (ΚΗΦΑΠ) «Η Μεγαλόχαρη», Νίκος Τρίκκας. Υπήρξε ο άνθρωπος που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στη δημιουργία μιας δομής, όπου παιδιά της ευάλωτης αυτής ομάδας του πληθυσμού μας, αλλά και οι οικογένειές τους, θα έβρισκαν στήριξη και προστασία. Συνεργαστήκαμε στενά με τον αείμνηστο Πρόεδρο, θαυμάσαμε την επιμονή του, την υπομονή του και την εργατικότητά του, προσηλωμένη πάντα στο στόχο της βιωσιμότητας του Κέντρου, στόχος που επιτεύχθηκε και μέσα από τα Προγράμματα της Περιφέρειας Κρήτης. Ένας ακούραστος κοινωνικός εργάτης.
Με αισθήματα βαθιάς θλίψης αποχαιρετούμε τους δύο συμπολίτες μας, απευθύνοντας τα θερμά μας συλλυπητήρια στις οικογένειές τους και τους οικείους τους, με την ευχή ο σπόρος που έριξαν να βλαστήσει ώστε να βρεθούν άξιοι διάδοχοί τους που θα συνεχίσουν το έργο τους.