Μίκης Θεοδωράκης δέχτηκε τελευταία αρκετά πυρά από εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου και του Τύπου, κυρίως από εκείνους που τάσσονται με την πλευρά της κυβέρνησης και της Αριστεράς διαφόρων αποχρώσεων. Η βασική κατηγορία είχε να κάνει βέβαια με τη συμμετοχή του στο συλλαλητήριο του Συντάγματος για τη Μακεδονία, αλλά και με το περιεχόμενο της ομιλίας που εκφώνησε εκεί. Ο Δρόμος μίλησε με τον Μίκη Θεοδωράκη και παρουσιάζει σήμερα τη συνέντευξη που μας παραχώρησε. «Είμαστε ένας Λαός 100% φιλειρηνικός» δηλώνει ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης και επαναλαμβάνει ότι είναι «πατριώτης διεθνιστής» όπως όλοι εκείνοι «που πίστεψαν και αγωνίστηκαν με τις ιδέες και τα λάβαρα του ΕΑΜ», ενώ αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο εκείνος βίωσε ορισμένα από τα ιστορικά γεγονότα της δεκαετίας του 40. Όσο για τις κατηγορίες περί σύμπλευσης με τη… Χρυσή Αυγή, τις αντιμετωπίζει φυσικά ως αστειότητες, τονίζοντας ότι αυτή δεν ήταν παρά «μια μαύρη τριχούλα μέσα στο γάλα της Λαοθάλασσας που την κατάπιε κυριολεκτικά». Η Συντακτική Επιτροπή τουΔρόμου αισθάνεται την υποχρέωση να ευχαριστήσει τον Μίκη Θεοδωράκη για τη συνέντευξη που με χαρά παρουσιάζουμε σήμερα στους αναγνώστες μας.
Συνέντευξη στον Γιώργο Παπαϊωάννου
Πολλοί αποδίδουν εθνικιστικό χαρακτήρα στις τελευταίες λαϊκές εκδηλώσεις για τη Μακεδονία. Ποια η δική σας γνώμη;
Πρώτα-πρώτα, η Ελλάδα δεν είχε διεκδικητικές βλέψεις σε ξένα εδάφη. Ακόμα και στην περίπτωση της Βορείου Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας) όπου ζουν ακόμα Έλληνες και της Μικράς Ασίας όπου ο ελληνικός πληθυσμός ήταν πλειοψηφία έναντι των Τούρκων από το 800 π.Χ. ως το 1922. Είμαστε ένας Λαός 100% φιλειρηνικός. Υπάρχουν φυσικά και οι υπερπατριώτες εθνικιστές, όμως αυτοί αποτελούν γραφικές περιπτώσεις μη υπολογίσιμων μειοψηφιών. Γιατί είναι βέβαιο ότι οι 400.000 ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής είχαν ως κίνητρο για την ψήφο τους αυτή τη διαμαρτυρία και ελάχιστοι την αποδοχή της ναζιστικής ιδεολογίας μιας χούφτας φανατικών οπαδών εκτός τόπου και χρόνου.
Στην ομιλία σας στο Σύνταγμα, δηλώσατε πατριώτης και διεθνιστής. Στις μέρες μας αυτό προξενεί εντύπωση σε κάποιους…
Ο πατριώτης διεθνιστής ανήκει σ’ αυτούς που πίστεψαν και αγωνίστηκαν με τις ιδέες και τα λάβαρα του ΕΑΜ. Σ’ αυτούς ανήκα κι εγώ, ένας από τους ελάχιστους που είναι ακόμα ζωντανοί και ακόμα ένας από τις μερικές δεκάδες που έχουμε μείνει όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια ως σήμερα πιστοί στην ιδεολογία της νιότης μας. Είχα την τύχη να είμαι μέσα στους εβδομήντα που το ΚΚΕ επέλεξε μέσα από εκατοντάδες χιλιάδες για την κομματική σχολή. Μια μέρα όμως, σ’ ένα μάθημα με δάσκαλο τον Μήτσο Παρτσαλίδη, σηκώθηκα και του είπα: «Σύντροφε, δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά. Όμως σας δηλώνω, ότι θα είμαι πρώτος σε όλες τις μάχες που μας περιμένουν». Αυτός ο διχασμός με βοήθησε να είμαι στην πράξη από τους πρώτους στις θυσίες και ταυτόχρονα να έχω σκέψη ελεύθερη και ανεξάρτητη.
«…Δεν χορτάσανε να με τιμωρούν. Ποιοι; Κάθε φορά ψάχνουνε να βρούνε ένα πάτημα. Τι βρήκαν τώρα, ύστερα από μισό και πλέον αιώνα; Ότι… συνέπλευσα με την Χρυσή Αυγή! Δηλαδή με μια μαύρη τριχούλα μέσα στο γάλα της Λαοθάλασσας που την κατάπιε κυριολεκτικά. Την είδε κανείς; Κανείς! Μόνο μια φωτογραφία και ένα-δυο πλάνα όλα κι όλα. Ήταν σιωπηλοί ακροατές όπως τόσοι και τόσοι από όλες τις πτέρυγες της Βουλής και όλες τις κομματικές παρατάξεις»
Πώς καθόρισε αυτό τη μετέπειτα πορεία σας;
Με βοήθησε να βλέπω πρώτα τα δικά μου σφάλματα και να τα διορθώνω με μεγάλο κόστος απέναντι σε μια ηγεσία που δεν ήθελε να δει τα δικά της σφάλματα, με αποτέλεσμα να οδηγήσει το Κόμμα, τον Λαό και τη χώρα στο απόλυτο Χάος. Αυτό ακριβώς το συνειδητοποίησα στο Δ΄ Τάγμα των πολιτικών εξορίστων στη Μακρόνησο, στα 1949, την ημέρα που ο Νίκος Ζαχαριάδης κατηγόρησε ανοιχτά τον Γιώργο Σιάντο, Γραμματέα του ΚΚΕ στα κρίσιμα χρόνια της ξένης κατοχής και της Μάχης του Δεκέμβρη στα 1944, που τη διηύθυνε ο ίδιος προσωπικά. Την εποχή εκείνη ήμουν διμοιρίτης του Εφεδρικού ΕΛΑΣ και το γεγονός που προανέφερα, το ότι δηλαδή είχα ελεύθερη και ανεξάρτητη σκέψη και παράλληλα βρισκόμουν στην πρώτη γραμμή με τη σιδερένια πειθαρχία που απαιτεί ο ένοπλος αγώνας, με έκανε να διαπιστώσω από τότε την προδοσία του Σιάντου, δηλαδή αυτό που αποκάλυψε ο Ζαχαριάδης πέντε χρόνια αργότερα, όταν πια είχαν χαθεί στον εμφύλιο που μας επιβάλανε οι Άγγλοι δεκάδες χιλιάδες αγόρια και κορίτσια κι απ’ τις δυο μεριές και όταν η Ελλάδα είχε οδηγηθεί σε πλήρη διάλυση.
Ποιες ήταν οι συνέπειες της ελεύθερης και ανεξάρτητης σκέψης μου; Η τοπική ηγεσία του κόμματος και του ΕΛΑΣ, παρά το γεγονός ότι με έβλεπαν να μάχομαι με πειθαρχία και θάρρος στην πρώτη γραμμή, με πέρασαν από Έκτακτο Ανταρτοδικείο τα Χριστούγεννα του 1944, το οποίο με καταδίκασε σε θάνατο! Χωρίς να υπολογίζουν ότι οι Εγγλέζοι με τα τανκς ήταν σε απόσταση αναπνοής και ότι είχα αναλάβει την στρατιωτική ηγεσία ενός λόχου που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή. Ήμαστε ξαπλωμένοι πίσω από μια μάντρα περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να μας επιτεθούν και τότε ανακοινώθηκε με το χωνί ότι είχα καταδικαστεί και ότι έστελναν πολιτοφύλακες για να μας εκτελέσουν, εμένα και τον Τριαντάφυλλο, που ήταν επικεφαλής του δεύτερου λόχου (εγώ ήμουν στον πρώτο). Εκείνη τη στιγμή έριξε το εγγλέζικο τανκ την πρώτη βολή από την οδό Αρτάκης. Ενώ ήμασταν πλάι-πλάι ξαπλωμένοι με τα αυτόματα έτοιμα να υποδεχθούμε το πρώτο κύμα της επίθεσης, γυρίζει προς το μέρος μου ο Τριαντάφυλλος και μου λέει: «Για φαντάσου συναγωνιστή να μας σκοτώσουν οι δικοί μας! Δεν είναι απίστευτο;». Και πάνω στην τελευταία του λέξη, μια σφαίρα στο μέτωπο του Τριαντάφυλλου ανοίγει μια πληγή σαν τριαντάφυλλο, ενώ τα μάτια του ορθάνοιχτα με ρωτούν… Πώς να του απαντήσω;
«Ο πατριώτης διεθνιστής ανήκει σ’ αυτούς που πίστεψαν και αγωνίστηκαν με τις ιδέες και τα λάβαρα του ΕΑΜ. Σ’ αυτούς ανήκα κι εγώ, ένας από τους ελάχιστους που είναι ακόμα ζωντανοί και ακόμα ένας από τις μερικές δεκάδες που έχουμε μείνει όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια ως σήμερα πιστοί στην ιδεολογία της νιότης μας»
Ακολούθησαν τα χρόνια της εξορίας, η Μακρόνησος από όπου πέρασε σημαντικό τμήμα της γενιάς σας.
Στη Μακρόνησο άρχισαν κάποτε να μας προετοιμάζουν γι’ αυτό που μας περίμενε στην χαράδρα του Α΄ Τάγματος, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα. Εμείς κοιμόμαστε στις σκηνές και έξω βρέχει και ο βοριάς ουρλιάζει. Ξαφνικά ακούμε και ανθρώπινα ουρλιαχτά. Το πρωί τρέχουμε στα συρματοπλέγματα και βρίσκουμε ριγμένα επάνω στα σιδερένια αγκάθια σώματα παραμορφωμένα από τα βασανιστήρια. Άλλοι είναι νεκροί και άλλοι μόλις αναπνέουν. Μήνυμα, σαν να θέλανε να μας προειδοποιήσουν: «Αυτό σας περιμένει». Στις 26 Μαρτίου του 1949 μας καλούν στην πλατεία: «Όσοι γεννήθηκαν το 1925 και 1926, ένα βήμα μπροστά. Ετοιμάστε ένα μικρό μπόγο. Σε μισή ώρα αναχωρείτε για το Α΄ Τάγμα». Πείτε μου εσείς τι να σκεφτώ. Η κομματική οργάνωση με καλεί και μου λέει: «Σου αναθέτουμε στη μεταγωγή να φροντίσεις να κρατηθεί ψηλά το ηθικό σας». Όταν μας βασανίζουν στην χαράδρα, είμαστε τριακόσιοι. Την επόμενη μέρα, όταν συνήλθα, ήμουν μόνος, ξαπλωμένος μέσα σε λίμνη αίματος και περιστοιχισμένος από τα ανθρώπινα κτήνη των βασανιστών, που καθώς με βλέπανε να κείτομαι με σπασμένα πλευρά, χέρια και πόδια, με βαθειές πληγές στο κρανίο και το στόμα γεμάτο αίμα που μ’ έπνιγε, γλύφανε τα χείλη τους μπροστά στο ανυπεράσπιστο θύμα τους. Τότε βλέπω τον θηριώδη Μοίραρχο της Χωροφυλακής που μας συνόδευε και που σε όλο το δρόμο διέταζε τους χωροφύλακες να μας χτυπούν με τους υποκόπανους των όπλων τους, τον βλέπω λοιπόν να έχει γονατίσει, να μου σκουπίζει με το μαντήλι του το αίμα από το πρόσωπο και τα μάτια μου και τρομοκρατημένος να μου λέει: «Παιδί μου, παιδί μου, υπόγραψε! Αυτοί είναι κανίβαλοι!». Τον κοιτάζω και συγκινούμαι και προσπαθώ να του πω δυο λόγια. Όμως το αίμα μου πνίγει τη φωνή μου. Τελικά κατορθώνω να του πω «Όχι, όχι». «Γιατί παιδί μου;». «Γιατί είμαι Κρητικός!».
Θυμάστε καλά βέβαια τα στιγμιότυπα εκείνης της σκληρής και συγκλονιστικής εποχής. Κι άλλοι τα θυμήθηκαν αυτές τις μέρες, ανέσυραν πολύ παλιές ιστορίες για να σας επιτεθούν…
Είπα πριν, με μια λέξη, όσα είχα να πω για την προδομένη μου νιότη. Από τότε δεν χορτάσανε να με τιμωρούν. Ποιοι; Κάθε φορά ψάχνουνε να βρούνε ένα πάτημα. Τι βρήκαν τώρα, ύστερα από μισό και πλέον αιώνα; Ότι… συνέπλευσα με την Χρυσή Αυγή! Δηλαδή με μια μαύρη τριχούλα μέσα στο γάλα της Λαοθάλασσας που την κατάπιε κυριολεκτικά. Την είδε κανείς; Κανείς! Μόνο μια φωτογραφία και ένα-δυο πλάνα όλα κι όλα. Ήταν σιωπηλοί ακροατές όπως τόσοι και τόσοι από όλες τις πτέρυγες της Βουλής και όλες τις κομματικές παρατάξεις. Γιατί τελικά τι ήταν η συγκέντρωση; Χιλιάδες χιλιάδων Λαού και δυο ομιλίες που σφράγισαν την ιδεολογική-πολιτική ταυτότητα. Η ομιλία του Καθηγητή Κασιμάτη και η δική μου. Και φυσικά ο χαιρετισμός του Μιχάλη Πατσίκα συνεργάτη μου μαζί με τον Όθωνα Ιακωβίδη από τον καιρό της «Σπίθας» και της εκπροσώπου της Συντονιστικής Επιτροπής των Μακεδονικών Συλλόγων απ’ όλο τον κόσμο.