Υπάρχει μια άλλη κουλτούρα της υπαίθρου, βαθιά ριζωμένη, με ιστορία, με αγώνες, με τιμή. Υπάρχει όμως και μια τωρινή πραγματικότητα που δεν επιτρέπει τίποτα νέο να αναπτυχθεί.
Η αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των νέων που ασχολούνται με τη γη στην Κρητική ύπαιθρο δεν το κάνει από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Επιστρέφει ή παραμένει εκεί επειδή υπάρχει οικογενειακή υποχρέωση, όχι όραμα ή φιλοδοξία. Και δυστυχώς, τις περισσότερες φορές δεν πρόκειται για συνειδητοποιημένους επαγγελματίες, αλλά για εγκλωβισμένους ανθρώπους που συνεχίζουν μια παράδοση για την οποία δε διαφαίνεται κανένα μέλλον.
Όπως μας είπε ένας νέος αγρότης, “στον τόπο μου δεν είδα κανέναν να επιστρέφει για να ξεκινήσει από μόνος του, να φτιάξει κάτι καινούργιο”. Δεν υπάρχει χώρος για νέο αίμα. Όχι γιατί δεν υπάρχουν δυνατότητες, αλλά γιατί όλα είναι πιασμένα. Οι θέσεις, οι αρμοδιότητες, τα «πόστα» ελέγχονται από φατρίες, συντεκνιές, οικογενειακά δίκτυα.
Η νεότερη γενιά που σήμερα ασχολείται με τον πρωτογενή τομέα δεν το κάνει από έρωτα για τη γη ή από στρατηγική επιλογή. Το κάνει από ανάγκη. Επιστρέφει ή μένει στα χωριά γιατί δεν υπάρχει άλλη διέξοδος για αυτή.
Και όταν αυτό γίνεται μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν αποδέχεται τη νεότερη γενιά ως ισότιμο συνομιλητή, αλλά την υποχρεώνει να “γίνει σαν τους παλιούς” για να ενταχθεί, το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος αναπαραγωγής του ίδιου λανθασμένου μοντέλου.
Όταν ο νέος βοσκός σου λέει ότι «αν δεν πήγαινα στις κλεψές, δεν θα με αποδεχόταν κανείς στο σινάφι», τότε δεν μιλάμε για επάγγελμα αλλά για κώδικα τιμής.
Δεν είναι θέμα χαρακτήρα. Είναι θέμα κοινωνικής ένταξης σε ένα πλαίσιο όπου η τιμή μετριέται με όρους αποδοχής σε ένα κλειστό, άγραφο σύστημα εξουσίας.
Και όταν αυτός ο κώδικας στηρίζεται όχι στην παραγωγή, την καινοτομία ή την αξιοκρατία, αλλά στη συνένοχη σιωπή του κλέφτη ή στην υπακοή σε άγραφους “οθωμανικούς” κανόνες, τότε κοινωνική κινητικότητα δε μπορεί να υπάρξει.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν τίμιοι άνθρωποι. Υπάρχουν — και μάλιστα πολλοί. Αλλά δεν ευδοκιμούν. Δεν τους αφήνουν να ευδοκιμήσουν.
Και έτσι φτάνουμε στο σήμερα. Στο σήμερα που ελάχιστοι επιστρέφουν στον τόπο τους για να τον αλλάξουν, για να τον μπολιάσουν με το καινούργιο, γιατί γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι δεν υπάρχει χώρος. Δεν τον θέλουν εκεί. Δεν υπάρχει κίνητρο.
Οι θέσεις είναι κατειλημμένες. Οι δομές άκαμπτες. Οι αγώνες ανήκουν σε άλλους, ανήκουν στο παρελθόν, είναι μέρος της ιστορίας.
Η κοινωνική ιεραρχία που κυριαρχεί δεν θυμίζει καν Μεσαίωνα. Γιατί στον Μεσαίωνα υπήρχε τουλάχιστον μια οργανωμένη, φεουδαλική δομή εξουσίας.
Εδώ, η εξουσία αποτυπώνεται σε αριθμούς και συγγένειες. Σε κουμπαριές: ποιος έχει τα περισσότερα «κεφάλια», ποιος έχει τους περισσότερους γιους, ποια οικογένεια κουβαλά τις περισσότερες ψήφους.
Ο “φιλελεύθερος” Κωσταντίνος Μητσοτάκης είχε μιλήσει ξεκάθαρα για τις στενές σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με αυτό το σύστημα, σε συνέντευξη που είχε δώσει στην Athens Voice.
Εκεί, σχεδόν με περηφάνεια, είπε:
«Το έκανα για να αποκτήσουμε δεσμό. Η κουμπαριά στην Κρήτη εξακολουθεί να μετρά. Ακόμα και σήμερα. Όταν σου ζητά ο άλλος να του βαφτίσεις το παιδί ή να τον παντρέψεις, δύσκολα λες όχι. Στις εκλογές επάνω πολλές φορές σου ζητούσαν να βαφτίσεις παιδιά και βάφτιζα εγώ, βάφτιζε η Μαρίκα. Η Μαρίκα, λοιπόν, θυμάμαι ένα βράδυ βάφτισε πέντε παιδιά».
Είναι μια πραγματικότητα που λειτουργεί με όρους Οθωμανικής εποχής.
Αυτό το σύστημα δεν σπάει εύκολα. Όχι μόνο επειδή είναι βαθιά ριζωμένο, αλλά και γιατί δεν υπάρχει πολιτική ή κοινωνική βούληση να το αλλάξει. Οι πολιτικοί τροφοδοτούν την αναπαραγωγή του. Αυτό φάνηκε και μέσω του σκανδάλου με τις επιδοτήσεις.
Οι νέοι άνθρωποι που θέλουν να επιστρέψουν, να δημιουργήσουν, να επενδύσουν στη γη τους, δεν βρίσκουν χώρο. Δεν βρίσκουν πρόσβαση. Δεν βρίσκουν κανέναν να τους δώσει λόγο και θέση.
Και έτσι η ύπαιθρος στην Κρήτη, παρά τον φυσικό της πλούτο, μένει στάσιμη, κλειστή, αδιέξοδη. Δεν αφήνει στο καινούργιο να ξεφυτρώσει. Το πνίγει. Ερημώνει.
Μια κοινωνία που δεν προχωρά επειδή φοβάται να ανοιχτεί στο καινούργιο.
Μια κοινωνία που ζει με τους μύθους του παρελθόντος και φοβάται το μέλλον.
Κάποιος πρέπει να το πει. Κάποιος πρέπει να το γράψει. Κάποιος πρέπει να απαιτήσει νέα οράματα.
Πρέπει να απαιτήσουμε να βγουν στο προσκήνιο νέοι άνθρωποι στην ύπαιθρο. Άνθρωποι που θα έχουν επιλέξει την ύπαιθρο όχι για να αποσυρθούν αλλά για να δημιουργήσουν και να καταξιωθούν μέσα από τη δραστηριότητά τους.
Αλλιώς, θα συνεχίσουμε να παγιδευόμαστε σε έναν τόπο που έχει όλα τα προσόντα να ακμάσει, αλλά επιμένει να σαπίζει από μέσα.
Με τους πολιτικούς – κυρίως της ΝΔ – να κάνουν ότι περνά από τα χέρια τους για να μην αλλάξει η κατάσταση.