Ηαρχική απόφαση ήταν ένα ακόμη διάγγελμα Μητσοτάκη την Παρασκευή, για την ανακοίνωση της παράτασης του lockdown και την ταυτόχρονη προαναγγελία της σταδιακής άρσης των περιορισμών από τις 7 Δεκεμβρίου.
Η απόφαση «κάηκε» στις εκατόμβες των νεκρών των τελευταίων ημερών, στα αλλεπάλληλα ρεκόρ στους αριθμούς των διασωληνωμένων ασθενών και στην σαφή προειδοποίηση των επιδημιολόγων προς την κυβέρνηση ότι δεν πρόκειται να αναλάβουν την ευθύνη μετατροπής της Θεσσαλονίκης σε Μπέργκαμο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση κάνει πίσω μπροστά στην απώλεια του ελέγχου της πανδημίας – αυτή την φορά όμως, όλες τις επιλογές του Μαξίμου τις καθορίζει αποκλειστικά και μόνον ο φόβος: Είναι ο φόβος της κατάρρευσης του ΕΣΥ στην βόρεια Ελλάδα και η πλήρης επίγνωση ότι το δημόσιο σύστημα Υγείας – έτσι όπως είναι, και έτσι όπως δεν ενισχύθηκε στοιχειωδώς το τελευταίο οκτάμηνο – δεν αντέχει την παραμικρή αναζωπύρωση της πανδημίας.
Με αυτό το δεδομένο, οι ανακοινώσεις Μητσοτάκη μετατίθενται οριστικά για την επόμενη εβδομάδα, όπως ο ίδιος προανήγγειλε κατά την χθεσινή του τηλεδιάσκεψη με τους επικεφαλής των υγειονομικών περιφερειών της χώρας, και το βασικό σενάριο που προκρίνεται – αυτή την στιγμή – στο Μαξίμου είναι να μην τεθούν συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα αλλά ένα πλαίσιο χαλάρωσης και σύσφιξης των περιορισμών αναλόγως του επιδημιολογικού φορτίου σε κάθε περιοχή της χώρας, και κυρίως αναλόγως των αντοχών του ΕΣΥ.
Σ’ αυτό το σενάριο οδήγησαν οι δύο «κόκκινες γραμμές» που έχουν βάλει οι επιδημιολόγοι για να ξεκινήσει η άρση των μέτρων: Την υποχώρηση των ημερήσιων κρουσμάτων στο επίπεδο των 500 ημερησίως και την αποσυμφόρηση του συστήματος Υγείας σε βαθμό τέτοιο ώστε να είναι κενό του 30% έως 40% των κλινών covid σε όλη την χώρα.
Κανένας από τους δύο στόχους δεν φαίνεται εφικτός πριν από τα μέσα, εάν όχι και τα τέλη Δεκεμβρίου. Και, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η επιτροπή Τσιόδρα έχει διαμηνύσει στο Μαξίμου ότι ουδείς εκ των επιστημόνων – μελών της παίρνει την ευθύνη να εισηγηθεί ουσιαστική άρση περιορισμών πριν περάσουν τουλάχιστον δύο εβδομάδες ακόμη.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, μάλιστα, κάποια από τα μέλη της επιτροπής είναι ακόμη πιο κατηγορηματικά και εισηγούνται να μην ανοίξουν ούτε τα σχολεία, ούτε η εστίαση έως το τέλος του χρόνου. Πρόκειται για μια εισήγηση που, πλην δραματικών εξελίξεων, δεν θα ακολουθηθεί λόγω της οικονομικής ασφυξίας και των έντονων πιέσεων από την αγορά.
Ωστόσο, το πλαίσιο των αποφάσεων που βρίσκεται πια στο τραπέζι, στην πραγματικότητα δείχνει ένα διαρκές, light lockdown διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Αυτό υπαγορεύουν αφενός ο πολύ χαμηλός ρυθμός μείωσης των κρουσμάτων, ειδικά στην βόρεια Ελλάδα, μετά από καραντίνα τεσσάρων εβδομάδων, και αφετέρου οι επιστημονικές προειδοποιήσεις για πιθανό τρίτο κύμα της πανδημίας τον Φεβρουάριο.
Ως συνέπεια, το σχέδιο που σκοπεύει να παρουσιάσει την επόμενη εβδομάδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα περιλαμβάνει μια πολύ συγκρατημένη χαλάρωση των περιορισμών για τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς – «ίσα ίσα για να πάρει μια ανάσα η αγορά», όπως λέει πηγή με γνώση των εισηγήσεων της επιτροπής -, και, στην καλύτερη περίπτωση, επαναλειτουργία μόνον των δημοτικών σχολείων για δύο εβδομάδες έως τα Χριστούγεννα.
Από εκεί και πέρα, αυτή την στιγμή οι επιδημιολόγοι κρίνουν ως απαγορευτική την απελευθέρωση των μετακινήσεων από νομό σε νομό, ενώ ειλημμένη είναι και η απόφαση για διατήρηση της νυχτερινής απαγόρευσης κυκλοφορίας, καθώς και των SMS μετακίνησης «ενδεχομένως και για κάποιους μήνες ακόμη», με ένα μικρό διάλειμμα ίσως στη διάρκεια των εορτών.
Το μοντέλο αυτό, κατά τις ίδιες εισηγήσεις, θα πρέπει να διατηρηθεί και τους επόμενους μήνες έως την άνοιξη, με την προσδοκία πάντοτε ότι δεν θα χρειαστεί τρίτο, καθολικό lockdown και με την πρόβλεψη να επιβάλλεται άμεσα και έγκαιρα τοπική καραντίνα σε όσους νομούς ή περιφέρειες εμφανίζουν επικίνδυνη έξαρση του επιδημιολογικού φορτίου.