Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης αναφέρονται εδώ και μήνες στο φετινό «θαύμα» του ελληνικού τουρισμού με τη χώρα μας υποδέχεται σε μια σεζόν τον αριθμό ρεκόρ των 30.000.000 τουριστών– βάσει πάντα των κρατήσεων που έχουν γίνει και των εκτιμήσεων των μεγάλων τουριστικών γραφείων. Ήδη από τον Μάρτιο γινόταν λόγος για αύξηση κατά 40% των κρατήσεων σύμφωνα με το μεγάλο τουριστικό πρακτορείο Thomas Cook. Μόνο δε οι Γερμανοί τουρίστες που αναμένεται να έχουν επισκεφθεί τη χώρα μας μέχρι το τέλος της τουριστικής περιόδου υπολογίζονται σε 3εκατ ενώ οι προκρατήσεις Ρώσων τουριστών πολλαπλασιάστηκαν ακόμη και κατά τέσσερις φορές. Οι λόγοι πολλοί, αλλά πρωτίστως η ασφάλεια που προσφέρει η Ελλάδα συγκριτικά με τις παραδοσιακά ανταγωνιστικές της, στον τουριστικό τομέα, χώρες όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος και γενικότερα οι χώρες του Μαγκρεμπ.
Η ελληνική κυβέρνηση φυσικά ποντάρει στα έσοδα από τον τουρισμό, τόσο για την είσοδο χρημάτων στο κρατικό ταμείο όσο και για την τόνωση της πραγματικής οικονομίας ενώ παράλληλα κατά την τουριστική σεζόν σημειώνεται και μια σημαντική μείωση της ανεργίας αφού πολλοί είναι αυτοί που εργάζονται ως εποχικό προσωπικό σε τουριστικές επιχειρήσεις και έτσι τα ποσοστά απασχόλησης είναι αυξημένα.
Ποιες είναι όμως οι συνθήκες εργασίας αυτών που απασχολούνται σε τουριστικές επιχειρήσεις και εν τέλει κατά πόσο επωφελούνται από αυτή την αναμενόμενη σημαντική αύξηση της τουριστικής κίνησης, πέραν του ότι για κάποιους μήνες έχουν δουλειά;
Σε αυτή την συχνά αθέατη για τουρίστες και πολυσυζητημένη αλλά ποτέ ουσιαστικά πραγματικότητα που βιώνουν για μήνες οι εργαζόμενοι σε τουριστικές επιχειρήσεις, αναφέρεται ρεπορτάζ του γερμανικού τηλεοπτικού σταθμού ARD.
Με το θέμα ασχολήθηκε η εκπομπή Europa Magazin, σε ένα ρεπορτάζ με τον τίτλο «Ελλάδα: Σύγχρονοι σκλάβοι» και γίνεται εκτενής αναφορά στις συχνά κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας και στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες καλούνται αν ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. «30 εκατομ. τουρίστες περιμένει φέτος η Ελλάδα… Με την αύξηση του τουριστικού κύματος δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος, η λιγότερο φωτεινή» αναφέρεται στο εισαγωγικό σχόλιο της εκπομπής σύμφωνα με την Deutsche Welle.
Για να ανακαλύψει αυτήν την άλλη πλευρά η ρεπόρτερ Έλεν Τραπ ταξίδεψε στη Σαντορίνη, ρώτησε εργαζόμενους και κατέγραψε τα όσα της είπαν και όσα η ίδια είδε. «Για τους μεν είναι παράδεισος, για τους άλλους, τους εργαζόμενους στον τουρισμό είναι κόλαση, οι χειρότεροι μήνες του χρόνου, 7 μήνες χωρίς διακοπή, πολλές φορές ούτε μια ημέρα».
Η δημοσιογράφος συνάντησε στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου μια κοπέλα από την Αθήνα, η οποία για 6 ημέρες εργασίας την εβδομάδα, πληρώνεται 1.000 ευρώ. «Είναι σούπερ» σχολιάζει η ρεπόρτερ, «όμως τα προηγούμενα χρόνια η κοπέλα ήταν μια από τις σύγχρονες σκλάβες του νησιού, κέρδιζε λιγότερο από 1.000 ευρώ, με απλήρωτες υπερωρίες, ενώ ορισμένες εργαζόμενες δεν ήταν καν ασφαλισμένες. Υπάρχουν πολλές αλλά σιωπούν από φόβο μη χάσουν τη δουλειά τους». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν, όπως αναφέρει η δημοσιογράφος, και οι εξαιρέσεις όπως ξενοδοχεία που απασχολούν προσωπικό υψηλών προδιαγραφών, το οποίο και πληρώνουν ικανοποιητικά.
Ο κανόνας όμως;
Το ρεπορτάζ προβλήθηκε την Κυριακή και για την Πέμπτη 20 Ιουλίου έχει προκηρυχθεί 24ωρη πανελλαδική απεργία από την Ομοσπονδία Επισιτισμού – Τουρισμού καθώς «παρά τη συνεχή μεγέθυνση και τα ρεκόρ επισκεψιμότητας και εσόδων η εργοδοτική ασυδοσία έχει επιφέρει απορρύθμιση και χειραγώγηση των εργασιακών σχέσεων, μισθολογική ανισότητα, με συνεχή και βίαιη αποειδίκευση των κλαδικών ειδικοτήτων σε όρους εργασίας και αποδοχές ανειδίκευτου εργάτη, αλλά και γενικευμένη ανασφάλεια από την επιβολή ενός νέου εργασιακού μοντέλου χαμηλού εργασιακού κόστους, σε συνδυασμό με ευελιξία και περιορισμένα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα».
Για όσους δε αμφισβητούν τα προβλήματα που υπάρχουν στον συγκεκριμένο τομέα, αρκεί μια ματιά και στα στοιχεία που έρχονται από τους ελέγχους της Οικονομικής Αστυνομίας σε τουριστικέ επιχειρήσεις δημοφιλών τουριστικών προορισμών όπου 1 στις 2 επιχειρήσεις που ελέγχθηκαν (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και το 100%) παραβιάζει όχι μόνο τη φορολογική αλλά και την ασφαλιστική νομοθεσία και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό.