Στην Ελλάδα υπάρχει κάποιες φορές η αίσθηση ότι ο μόνος τρόπος για να αλλάξουν τα πράγματα, είναι μόνο μέσω μίας μεγάλης καταστροφής ή μίας μεγάλης επανάστασης.
Πριν 57 χρόνια, στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 είχαμε μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στις ελληνικές θάλασσες. Συνέβη κοντά στην βραχονησίδα Φαλκονέρα (23 ν.μ. βορειοδυτικά της νήσου Μήλου), όταν το επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «Ηράκλειον», που εκτελούσε το δρομολόγιο Χανιά – Πειραιάς, βυθίστηκε, λόγω μετατόπισης φορτίου, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο 224 άνθρωποι.
Τότε, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (3η κυβέρνηση “Αποστατών”) κήρυξε εθνικός πένθος για μια εβδομάδα, σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη κήρυξε 3ήμερο εθνικό πένθος. Τότε εξοργισμένοι πολίτες έσπευσαν στα γραφεία της εταιρείας Τυπάλδου, σήμερα εξοργισμένοι νέοι κυρίως άνθρωποι, φοιτητές, έσπευσαν στα γραφεία της ιταλικής εταιρείας Hellenic Trains που για 45 εκ. ευρώ εν μέσω πιέσεων των δανειστών ελέγχει την ΤΡΑΙΝΟΣΕ.
Αλλά δε σταματούν εδώ οι ομοιότητες με το φρικτό έγκλημα του “Ηράκλειον”
Στην τραγωδία του Ηράκλειον, υπήρξαν παραλείψεις στους όρους ασφαλείας, κακή φόρτωση των αυτοκινήτων, ελλιπής κατασκευή του συστήματος ασφάλειας της «μπουκαπόρτας», έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχομένων υδάτων και υψηλή ταχύτητα του πλοίου πάρα τη θαλασσοταραχή, για τη διατήρηση της φήμης του ως του ταχύτερου οχηματαγωγού της γραμμής Κρήτης ενώ ήταν ένα σαπιοκάραβο.
Στην τραγωδία των Τεμπών, υπήρξαν και εδώ τεράστιες παραλείψεις στους όρους ασφαλείας. Κατ’ ομολογία του προέδρου του ΟΣΕ, ο ΟΣΕ δε μπορούσε να κάνει προληπτική συντήρηση του δικτύου διότι αυτή απαιτεί 50 εκατ. ευρώ τον χρόνο ενώ για το 2022 ο Οργανισμός πήρε 25 εκατ. ευρώ από το υπουργείο Μεταφορών γι’ αυτόν τον σκοπό, δηλαδή τα μισά! Γι’ αυτό και η συντήρηση – πρόσθεσε – δεν είναι προληπτική αλλά «διορθωτική», με ό,τι αυτό σημαίνει για την ασφάλεια των μεταφορών.
“Δεν λειτουργούν τα φωτοσήματα, το σύστημα τηλεδιοίκησης και ελέγχου κυκλοφορίας που προστατεύει από το ανθρώπινο λάθος (ECTS) και το σύστημα επικοινωνίας (GSMR).
Τα φωτοσήματα είναι τα φανάρια, ενώ το σύστημα τηλεδιοίκησης είναι αυτό που με ηλεκτρικούς χειρισμούς καθορίζει την πορεία των τρένων. Επιτρέπει στο μηχανοδηγό να βλέπει ενδείξεις για όσα τρένα υπάρχουν σε απόσταση 300 χιλιομέτρων. Εμείς δεν βλέπουμε τίποτα”.
Όπως λέει ο κύριος Γενιδούνιας “αν λειτουργούσε έστω η φωτοσήμανση (είναι σε δυσλειτουργία 20 χρόνια), οι μηχανοδηγοί θα έβλεπαν την κόκκινη ένδειξη και τα τρένα θα σταματούσαν, σε απόσταση 500 μέτρων μεταξύ τους”.
Γιατί όμως, δεν λειτουργούσαν τα συστήματα που έχουμε αγοράσει;
“Ρωτήστε τους υπεύθυνους, γιατί δεν απαντούν σε εμάς. Η μόνιμη επωδός είναι ότι δεν λειτουργεί, πως θα το φτιάξουν, μετά μας λένε πως χάλασε, ότι θα κάνουν σύμβαση με εργολάβο, έπειτα ότι θα κάνουν σύμβαση με άλλο εργολάβο και ούτω καθ’ εξής”.
Την ίδια στιγμή αποκαλύφθηκε ότι το επιβατικό τρένο ήταν ένα από τα τρένα που είχε αποφασίσει η Ελβετία να ξεφορτωθεί ως “σκραπ” επειδή ήταν τόσο επικίνδυνα.
Ναι, 57 χρόνια μετά, η ιστορία στην Ελλάδα φαίνεται ότι επαναλαμβάνεται. Όχι ως φάρσα όμως. Αν και τα χρόνια πέρασαν, η Ελλάδα μοιάζει σα να μην έχει αλλάξει. Επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη και περιμένει μια μεγάλη καταστροφή για να κάνει τα αυτονόητα. Μέχρι να φτάσει αυτή η καταστροφή, τα πράγματα λειτουργούν λόγω του φιλότιμου και της αυτοθυσίας ανθρώπων που σε στιγμές κρίσης του αποκαλούν ήρωες όμως συνήθως τους αποκαλούν ηλίθιους (σαν αυτό του Ντοστογιέφσκι). Στην Ελλάδα τους λένε μαλάκες…
Το ναυάγιο του «Ηράκλειον» αφύπνισε το ελληνικό κράτος, που προχώρησε στη δημιουργία του θαλάμου επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία. Το ναυάγιο προκάλεσε την κατάρρευση της Typaldos Lines, που κυριαρχούσε τότε στην εγχώρια ακτοπλοΐα, ενώ μπήκαν οι πρώτες ιδέες για τη δημιουργία των Ναυτιλιακών Εταιρειών Λαϊκής Βάσης.
Το ατύχημα στα Τέμπη πού θα οδηγήσει; Ποιος θα καταδικασθεί για τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων επειδή δεν λειτούργησαν τα συστήματα ασφαλείας; Ποιες αλλαγές θα υπάρξουν σε σχέση με την ασφάλεια; Ποιες θα είναι οι συνέπειες προς την εταιρεία;
Πάνω όμως απ’ όλα αυτά τα ερώτηματα, υπάρχει ένα καίριο ερώτημα που πρέπει κάποια στιγμή να απαντηθεί από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας:
Γιατί θα πρέπει στην Ελλάδα μόνο μετά από κάμια μεγάλη τραγωδία να αλλάζουν τα πράγματα;