20.8 C
Chania
Thursday, November 21, 2024

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΘΕΣΣΑΛΙΑ – Του Στρατή Παπαμανουσάκη

Ημερομηνία:

Του Στρατή Παπαμανουσάκη

«Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή».

 (Ρήγας, Ο Θούριος)

 

Διασχίσαμε πολλές φορές τη Θεσσαλία, πηγαίνοντας προς τη Μακεδονία και τα Βαλκάνια, κι αφήσαμε στο τέλος το καθεαυτό θεσσαλικό ταξίδι, έτσι που νομίζαμε ότι δεν θα είχαν να μας πουν πολλά ακόμη αυτά τα μέρη. Μα όταν από τη Στυλίδα, παρακάμπτοντας το όρος Όθρυς, μπήκαμε στη γη της Θεσσαλίας, περνώντας πλάϊ στον Παγασητικό τον Αλμυρό, τη Νέα Αγχίαλο, ως το Βελεστίνο, αλλάξαμε τελείως διάθεση, με όσα πρωτόγνωρα είχαμε να δούμε.

Αμέσως γίνηκε μεγάλη, πελώρια, γιγαντώθηκε η πατρίδα του Βελεστινλή, γέμισε όλη την υπόδουλη ακόμη Ελλάδα, τη Ρούμελη, τη Μικρά Ασία, τα Νησιά, τη Βλαχομπογδανία, και σάλπισε την Επανάσταση «υπέρ των Νόμων Ελευθερία Ισοτιμία  Αδελφότης και της Πατρίδος». Κι αν κακοπάθησε μετά το ΄21, και άργησε ως το 1881 να απελευθερωθεί η Θεσσαλία, να περάσει τα δεινά του ΄97 κι όλη τη λύσσα της Ξενοκρατίας, όπως την είπε ο Φιλάρετος, ως τα σήμερα, ο Ρήγας στάθηκε οδηγός, προφήτης, ιεροφάντης μιας  Νέας Πολιτικής Διοίκησης, για όλους τους λαούς της περιοχής μας. Από τις αρχαίες Φερρές, γενέθλιο τόπο, μέχρι τα ταξίδια του στην Πόλη, το Ιάσιο, το Βουκουρέστι, τη Βιέννη, μέχρι το στερνό στο Βελιγράδι, πέρασε ο πρωτομάρτυρας από τη ζωή στον θάνατο και στην αθανασία.

Μα δεν ήταν ο πρώτος θεσσαλός ταξιδευτής της ελληνικής ιδέας, του αγώνα και του πάθους της πράξης. Στον τόπο, ανάμεσα στην Οίτη και τον Όλυμπο, όπου οι ολύμπιοι θεοί αντιπάλεψαν με τους τιτάνες για την κατάκτηση της γης, του ουρανού και της θάλασσας, πρώτοι ταξιδευτές οι γιοι του Ασκληπιού από την Τρίκκη, τα Τρίκαλα, που με δέκα πλοία πήραν μέρος στην πανελλήνια εκστρατεία  στην Τροία, πρώτο ελληνικό αποικισμό στη Μικρά Ασία. Και από τη θεσσαλική Φθία ξεκίνησε ο Πηλείδης Αχιλλέας με τους μυρμιδώνες του, ο μέγιστος ήρωας του Τρωϊκού Πολέμου, που τη δόξα του έψαλλε ο Όμηρος στην αθάνατη Ιλιάδα. Ύστερα ήρθε η σειρά των αργοναυτών, να πάρουν πίσω το χρυσόμαλλο δέρας, από το κριάρι, που η Νεφέλη έστειλε στα παιδιά της, τον Φρίξο και την Έλλη, να τα σώσει στην Κολχίδα. Από την Ιωλκό, τη Μαγνησία, ξεκίνησε η Αργώ για να περάσει τα στενά του Ελλησπόντου, να φθάσει ως τα βάθη του Εύξεινου Πόντου, και να γυρίσει με το χρυσό τρόπαιο της, δεύτερο ελληνικό αποικισμό, στη χώρα του Αιήτη και της Μήδειας, που με το φρικτό της πάθος διαχώρισε έλληνες και βαρβάρους. Έτσι λαμπρά ξεκίνησαν οι θεσσαλοί στην αρχαιότητα, οι Αλευάδες στη Λάρισσα, οι Εχεκρατίδες στα Φάρσαλα, οι Σκοπάδες στην Κραννώνα, το κατόπιν Κιλελέρ, μέχρι τότε που ο Αλεύας ο Πυρρός ένωσε υπό το σκήπτρο του όλη τη θεσσαλική τετραρχία (Πελασγιώτιδα, Θεσσαλιώτιδα, Ιστιαιώτιδα, Φθιώτιδα). Αλλά ακολούθησαν οι πέρσες, μακεδόνες και ρωμαίοι, οι βυζαντινοί, σλαύοι, και φράγκοι, οι βλάχοι, το δουκάτο Νέων Πατρών, το ηπειρωτικό  δεσποτάτο. Τουρκοκρατία, Επανάσταση, Ένωση, συμπλήρωσαν τη θεσσαλική ιστορία. Αλλά τον εθνικό αγώνα διαδέχθηκε η κοινωνική πάλη, η μάχη τσιφλικάδων και κολλήγων, η αντιπαλότητα γλωσσαμυντόρων και δημοτικιστών, παλιού και νέου, συντήρησης και προόδου. Και η Θεσσαλία έπαιξε σε όλα αυτά σπουδαίο ρόλο, ταξιδεύοντας ατρόμητη στα κύματα της ελληνικής και της ιδιαίτερης της πορείας.

Στον δρόμο από το Βελεστίνο προς τον Βόλο περνάμε, με μικρή παράκαμψη, από τους σημαντικούς προϊστορικούς οικισμούς Σέσκλο και Διμήνι, με ζωή τουλάχιστον από την 7η χιλιετία π.Χ. Στον λόφο, στο Διμήνι, με τους έξι περιβόλους, τους θολωτούς τάφους και τα πάμπολλα νεολιθικά ευρήματα, κεραμικά, κτερίσματα, θηλυκά ειδώλια, ο πιο παλιός οικισμός στη Ελλάδα. Και μετά από αυτόν η ακρόπολη του Σέσκλου κι απέναντι ο λόφος Β, με όσα κρύβει. Η εύφορη πεδιάδα και η θάλασσα φαίνεται  πως τροφοδοτούσαν αυτούς τους οικισμούς, που φαίνεται πως ζούσαν άνετα, επικοινωνούσαν με πολλούς άλλους τόπους και σκάλιζαν κοσμήματα από πηλό και όστρακα, με τη γεωμετρική ευαισθησία τους.

Φθάνομε πια στον Βόλο, ονομασία από παραφθορά μάλλον της αρχαίας Ιωλκού, δίπλα στις Παγασές, στη Δημητριάδα, που έκτισε ο μακεδόνας Δημήτριος ο Πολιορκητής, κι έξω απ΄ αυτή τη Νέα Ιωνία, που έκτισαν οι πρόσφυγες του 1922. Τα Πευκάκια, τα Παλαιά, το Καστρίν, η Γορίτσα, η παραλία, ορίζουν σήμερα την ωραία πόλη του Βόλου, που αναπτύχθηκε πολύ από την μακραίωνη εποχή της τουρκοκρατίας ακόμη, έγινε βιομηχανικό, εμπορικό, πνευματικό κέντρο όλης της Θεσσαλίας. Ήδη από το 1830 άρχισαν σταδιακά να κτίζονται έξω από το λιμάνι εργαστήρια, βιοτεχνίες, εργοστάσια. Χαλβαδοποιεία, αλευρόμυλοι, βυρσοδεψεία, μεταλουργεία, υφαντουργεία. Το 1885 έφθασε εδώ ο σιδηρόδρομος,  άρχισαν έπειτα να υψώνονται τα νεοκλασικά κτίρια της πόλης, η Τράπεζα Αθηνών, το Δημοτικό θέατρο, το Δημοτικό Ωδείο, οι εκκλησίες Αγίου Κωνσταντίνου  Αγίου Νικολάου και Μεταμόρφωσης, η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου και η καπναποθήκη Παπαστράτου. Κτυπήθηκε η πόλη από τους σεισμούς του 1954-55, μεταβλήθηκαν μέγαρα σε μονοκατοικίες, που κι αυτές θυσιάστηκαν στις πολυκατοικίες, μα ο Βόλος δεν σταμάτησε να προχωρεί, έστω αλλαγμένος. Απόκτησε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το Ολυμπιακό Στάδιο, το Γενικό Νοσοκομείο, το αεροδρόμιο. Και σήμερα  μπορούμε να δούμε την εξέλιξη της πόλης και της περιοχής, στα διάφορα μουσεία της, αρχαιολογικό, λαογραφικό, βιομηχανικό, τέχνης, εντομολογικό, σιδηροδρομικό, τυπογραφικό. Ιδιαίτερα στο Μουσείο της Πόλης του Βόλου και στη Βιβλιοθήκη των Τριών Ιεραρχών, με το αρχείο του Ζωσιμά Εσφιγμενίτη.

Στην παραλία του Βόλου απολαυστικά τα τσιπουράδικα, ανανεούμενη η εμπορική πελατεία, αέναη η κίνηση του φοιτητόκοσμου. Κι αναπολούμε τις χαμένες πια μορφές, του Θεόφιλου, περίφημου λαϊκού ζωγράφου, που άφησε εδώ το αποτύπωμα του, ανεπανάληπτου συνθέτη της ελληνικής ψυχής, της φύσης και του αγώνα. Του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, βολιώτη ιταλικής καταγωγής, φημισμένου καλλιτέχνη της μεταφυσικής ζωγραφικής, εκφραστή των σύγχρονων πνευματικών ρευμάτων. Του Αλέξανδρου Δελμούζου, μέγιστου παιδαγωγού, ιδρυτή του σπουδαίου Παρθεναγωγείου Βόλου, μαχητή του δημοτικισμού και της κοινωνικής προόδου.  Του αγαπημένου μας καθηγητή Νικόλαου Πανταζόπουλου, ακούραστου ερευνητή της νομικής επιστήμης, υπέρμαχου των λαϊκών εθίμων και της διαλεκτικής συνάρτησης ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου. Και του Κίτσου Μακρή, μεγάλου θεσσαλού λαογράφου, μελετητή της λαϊκής τέχνης του Πηλίου και του έργου του Θεόφιλου, δωρητή της σπουδαίας συλλογής και του σπιτιού του στο θεσσαλικό Πανεπιστήμιο.

Πήλιο

Στη σκέψη μας λοιπόν ο Βόλος και οι βολιώτες σαν ξεκινήσαμε τον υπέροχο γύρο της χερσονήσου Μαγνησίας. Στα δεξιά μας η εσωτερική, ανατολική ακτή του Παγασητικού, Αγριά, Λεχόνια, Γκατζέα, Καλά Νερά, Αργαλαστή, Άφυσσος, Χόρτο, Μηλίνα, Μαραθιάς, Τρίκερι, Αγία Κυριακή, κάθε σημείο κι ένα ειδυλλιακό, θαλασσινό τοπίο, αβάστακτη ομορφιά, που μας μαγεύει.  Μπάνιο και διανυκτέρευση και το άλλο πρωί αντίστροφη πορεία, Λάφκος, Προμύριο, Πλάτανος, Μετόχι, Ξυροβρύση, Νεοχώρι, ο δεύτερος παραδείσιος κύκλος. Ύστερα πια τα λόγια δεν μπορούν να αποτυπώσουν τις εικόνες. Μηλιές, με το σχολείο του Άνθιμου Γαζή και το λαογραφικό μουσείο, Βυζίτσα, με τα αρχοντικά πυργόσπιτα, Τσαγκαράδα, με τον χιλιόχρονο πλάτανο της Αγίας Παρασκευής, Κισσός, με το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Αγίας Μαρίνας, Χορευτό, με τα πλατάνια πάνω στην αμμουδιά, Ζαγορά, με το Ελληνομουσείο, όπου φοίτησε ο Ρήγας, Πουρί, ψηλά μέσα στο δάσος, Χάνια, με τις ταβέρνες τοπικών φαγητών, Πορταριά, με το καφενείο του Θεόφιλου και με τον Άγιο Νικόλαο στην Πλατεία, Μακρυνίτσα, το μπαλκόνι του Πηλίου, με τις εκκλησιές  Παναγίας, και των Αγίων Γεωργίου και Αθανασίου, Ανακασιά, με τις ζωγραφιές του Θεόφιλου και πάλι Βόλος. Πήλιο, θερινή κατοικία των θεών, πατρίδα των Κενταύρων, βουνό, ουρανός και θάλασσα, χωριά, εκκλησιές, σχολεία. Δάση βελανιδιάς, οξιάς πλατάνου, καλλιέργειες ελιάς, αχλαδιάς, μηλιάς, ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα, από τον κρόκο μέχρι τις χελώνες και τις πεταλούδες. Και η κτισμένη φύση, η πηλιορείτικη αρχιτεκτονική, το υλικό της πέτρας και του ξύλου, σπίτια μέσα στο πράσινο, εκκλησίες με τις άγιες ζωγραφιές, τα υπόστεγα πεζούλια, κρήνες με τα κρυστάλλινα νερά, γέφυρες, μονοπάτια. Πήλιο, ένας εξαίσιος πίνακας, ένα ποίημα ερωτικό και μια θεϊκή πλάση.

Τσαγκαράδα

Διαλέξαμε να κάνομε τον γύρο της Θεσσαλίας από τα δυτικά και έτσι έγινε η  πρώτη μας στάση στα Φάρσαλα, πιθανή πατρίδα του Αχιλλέα. Από τη κεντρική πλατεία, με τον χαλβά και τις φακές, τα τοπικά προϊόντα, επισκεφθήκαμε τον μυκηναϊκό θολωτό τάφο, και λίγο έξω από την πόλη το Νυμφαίον, μεγάλο σπήλαιο, ιερό του Πανός και των νυμφών, του 6ου π.Χ. αιώνα. Αλλά όλα αυτά τα υπερβαίνει η βαριά πολεμική ιστορία του τόπου. Πεδίο ιστορικών μαχών η πεδιάδα των Φαρσάλων. Το 364 π.Χ. οι θηβαίοι του Πελοπίδα αντιμετώπισαν  νικηφόρα τον Αλέξανδρο των Φερρών, εκεί σε μια φοβερή μάχη, καμπή της θηβαϊκής ηγεμονίας. Σκοτώθηκε όμως ο Πελοπίδας και από τότε βάδισε η Θήβα προς τη δύση της. Στον ίδιο τόπο, το 197 π.Χ., οι ρωμαίοι κατανίκησαν τους μακεδόνες, ο Τίτος Φλαμινίνος τον Φίλιππο Ε΄ Μακεδονίας, προοίμιο της τελικής πτώσης της Ελλάδας, το 168 π.Χ.  στη Μάχη της Πύδνας. Στα Φάρσαλα, το 48 π.Χ., δόθηκε η αποφασιστική μάχη του ρωμαϊκού εμφυλίου μεταξύ Καίσαρα και Πομπήϊου, που στερέωσε την εξουσία του Ιουλίου. Άτυχη σύμπτωση, το 1897, για τον Διάδοχο Κωνσταντίνο η δική του μάχη των Φαρσάλων, μια αμυντική γραμμή με μερικές αψιμαχίες και τη ταπεινωτική υποχώρηση. Αναζητούμε ατελέσφορα, δυτικά της πόλης, μεταξύ των χωριών Σκοτούσας, Θετιδίου, Αγίας Τριάδας, το πεδίο της μάχης στις περίφημες Κυνός Κεφαλές. Γιατί άγνωστος μένει ακόμη ο ακριβής τόπος των μαχών, ένα μυστήριο καλύπτει αυτή την περιοχή, σαν όλα τα μεγάλα μυστήρια της ιστορίας, που αφήνουν ανεξήγητο το πως και το γιατί αυτής της αέναης μάχης των ανθρώπων, στους αιώνες.

Προσπεράσαμε γρήγορα τους Σοφάδες, νεόκτιστη κωμόπολη μετά από τους σεισμούς του 1955 και φθάσαμε απόγευμα στην Καρδίτσα (Καρυδιά, Καρυδίτσα), μόλις είχε σηκωθεί από τον ήσυχο μεσημεριανό της ύπνο. Κανένα ίχνος πια από τις μάχες του ΕΛΑΣ κατά των γερμανών το 1943, και από τις μάχες του εμφυλίου πολέμου του 1948. Νέα σχετικά η πόλη της Καρδίτσας, αναφέρεται σε οθωμανικές πηγές του 15ου αιώνα, αλλά από την τουρκοκρατία απόμειναν σήμερα μόνο κάποια τοπωνύμια και η οικία Γεροντοπούλου, στον Καρατζά μαχαλά, διώροφη, επιβλητική, να ξεχωρίζει από τα ταπεινά τουρκικά σπίτια. Από την οδό Βάλβη ως την Αγορά η παλιά Καρδίτσα, στο κέντρο το πάρκο «Παυσίλυπον» με τα αγάλματα του Καραϊσκάκη, του Πλαστήρα, και των μουσών, που μεταφέρθηκαν από την πλατεία Ομονοίας των Αθηνών, η Εθνική Τράπεζα, και γύρω εκεί το Δημαρχείο, το Παλιό Γυμνάσιο, το Δικαστικό και το Επισκοπικό Μέγαρο, το «Παλλάς», το ξενοδοχείο «Άρνη». Από τις εκκλησίες διακρίνονται η Ζωοδόχος Πηγή Καμινάδων, από το 1842, η Μητρόπολη Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ο Άγιος Νικόλαος στον Αγιάς μαχαλά.  Πλούσια και από μουσεία η πόλη, για όποιον θέλει να εντρυφήσει στην παλιά και τη νεότερη ιστορία της, μα ο χρόνος ποτέ δεν επαρκεί για όλα. Μια ωραία, ήρεμη, απλή διαμονή στην Καρδίτσα, οι βραδινές καφετέριες πολυσύχναστες, κι ο ρεμβασμός του καλοκαιριού ακαταμάχητος. Και το ξημέρωμα της άλλης μέρας αργό, ζεστό, νωχελικό, μέχρι να ανεβεί ο ήλιος ψηλά, να μας δείξει την πρωϊνή Καρδίτσα φωτεινή, καθαρή, ανεκτική, να συντροφεύσει πάλι το ταξίδι μας στης Θεσσαλίας τα μέρη.

Πανοραμική άποψη της λίμνης Πλαστήρα, Nikos Laskaridis, wikipedia commons

Δαπανήσαμε τη μέρα μας στην πανέμορφη τεχνητή λίμνη Ταυρωπού, κέντρο των ανταρτών της Κατοχής, στο αεροδρόμιο της Ελεύθερης Ελλάδας, της Νεράϊδας, στη γνωστή Λίμνη Πλαστήρα. Μετά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Νικόλαος Πλαστήρας, άφησαν έντονο το στίγμα τους στη νεότερη ελληνική ιστορία. Απ΄ την Καρδίτσα  στο Καλέ Γκρότο ο Μαύρος Καβαλάρης και από εκεί στο Γουδί, ο επαναστάτης, και στην Αθήνα τρεις φορές πρωθυπουργός, ο καρδιτσιώτης. Και από την πολεμική του δράση στη Μικρά Ασία, και από το Κίνημα του 1922, και από το κοινωνικό, συμφιλιωτικό, προοδευτικό του πρόγραμμα, πιο πολύ σήμερα ακούγεται αυτό το όνομα της λίμνης,  που πρώτος αυτός οραματίστηκε.  Στο Μουσείο της Πόλης της Καρδίτσας η λήκυθος με την αδάμαστη καρδιά του και στη λίμνη Πλαστήρα το ένδοξο όνομα του και αχώριστο μένει το γενναίο πνεύμα από τον τόπο του.

Επόμενος σταθμός τα Τρίκαλα, η αρχαία Τρίκκη, η πόλη της νύμφης Τρίκκης, κόρης του Πηνειού, πατρίδα του Ασκληπιού, βασιλιά και θεραπευτή της. Πρώτη η Άννα Κομνηνή την αναφέρει με το νέο της όνομα και φαίνεται πως την εποχή του Βυζαντίου εξελίχτηκε σε σπουδαίο πνευματικό κέντρο. Και από εδώ ο ιεράρχης της Διονύσιος ο Φιλόσοφος κήρυξε από το 1601, πρώτος την Επανάσταση, που έμελλε να ολοκληρωθεί το 1881, με την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα. Μόλο που το σύνθημα του «Τρίκκη Βυζάντιον ανακτήσει», πρώτη ίσως έκφραση της Μεγάλης Ιδέας, παρέμεινε ανεκπλήρωτο και χάθηκε στο διάβα της ιστορίας.

Συνεφιασμένη Κυριακή του πρώϊμου τότε φθινοπώρου, φθάσαμε στη νεότερη πόλη του Τσιτσάνη, του Κονδύλη, του Σαράφη, πόλη δοκιμασίας στον Εμφύλιο, πόλη του νέου λαϊκού τραγουδιού, που έψαλλε τα πάθη των ανθρώπων του λαού μας. Επισκεφθήκαμε με τη σειρά το αρχαίο Ασκληπιείο στο Βαρούσι, το βυζαντινό κάστρο του Ιουστινιανού με το Ρολόϊ και το Κουρσούμ Τζαμί του Οσμάν Σαχ, ανεψιού του Σουλεϊμάν, δίπλα στο Χαμάμ, όπου παλιότερα  βρίσκονταν οι Φυλακές Τρικάλων και σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Τσιτσάνη.

Tρίκαλα, Nestoras Argiris / Unsplash

«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά / σκοτώσανε το Σακαφλιά /Δυο μαχαιριές του δόσανε / και κάτω τον ξαπλώσανε». Μπορεί η δολοφονία αυτή να έγινε μέσα στους δυο διαδρόμους της φυλακής, αλλά τα δυο στενά ήτανε πασίγνωστα για τον υπόκοσμο και τα εγκλήματα του, στο Βαρούσι, ανάμεσα στις δυο ενορίες, Αγίας Επισκέψεως και Αγίου Νικολάου, στον δρόμο που οδηγεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία και κατεβαίνει στα Παλιά Μανάβικα, ως τον ποταμό της πόλης, τον Ληθαίο. Στην κεντρική γέφυρα κοντά τα καλύτερα ουζερί της περιοχής και αδύνατο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να δοκιμάσει το ποτό και τους μεζέδες. Την άλλη μέρα πια συμπληρώσαμε τον γύρο της πόλης, με τον Σιδηροδρομικό Σταθμό, το Δικαστικό Μέγαρο, τη Σχολή Υπαξιωματικών, τα παλιά Ψυγεία Κλιάφα και τον μύλο Ματσόπουλου, τον πασίγνωστο Μύλο των Ξωτικών, όλα αξιόλογα αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης. Δραστήρια, φιλόξενη, προοδευτική η κοινωνία των Τρικάλων σε τραβά να μείνεις όσο περισσότερο μπορείς στην πόλη, αλλά αδύνατο το περιηγητικό ταξίδι μας να μεταβληθεί σε ταξίδι διακοπών.

 

Έτσι στον δρόμο πάλι για τον επόμενο σταθμό, την Καλαμπάκα, με μια απαραίτητη στάση στη σπηλιά της Θεόπετρας, πάνω από εκατό εκατομμυρίων χρόνων ηλικίας, με δείγματα ανθρώπινης ζωής πενήντα πάνω κάτω χιλιετιών. Ασύλληπτος για εμάς αυτός ο κοσμογονικός και ο προϊστορικός χρόνος, κι όμως ζούμε τελείως ανέμελοι για τη μικρότητα μας, φτιάχνοντας μια ιστορία, που είναι αμφίβολο πόσο θα κρατήσει, τώρα μάλιστα που οι ίδιοι πριονίζομε πιο δυνατά το κλαδί του δένδρου, που μας κρατά στη φύση, στη ζωή, στον κόσμο. Στην Καλαμπάκα μείναμε μόνο και μόνο για να δούμε τα Μετέωρα, όσα μπορούν τα μάτια να απολαύσουν. Από τη φύση των πανύψηλων ψαμμιτικών βράχων και από τα  έργα των ανθρώπων, που έταξαν τη ζωή τους στον μετεωρισμό, ανάμεσα γης και ουρανού, επίγειων και ουράνιων μονών, Θεού και ανθρώπου. Στην άκρη της θεσσαλικής πεδιάδας, παράσυραν κάποτε τα ιζήματα στο δέλτα τα νερά κι απόμειναν γυμνοί οι θεόρατοι βράχοι, μονοκόμματοι, τριακόσια μέτρα υψώνοντας το στενό, επίπεδο κεφάλι. Και από τον 10ο αιώνα οι μοναχοί άρχισαν να κατακτούν, βήμα με βήμα τις κορυφές των Μετεώρων, θέλοντας να βρεθούν, υπηρέτες του Θεού, πιο κοντά Του. Πρώτος ασκητής ο Βαρνάβας, ίδρυσε τη σκήτη του Αγίου Πνεύματος και αργότερα ο κρητικός μοναχός Ανδρόνικος έκτισε τη σκήτη της Μεταμόρφωσης, του 11ου αιώνα. Η σκήτη των Σταγών ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα και τον 13ο τα μοναστήρια των Τριών Ιεραρχών και των Αγίων Πάντων. Και τέλος τον 14ο αιώνα ο άγιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης ονομάτισε το μοναστήρι που ίδρυσε στον Πλατύ Λίθο, Μονή του Μεγάλου Μετεώρου, ονομασία που επεκτάθηκε σε όλα τα μοναστήρια.

Μετέωρα, φωτογραφία Sorin Cicos / Unsplash

Τον 16ο αιώνα έφτασαν τα Μετέωρα στην ακμή τους, με πάνω από είκοσι μονές, γεμάτες μοναχούς και σπουδαίες αρχιτεκτονικές κατασκευές με  εξαιρετικές αγιογραφίες. Μέχρι την εποχή του Μεσοπόλεμου έμειναν απροσπέλαστα τα μοναστήρια, με μόνο τρόπο ανάβασης το χειροκίνητο δίκτυ ή το καλάθι, μα από τότε εκσυγχρονίστηκαν κι αυτά και σήμερα άνετα μπορείς να προσεγγίσεις τις έξι επισκέψιμες μονές, Μεγάλου Μετεώρου, Βαρλαάμ, Ρουσάνου, Αναπαυσά, Αγίας Τριάδας και Αγίου Στεφάνου. Επισκεφθήκαμε τρεις από αυτές και πρώτη τη Μονή Μεγάλου Μετεώρου, σκήτη του Αγίου Αθανασίου των Μετεώρων, που έκτισε ναό στην Παναγία, ενσωματωμένο αργότερα ως ιερό βήμα, στο καθολικό του ναού Μεταμορφώσεως. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά στον βράχο, περάσαμε από τον πύργο της Μονής, το κελάρι (βαγεναρείο), που λειτουργεί τώρα ως μουσείο,  την εστία (μαγειρείο), την τραπεζαρία, το νοσοκομείο, το οστεοφυλάκιο, το κειμηλιαρχείο, το εικονοφυλάκιο και το καθολικό με τα δυο παρεκκλήσια, Τιμίου Προδρόμου και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο τύπος του καθολικού τετρακιόνιος, σταυροειδής, εγγεγραμμένος, θαυμάσιο το ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο τέμπλο, θαυματουργές οι άγιες εικόνες της Παναγίας Μετεωρίτισσας και Δοξαριώτισσας, εξαίρετες οι σπουδαίες αγιογραφίες του κρητικού ζωγράφου Τζώρζη και στον ίδιο χώρο τα σεβάσμια λείψανα των οσίων κτητόρων. Ύστερα ανεβήκαμε στη Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, με την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική, που λόγω της στενότητας του πλατώματος του βράχου αναπτύχθηκε σε τρία πατώματα. Στο πρώτο ο ναός του Αγίου Αντωνίου, στο δεύτερο το καθολικό, στο τρίτο το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και το αρχονταρίκι της μονής. Οι αγιογραφίες του καθολικού, έργο του κρητικού ζωγράφου Θεοφάνη, εξαίσιο δείγμα της μεταβυζαντινής τέχνης του 16ου αιώνα. Τρίτη επισκεφτήκαμε τη Μονή Ρουσάνου, από το όνομα του πρώτου οικιστή, γυναικείο μοναστήρι, όπου τιμάται η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και η Αγία Βαρβάρα. Τριώροφη κι εδώ η μονή, με καθολικό σταυροειδούς αγιορείτικου τύπου, με τρούλο και αγιογραφίες του 16ου αιώνα. Μα όλα αυτά τα θαυμάσια υλικά στοιχεία των Μετεώρων μόνο στο πρώτο στάδιο της πίστης, της λατρείας, της κάθαρσης του χριστιανού αντιστοιχούν. Το δεύτερο και σπουδαιότερο σκαλί, του πνευματικού φωτισμού, δεν μπορεί να το ανεβείς παρά μόνο υπερβαίνοντας την ύλη, την απλή φύση, τον έξω κόσμο, κλεισμένος μέσα στην καρδιά σου, όπως οι μοναχοί, αποκλεισμένοι στον βράχο, μετεωρίζονται με την αέναη προσευχή προς τα υψηλά ουράνια δώματα. Και όσο για το τρίτο, το υπέρτατο αγαθό, τη θέωση του ανθρώπου, ποιος άραγε μπορεί να μιλήσει, αφού όλα αυτά είναι άρρητα, αόρατα, υπερούσια και επέκεινα των πάντων.

Από την Καλαμπάκα προχωρήσαμε στην Ελασσόνα, περάσαμε τη γέφυρα Ολυμπιώτισσας κι είδαμε τη Μονή της Παναγίας, κτίσμα του 13ου αιώνα πάνω στον λόφο της ακρόπολης των αρχαίων Ολοσσών. Και ύστερα βρεθήκαμε στον Τύρναβο, μεγάλη κωμόπολη που ανοικοδόμησε ο τούρκος στρατηγός Τουρασάν. Από τον 14ο ως και τον 18ο αιώνα ο τόπος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, έφθασε να έχει στην ακμή του 18 εκκλησίες και 3 τζαμιά, αλλά ακολούθησε μια περίοδος παρακμής, με τον Αλή Πασά, τη νέα υφαντουργία και την πανούκλα, που ερήμωσαν την περιοχή, ως την ενσωμάτωση της στην Ελλάδα. Περίφημα όμως είναι ακόμη και σήμερα τα σταμπωτά μεταξωτά, οι δαντέλες, το ούζο και το τσίπουρο Τυρνάβου. Και στις Αποκριές οι διονυσιακές γιορτές, το μπουρανί, η φαλλοκρατική περιφορά, σκορπίζουν αστείρευτοο κέφι στους επισκέπτες. Μας κυνηγούσε όμως εκεί το φάντασμα της Ελλάδας της Μελούνας, κι ας ήταν βέβαια όλως διόλου αναίτιος ο τόπος για τη συμφορά του 1897, και φύγαμε γρήγορα για τον Πηνειό, να ξεχαστούμε μες στη φύση των Τεμπών, να κρύψει η ομορφιά τη θλίψη. Ανάμεσα στην Όσσα και στον Όλυμπο ρέουν ήρεμα τα νερά του Πηνειού, στην καταπράσινη κοιλάδα, με τις πηγές, τα πανύψηλα δένδρα, τον κισσό, τους ολύμπιους θεούς, τις νύμφες και τους φαύνους, που ύμνησαν οι ρωμαίοι ποιητές Βιργίλιος, Οβίδιος και Οράτιος. Η αρχαία πηγή της Δάφνης, το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, η κρεμαστή γέφυρα, το πλοιάριο, συνθέτουν μια πανέμορφη άμεση εικόνα μες στα Τέμπη. Μα φεύγοντας ενώνεται πάλι η χαρά με τη λύπη, τα μνημεία επτά φιλάθλων και  εικοσιένα μαθητών, αδικοχαμένων σε τροχαία στέκονται εδώ στα Τέμπη, ο χάρος ζηλόφθονος αντιμάχεται τη ζωή, τη χαρά, τα νιάτα, και όλο το τοπίο σκοτεινιάζει.

Αρχίζοντας την κάθοδο μας προς τη Λάρισσα, μια μικρή παράκαμψη μάς φέρνει στα Αμπελάκια, το γραφικό χωριό με τα ωραία αρχοντικά, τόπο των κόκκινων νημάτων και του πρώτου συνεταιρισμού στην Ευρώπη. Στην τουρκοκρατία ανάγεται η δημιουργία του χωριού, στη βαφή με το ριζάρι η ανάπτυξη  του τόπου και στην ίδρυση της «Κοινής Συντροφίας» η ακμή της οικονομίας της περιοχής. Τα προνόμια, η αυτοδιοίκηση, η εμπορία, τα ονομαστά προϊόντα και η συνεργατική συνείδηση των κατοίκων ήταν τα αίτια της προόδου, του πλούτου και της δόξας των αμπελακιωτών. Στην κατοικία του Γεωργίου Μαύρου, που οι ευρωπαίοι έμποροι των μεγάλων οίκων τον μετονόμασαν σε Σβαρτς, τριώροφο αρχοντικό, σπουδαίο αρχιτεκτονικό δείγμα της εποχής του, έδρα του συνεταιρισμού, άφθονα τα δείγματα της ανερχόμενης αστικής ζωής του 19ου αιώνα. Κοντά στο εμπόριο και η παιδεία, με το «Ελληνομουσείο», όπου δίδαξαν οι λαμπροί λόγιοι της εποχής, συνέβαλε στην προκοπή του τόπου. Με τη δαπάνη της κοινότητας τυπώθηκε η Γραμματική του Γαζή, με τη διδασκαλία των επιστημών φωτίστηκε ο νους των υποδούλων, φυτώριο φιλικών και αγωνιστών αναδείχθηκε η σχολή της. Αλλά όλα είναι παιχνίδι των καιρών, οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, η φθηνή ανιλίνη, που υπερκέρασε το ριζάρι, η αρπακτική φορολογία, η διχόνοια, επέφεραν την πτώχευση, την παρακμή, το τέλος, στα 1812, αυτής της ιδιάζουσας μορφής επιχειρηματικής οικονομίας. Τα Αμπελάκια, σαν ένα τρυφερό λουλούδι μέσα στην έρημο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν μπόρεσαν να αντέξουν για πολύ την ξηρασία, έμειναν όμως στη μνήμη, παράδειγμα της δύναμης του νέου ελληνισμού, να ξεπεράσει τους φραγμούς του.

Η παλιά γέφυρα τον Πηνειό Ποταμό, φωτογραφία: KOSTAS SAMARAS-ZARANIKAS / wikimedia commons

Με κάποια αρνητική προκατάληψη, κυρίως για το θερμό μεσογειακό της κλίμα, φθάσαμε στη Λάρισα, που όμως πολύ γρήγορα διαλύθηκε. Φρόντισε γι αυτό ο Πηνειός, που διασχίζει την πόλη, ο πελασγός Λάρισος και η νύμφη Λάρισα, που πνίγηκε σ΄αυτόν. Φαίνεται πως από αυτούς πήρε το όνομα της η πόλη, με ίχνη ζωής από την νεολιθική και την πελασγική εποχή, πολύ πριν από την αρχαιοελληνική περίοδο των θεσσαλών Αλευάδων. Πέρασε ο τόπος τα κακά χρόνια των περσικών πολέμων, ξεχάστηκε η κατηγορία του μηδισμού, και ακολούθησε τη μοίρα όλου του ελληνισμού, ως την προσάρτηση της και ως τα σήμερα. Με έκπληξη ανακαλύψαμε τα πολλά αρχαία, βυζαντινά, οθωμανικά και νεότερα μνημεία της πόλης. Στον λόφο του φρουρίου τα λείψανα του αρχαίου τείχους, της ακρόπολης, του θεάτρου Α΄ και Β΄, τη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου, πρώτου επισκόπου της πόλης, το οθωμανικό Μπεζεστένι. Γύρω στο ιστορικό κέντρο τα παλαιοχριστιανικά λουτρά, τα βυζαντινά ερείπια, το ιουστινιάνειο τείχος, την κεντρική δεξαμενή του 3ου αιώνα, το Γενί και το Μπαϊρακλί Τζαμί, το Μεγάλο Χαμάμ και την πυριτιδαποθήκη στις παλιές φυλακές. Στο πάρκο Αλκαζάρ κάναμε το περιηγητικό διάλλειμα και μετά περάσαμε το μνημείο του Ιπποκράτη, που έζησε εδώ τα τελευταία του χρόνια, το μνημείο της Αντίστασης, τα όμορφα σιντριβάνια, και μερικά από τα διατηρητέα της πόλης, τον Μύλο του Παππά, τον κινηματογράφο Παλλάς, τα κτίρια Νικοδήμου και Αβραάμ Μουσών, το κονάκι Αβέρωφ και τον Πύργο Χαρικόπου. Από τα μουσεία, το Διαχρονικό της Λάρισας και το Μουσείο Σιτηρών και Αλεύρων είναι τα πιο αξιόλογα. Και από τα πνευματικά ιδρύματα ξεχωρίζουν Θεσσαλικό Θέατρο, Ωδείο, Χατζηγιάννειο Πνευματικό Κέντρο, Πινακοθήκη. Αξιομνημόνευτα και τα πνευματικά τέκνα της νεότερης Λάρισας, Κούμας, Φαρμακίδης, Τζάρτζανος, Σκίπης,  Καραγάτσης και άλλοι.

Ευχάριστη η περιήγηση στη Λάρισα, στα πάρκα, στις πλατείες, στους κεντρικούς δρόμους. Μαζί με τον καφέ διαβάζεις και την καθημερινή, από το 1922, εφημερίδα Ελευθερία, νιώθεις τη ζωντάνια της φοιτητικής νεολαίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ζεις μέσα στον παλμό της κίνησης της πόλης. Και αυτή η διάθεση μας συνοδεύει κι όταν φεύγομε με την εντύπωση πως έκλεισε κι αυτός ο κύκλος του ταξιδιού στη Θεσσαλία. Μας περιμένει όμως ακόμη το Κιλελέρ, από το τουρκικό γκιολ, ο ελώδης τόπος.  Αλλά δεν ήταν μόνο στάσιμα νερά γεμάτος ο τόπος, πνιγόταν και από το καθεστώς της φεουδαρχίας, που τον μάστιζε σκληρά από την εποχή της τουρκοκρατίας κι επιβίωνε ακόμη χειρότερο, μετά την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα. Καθώς καταργήθηκε το σύστημα των οθωμανικών γαιών, οι έλληνες κεφαλαιούχοι, που αγόρασαν τις πρώην τουρκικές ιδιοκτησίες, απόκτησαν δικαίωμα πλήρους κυριότητας και οι καλλιεργητές μεταβλήθηκαν σε απλούς ενοικιαστές, που μπορούσαν να διωχθούν από τη γη τους. Στα πρώτα χρόνια του 1900 ανακινήθηκε έντονα το αγροτικό ζήτημα, το κήρυγμα του σοσιαλιστή δημοσιογράφου Αντύπα πέρασε στους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου κι άρχισε να ανησυχεί τους τσιφλικάδες. Και μόλις άρχισαν τα συλλαλητήρια δολοφονήθηκε ο Αντύπας, το 1907. Καζάνι που έβραζε ο τόπος ως το 1910, οπότε οργανώθηκε μαχητική διαδήλωση στη Λάρισα, ξεκίνησαν οι αγρότες του Κιλερέρ με τον σιδηρόδρομο να πάνε και συγκρούστηκαν με τη χωροφυλακή, με τρεις νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Τρεις μέρες κράτησε η εξέγερση σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας και άνοιξε πια ο δρόμος  για την αγροτική μεταρρύθμιση, τη διανομή των εθνικών γαιών και την οριστική λύση του προβλήματος.

Λάρισα, αρχαίο Θέατρο, φωτογραφία: Δημήτρης Πλαστήρας / wikimedia commons

Τελειώσαμε έτσι το οδοιπορικό της Θεσσαλίας, αφήνοντας όμως έξω τις Σποράδες, τη Σκιάθο, την Αλόννησο, τη Σκόπελο. Και στα τέλη Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου οργανώσαμε το ταξίδι μας στη Σκιάθο, αεροπορικώς από τα Χανιά μέσω Αθηνών, και φθάσαμε παραμονές Πρωτοχρονιάς στο νησί του Παπαδιαμάντη. Λίγες πληροφορίες υπάρχουν για την ιστορία της Σκιάθου, μια αναφορά για την πρόσκρουση του στόλου του Ξέρξη στους βράχους του νησιού, μια δεύτερη για την καταστροφή του από τον ρωμαϊκό στόλο, μια άλλη για το Μπούρζι, το μικρό φρούριο των ενετών αδελφών Γκίζι, τέλος η ιστορική μνεία για τον σχεδιασμό της πρώτης σημαίας της Επανάστασης, με λευκό σταυρό πάνω σε μπλέ φόντο. Πρέπει να το ομολογήσομε πως μόνο και μόνο για τον κοσμικό άγιο του νησιού και των γραμμάτων μας έγινε το ταξίδι τούτο. Στον ίσκιο του περάσαμε όλες μας τις μέρες στο νησί, κοντά στο σπίτι του και με οδηγό τα διηγήματα του γυρίσαμε τα διάφορα σημεία, όπως αυτός τα περιγράφει. «Το έπ’ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Σε δυο ενορίες είναι χωρισμένη η πολίχνη της Σκιάθου, Πάνω και Κάτω, και τις γυρίσαμε και τις δυο την πρώτη κιόλας μέρα, τις εκκλησίες της Παναγίας της Λιμνιάς, με την κάρα του Παπαδιαμάντη και του Αγίου Νικολάου, το λιμανάκι, το καρνάγιο, τους πλακοστρωμένους δρόμους, και καταλήξαμε αργά, για το βραδυνό μας, στην ταβέρνα του Φίλιππα, παραδίπλα από το Σπίτι της Κοκώνας.  «Δὲν ἦτον δρόμος πλέον περαστικὸς εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Ἀδύνατον νὰ μὴν ἐπερνοῦσε κανεὶς ἀπ᾽ ἐκεῖ ὅστις θὰ ἀνέβαινεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν ἢ ὅστις θὰ κατέβαινεν εἰς τὴν κάτω. Λιθόστρωτον ἀνηφορικόν, ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τῆς Σταματρίζαινας τὸ σπίτι ἕως ἐπάνω εἰς τὸν ναὸν τῆς Παναγίας τῆς Σαλονικιᾶς. Χίλια βήματα, κάθε βῆμα καὶ ἆσθμα. Ἐφούσκωνεν, ἐκοντανάσαινε κανεὶς διὰ ν᾽ ἀναβῇ, ἐγλιστροῦσε διὰ νὰ καταβῇ. Ἅμα ἐπάτει τις εἰς τὸ λιθόστρωτον, ἀφοῦ ἄφηνεν ὀπίσω του τὸ μαγαζὶ τοῦ Καψοσπύρου, τὸ σπίτι τοῦ Καφτάνη καὶ τὸ παλιόσπιτον τοῦ γερο-Παγούρη μὲ τὴν τοιχογυρισμένην αὐλήν, εὑρίσκετο ἀπέναντι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Χατζῆ Παντελῆ, μὲ τὸν αὐλόγυρον σύρριζα εἰς τὸν βράχον. Κάτω ἔχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλῶν σκοτοδίνην, σημειούμενος ἀπὸ ὀλίγους ἕρποντας θάμνους ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐφαίνοντο εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτὸς ἐκείνης ὡς νὰ ἦσαν κακοποιοὶ ψηλαφῶντες καὶ ἀναρριχώμενοι ἢ καὶ σκαλικάντζαροι ἐλλοχεύοντες καὶ καραδοκοῦντες ὣς νὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα νὰ εἰσβάλουν εἰς τὰς οἰκίας διὰ τῶν καπνοδόχων».

Σκιάθος, φωτογραφία: Peter Wendt / Unsplash

Την άλλη μέρα κάναμε τη διαδρομή με λεωφορείο προς τις Κουκουναριές, Ολόγυρα στη λίμνη Στροφιλιάς, όπου μας περίμενε η Πολύμνια και ο Χριστοδουλής. «Ἐχωρίζετο ἡ λίμνη ἀπὸ τῆς θαλάσσης διὰ πλατείας λωρίδος γῆς ἀμμώδους καὶ κισηρώδους, τῆς ὁποίας μέρος ἦτο τὸ ναυπηγεῖον τῆς πόλεως καὶ μέρος ἦτο ὁ σικυὼν τοῦ Παρρήση. Κατὰ τὴν δυτικὴν ὅμως γωνίαν τῆς λωρίδος αὐτῆς, ὅπου ἤρχιζε ν᾿ ἁπλοῦται τὸ μῆκος τοῦ λιμένος, ἡ λωρὶς αὕτη ἔβαινε στενουμένη ἕως τοῦ Ἀργύρη τοῦ Μπαρμπαπαναγιώτη τὸν ἀνεμόμυλον, ὅστις μὲ τὴν ἀενάως στροφοδινουμένην κυκλοτερῆ πτέρυγά του μὲ τὰ τριγωνικὰ ἱστία, ἐφαίνετο ὡς νὰ προεκάλει τὰ ἐν τῷ λιμένι ἠγκυροβολημένα πλοῖα, λέγων πρὸς αὐτά: «Νά, ἐγὼ ἀρμενίζω καὶ στὴ στεριά!». Πέρα ο όρμος της Αγίας Ελένης και πολύ πιο μακριά ο Άγιος Σώστης, όπου πνίγηκε η Φόνισσα, «μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

Η κακοκαιρία μας εμπόδισε να βγούμε από τη πόλη την επόμενη, γνωρίσαμε όμως έτσι κάμποσους ανθρώπους του νησιού, τον Μπάρμπα Λια, τον Κάπτα Κωνσταντή, τον Φραγκούλη, χαρακτηριστικούς σκιαθίτες, με την ιστορία, την πείρα και την καλοκάγαθη παρέα τους. Και δεν λείψανε καθόλου από κοντά μας και οι μεγάλοι του νησιού, Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, εξάδελφοι, συγγραφείς, μεταφραστές, δημοσιογράφοι, θρησκευόμενοι, λάτρεις του Βυζαντίου, και της λόγιας γλώσσας, δεξιός και αριστερός ψάλτης στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στα χρόνια της Αθήνας, που την άφησαν στο τέλος και οι δυο, κοσμοκαλόγερος ο ένας, απλός μοναχός ο άλλος, έξω από τον κόσμο, προς τον δύσβατο δρόμο της σωτηρίας. Και στα άλλα τραπεζάκια, στου Γέρο Γατζίνο το καφενεδάκι, εκεί στα Ρόδινα Ακρογιάλια, κάθονταν αόρατοι, μα εμείς τους διακρίναμε ολοκάθαρα, ο Γιάννης ο Παλούκας μπεκροπίνοντας, ο Αγάλλος Μανουήλ Αγάλλου, η θειά Συνοδιά κι ο Παγώνας οι Ελαφρωίσκιωτοι, κι ο παπά Κωνσταντής ο Μπρικόλας μαζί με τον Δήμαρχο κυρ Κωνσταντή Μωραϊτη και με τον κρητικό Ενωματάρχη Αντώνιο Μαραγκάκη.

Την επομένη περπατήσαμε ως το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, με το καθολικό του 1806, τα άγια λείψανα, το ωραίο τέμπλο, τη βιβλιοθήκη. Και το κελί, φυλακή, του Θεόφιλου Καϊρη, που υπέμεινε εδώ την τιμωρία  για το ελεύθερο πνεύμα του κι όταν πια ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του Δικαστηρίου της Σύρου, είχε για πάντα μόνος του ελευθερωθεί από τον θρησκευτικό φανατισμό, τη μισαλλοδοξία και τα πάθη των ανθρώπων.

«Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδία του φθάσαντες εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ᾐσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ᾽ ἐνδομύχου συγκινήσεως τό, «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου», κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾽στάνα της τὴν βρεγμένην κ᾽ ἐφόρεσεν ἄλλην στεγνὴν καὶ τὸ γ᾽νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἶχεν εἰς ἀβασταγὴν καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμοκλάδων καὶ ἤρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδήλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δύο μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σωζομένου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῆς, κ᾽ ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σωζόμενον ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, κ᾽ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας».

Τελευταία μέρα με ωραίο χειμωνιάτικο καιρό, στο χιονισμένο τοπίο, με ανήφορο ως τον Προφήτη Ηλία, το καμένο από τους παπικούς μοναστήρι, ανάμεσα από τις ελιές, τα πεύκα και τις δάφνες, πάνω από τρεις ώρες πορεία, μάς οδήγησε στο τέλος το φαρδύ μονοπάτι, κατηφορίζοντας από την Παναγία Γλυκοφιλούσα, προς τον Χριστό στο Κάστρο. Ερειπωμένος ο οικισμός, μεσαιωνική πρωτεύουσα της Σκιάθου, με πάνω από τριακόσια σπίτια, που στέγασαν αιώνες τους κατοίκους, μέχρι την μετοίκηση στη σημερινή θέση της κωμόπολης. Δεσπόζει στο κέντρο η εκκλησία του Χριστού, τέμπλο, τοιχογραφίες, εξωτερικές διακοσμήσεις, το κανόνι, η θέα προς τα Καστρονήσια και οι «απορρώγες βράχοι» κάτω,  ένα τοπίο ξεχωριστό, το μεγαλείο της φύσης  και η απλότητα της κατασκευής και η αγιοσύνη, που ακτινοβολεί στον νου και στην καρδιά του ανθρώπου.

Πέρασαν έτσι όλες οι μέρες μας στη Σκιάθο, αφήσαμε μια σκέψη που κάναμε για τη Σκόπελο, μας κράτησε κοντά του το νησί, μας δίδαξε πως πάντα συνεχίζεται η ζωή, πως ποτέ δεν τελειώνουν τα ταξίδια. «Σα νάχαν ποτέ τελειωμό  τα πάθια και οι καϋμοί του ανθρώπου».

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ