Του Δημήτρη Τσίρκα
Ο Ίλον Μασκ αγόρασε το Τουίτερ και οι φιλελεύθερες ελίτ βρίσκονται στα πρόθυρα της παράκρουσης. Όχι γιατί ανησυχούν ότι ο έλεγχος ενός τόσο μεγάλου μέσου από έναν δισεκατομμυριούχο είναι επικίνδυνος για την ελευθερία της έκφρασης, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο.
Φοβούνται ότι ο Μασκ θα κάνει πράξη όσα έχει πει κατά καιρούς για ένα Τουίτερ με λιγότερη λογοκρισία και περισσότερο πλουραλισμό. Ναι καλά διαβάσατε, οι φιλελεύθεροι ακροκεντρώοι δεν φοβούνται ότι ο Μασκ θα αυξήσει τη λογοκρισία, αλλά ότι θα τη μειώσει, επιτρέποντας και μη «ορθές» απόψεις.
Πριν μερικές μέρες πχ. αρθρογράφος στη Washington Post (του Μπέζος!) τουίταρε: «Τρομάζω από τις επιπτώσεις στην κοινωνία και την πολιτική που θα έχει η απόκτηση του Τουίτερ από τον Μασκ. Μοιάζει να πιστεύει ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όλα επιτρέπονται. Για να επιβιώσει η δημοκρατία, χρειαζόμαστε περισσότερο έλεγχο του περιεχομένου, όχι λιγότερο». Άλλος, πάλι, συνέκρινε την εξαγορά με τα χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Όπως έχει γράψει ο Glen Greenwald, η νέα θρησκεία των φιλελεύθερων στην Δύση είναι η λογοκρισία, η δε αγωνία τους είναι το πώς θα φιμώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Στην αρχή το πετύχαιναν ξεχειλώνοντας απελπιστικά την ούτως ή άλλως θολή έννοια «λόγος μίσους» για να χωρέσει κάθε άποψη που δεν τους ήταν αρεστή ή που τους δημιουργούσε δυσφορία.
Τελευταία ο αγαπημένος τους τρόπος λογοκρισίας είναι να κατηγορούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους ότι διασπείρουν “fake news”, απαιτώντας το μπλοκάρισμά τους από τα ΜΚΔ και όχι μόνο. Το τι θεωρείται fake news βέβαια είναι ακόμα πιο θολό και από τον λόγο μίσους.
Έτσι, πριν τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020, fake news θεωρήθηκαν οι αποκαλύψεις για τις «δουλειές» στην Ουκρανία του Χάντερ Μπάιντεν, γιου του υποψηφίου προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Το Τουίτερ μπλόκαρε τους λογαριασμούς της New York Post, της εφημερίδας που δημοσίευσε την ιστορία με το λάπτοπ του Χάντερ Μπάιντεν, όπως και κάθε αναφορά σε αυτή. Λίγους μήνες αργότερα ωστόσο, η είδηση αποδείχθηκε εξολοκλήρου αληθινή, όπως παραδέχτηκε ακόμα και η ναυαρχίδα του αμερικανικού φιλελευθερισμού, η New York Times, ενώ τα στοιχεία που βγαίνουν στη φόρα είναι ακόμα πιο ενοχοποιητικά για τους Μπάιντεν.
Οι φιλελεύθερες ελίτ εκμεταλλεύονται τις απανωτές κρίσεις των τελευταίων ετών για να επιβάλλουν έναν όλο και πιο ασφυκτικό έλεγχο της πληροφόρησης. Η αρχή έγινε στις ΗΠΑ με το περιβόητο Russiagate, το ιδεολόγημα, δηλαδή, ότι ο Τραμπ κέρδισε τις εκλογές το 2016 λόγω της σκοτεινής ανάμειξης των Ρώσων και όχι επειδή η Χίλαρι Κλίντον εκλήφθηκε ως η μισητή εκπρόσωπος των πλουσίων και του κατεστημένου από μεγάλο μέρος των Αμερικάνων ψηφοφόρων, ιδίως από τα λαϊκά στρώματα.
Με αφορμή λοιπόν την υποτιθέμενη χειραγώγηση των ΜΚΔ από ξένους πράκτορες επέβαλαν ακόμα πιο αυστηρό έλεγχο του περιεχομένου στα social media που στην πλειονότητα των περιπτώσεων στράφηκε ενάντια στην Αριστερά παρά στην alt right. Αριστερές και κινηματικές συλλογικότητες, εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης είδαν τις σελίδες τους στα ΜΚΔ να υποβαθμίζονται ή και να διαγράφονται διαπαντός.
Στη συνέχεια ήρθε η πανδημία και οι μεγάλες πλατφόρμες επιδόθηκαν σε έναν νέο γύρο, ακόμα πιο σκληρής λογοκρισίας, σε βάρος, αυτή τη φορά, όσων ασκούσαν κριτική στα λοκντάουν και τα υπόλοιπα αυταρχικά μέτρα. Οποιαδήποτε άποψη ξέφευγε έστω και λίγο από την επιβεβλημένη κρατική πολιτική διαχείρισης της πανδημίας, ακόμα και για την προέλευση του ιού, βαφτιζόταν αντεπιστημονική παραπληροφόρηση και κατέβαινε με συνοπτικές διαδικασίες.
Στην Ελλάδα μάλιστα, η λογοκρισία επεκτάθηκε σε μέσα (όπως το ThePressProject), δημοσιογράφους ή και καλλιτέχνες που απλώς έκαναν κριτική στην κυβέρνηση, ακόμα και για θέματα άσχετα με την πανδημία. Ποιος ξεχνά το συστηματικό κατέβασμα αναρτήσεων και το μπλοκάρισμα λογαριασμών από το Facebook και το Τουίτερ, με αφορμή την απεργία πείνας του Κουφοντίνα.
Τώρα είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία που δημιουργεί νέο πεδίο δόξης λαμπρό για τους ακροκεντρώους λογοκριτές. Ολόκληρα διεθνή μέσα όπως το Russia Today και το Sputnik απαγορεύτηκαν εξολοκλήρου στη Δύση, χωρίς να ανοίξει μύτη γιατί μεταδίδουν τη ρωσική προπαγάνδα, σε αντίθεση ας πούμε με τα δυτικά ΜΜΕ που μεταδίδουν αποκλειστικά την αμερικανική κρατική προπαγάνδα. Την ίδια στιγμή, όποιος δεν παπαγαλίζει πρόθυμα την επίσημη δυτική αφήγηση για τον πόλεμο στιγματίζεται αυτομάτως ως χρήσιμος ηλίθιος ή πράκτορας του Πούτιν.
Αυτό το καθεστώς της «μοναδικής αλήθειας» φοβούνται ότι θα διαταράξει τώρα ο Μασκ, όχι επειδή είναι ένας μεγιστάνας του πλούτου που θα συσσωρεύσει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια του αν ελέγξει μια από τις μεγαλύτερες και πιο δημοφιλείς πλατφόρμες των ΜΚΔ. Αλλά γιατί δεν έχουν πειστεί ότι συμμερίζεται τις ίδιες ιδεολογικές ανησυχίες με αυτούς, κυρίως όμως ανησυχούν ότι θα χαλαρώσει τη λογοκρισία!
Φυσικά ο Μασκ δεν αποτελεί καμιά εγγύηση για ένα πιο ελεύθερο και πιο πλουραλιστικό Τουίτερ. Εκτός του ότι είναι ένας πολιτικά αντιδραστικός έχει και ο ίδιος το δικό του ιστορικό λογοκρισίας στο… Τουίτερ απέναντι σε όσους του ασκούν κριτική, για τον τρόπο πχ. που μεταχειρίζεται τους εργαζόμενους της Tesla. Σε κάθε περίπτωση, είναι κραυγαλέα αντίφαση και τραγική ειρωνεία να περιμένουμε από έναν δισεκατομμυριούχο ολιγάρχη να εγγυηθεί την ελευθερία της έκφρασης.
Ωστόσο, οι υστερικές αντιδράσεις που προκαλεί η εξαγορά του Τουίτερ από το αφεντικό της Tesla είναι εξόχως αποκαλυπτικές. Δείχνουν ότι οι δυτικοί φιλελεύθεροι και οι ακροκεντρώοι όχι απλώς ανέχονται την κρατική και εταιρική λογοκρισία αλλά την επιζητούν διακαώς.
Έχουν μάλιστα σε σημείο να αντιστρέψουν ακόμα και την ιστορία, όπως σημειώνει ο Greenwald. Κατηγορούν την ελευθερία της έκφρασης και της σκέψης ως τα αγαπημένα όπλα των φασιστών και των αυταρχικών ηγετών, όπως ο Πούτιν και ο Τραμπ, ενώ εμφανίζουν τη λογοκρισία ως την τελευταία γραμμή άμυνας του δυτικού πολιτισμού απέναντι στα χθόνια σχέδιά τους.
Στο double speak των φιλελεύθερων, η δημοκρατία είναι συνώνυμη της λογοκρισίας και η «υπερβολική» ελευθερία της έκφρασης οδηγεί στον φασισμό. Μπροστά τους ο Μασκ φαντάζει πρόσκοπος.