Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας,
Δημοσιογράφος, Ερευνητής, Αναλυτής A.E.J./I.J.F.
Ένα προφητικό γραμμένο κείμενο. Μια θημωνιά που σιγοκαίει μέσα της κι είναι έτοιμη να εκραγεί. Η αποχή ήταν προδιαγεγραμμένη. Η επιστροφή της «σιωπής» με θόρυβο μέλλει να αποδειχτεί. Αισιόδοξοι συνειδητά συμφωνούμε: «Τις όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμη» και θυμόμαστε τα λόγια του ποιητή:
«Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,
σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια,
Και κάποιο βράδυ -πες σαν χτες- υψώνει το κεφάλι
κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι».
Ας σιωπήσουν οι κουφοί…
Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε η βροντή της. Η γενιά που καταδιώχθηκε σαν ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα; Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν. Στα νοσοκομεία κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά αποσπάσματα, τα χέρια τους ήταν μαγνήτες. Τρώγαν πικρό ψωμί. Κάπνιζαν εφημερίδες, ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτήν τη γη. Μιλώ με σπασμένη φωνή. Δεν εκλιπαρώ τον οίκτο σας. Μέσα μιλούν χιλιάδες στόματα που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο, μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της κουνώντας λάβαρα πανηγυριού. Σείοντας σπαθιά, γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα, μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος του ουρανού.
Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ρίζωναν, άδικα προσπαθείτε δεν θα ξεριζωθούν ποτέ, θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια. Τώρα τα καταλάβαμε. Όλα καταλάβαμε τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ με σπασμένη φωνή που κλαίει κάθε φορά στη θύμησή τους.
Σαν γεννηθήκαμε, θα πρέπει οι μοίρες να είχαν πεταχτεί παραδίπλα. Έτσι που μονάχοι μας δεν καταφέραμε τα πρώτα, τα πιο όμορφα και πιο σημαντικά βήματα στην ζωή μας να τα ολοκληρώσουμε ποτέ. Ήρθε η επταετία και πάγωσε η εικόνα. Μόλις που είχαμε αρχίσει να πενθούμε την μαύρη πληγή του εμφύλιου. …. δεν είχε βγει ακόμα και κλειστήκανε τα παιδιά στο πολυτεχνείο. Στέγνωσε ένα δάκρυ πριν κυλήσει. Μάθαμε να παίζουμε με το στήθος της μάνας. Να νιώθουμε την απώλεια βρε αδελφέ, να τον γευθούμε τον πόνο μέχρι το μεδούλι, να απολαύσουμε την αλλαγή μας και το προχώρημα μας, το μεγάλωμα μας. Από το σπίτι στο σχολείο, από το σχολείο στο πανεπιστήμιο μακριά. Μακριά από που άραγε; Δεν θελήσαμε μα και δεν μας άφησαν να μάθουμε ποτέ και εμείς μόνοι μας. Και μείναμε μικροί, ανώριμοι, ανέτοιμοι και ανέντιμοι.
…Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι περπατήσαμε μεσ’ απ΄τα δέντρα. Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις να είναι τρυφερές…
Ζήσαμε σε ξένους παράδεισους. Φοβηθήκαμε. Φοβόμαστε μα δεν κατοικήσαμε τον φόβο μας. Έτσι οι μέρες μιλούν μέσα στην άγονη θλίψη και στην παράνοια. Το μπλουζ της χαμένης νιότης μας.
Στρέφουμε το κεφάλι να μην δούμε την πραγματικότητα και παραμένουμε στο νεκροταφείο ακόμα και όταν έχει φύγει και ο τελευταίος φίλος του νεκρού. Έτσι κατηφορίζουμε προς το σπίτι, τα βουρκωμένα μας μάτια να σκάβουν το πρόσωπό μας και να μας μιλούν για την μεγάλη ιστορική αδικία. Και αυτή θα είναι η πιο μεγάλη μας λέξη, γιατί παρόλο που είναι νύχτα, θα ξέρουμε πως πίσω από τα πατζούρια θα φανερωθεί το πρώτο…φως. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας το περνάμε προσπαθώντας να της αφιερωθούμε. Φοβόμαστε, κρατάμε αποστάσεις. Χάνουμε τις όψεις μέχρι να σιγουρευτούμε. Στήνουμε καλομελετημένα οχυρά με περίεργα ονόματα, φεύγουμε μακριά, σε άλλη χώρα. Πολύ μακριά, να μην ακούσουμε και θυμηθούμε και πονέσουμε.
Τελικά δεν κάναμε και πολλά ταξίδια μακρινά. Ριζούλες στα πόδια μας και μπαίνουμε σε δάση πυκνά. Μα φθάνει να ταξιδεύει η ψυχή, αυτό είναι αρκετό. Σε όνειρα, σε αισθήματα υγρά, ένα μυστικό κόσμο να αναπνεύσει. Το πιο μακρινό ταξίδι μας θα είναι αυτό. Μια σταγόνα αρκεί για να μας βρέξει. Αν της αφιερωθούμε θα έρθει μια βροχή. Την βροχή μας. Και αυτή θα αρχίσει να κυλά στα πεζοδρόμια, να τα ξεπλένει αυτά και τα μάτια μας…
…Δεν κάναμε ταξίδια μακρινά…
Ταξίδευσε η καρδιά μας και αυτό μας φτάνει…
Υπάρχουν δύο κόσμοι: Ο δικός μας και ο δικός τους. Ο κόσμος της αξιοπρέπειας και των ονείρων, του μόχθου και της αντίστασης, της αλληλεγγύης και της αυτοθυσίας. Ο κόσμος της εξέγερσης και της δημιουργίας, της αντίστασης και της ρήξης. Ο κόσμος των ερωτευμένων και των ποιητών, της τρυφερότητας και του πόνου. Ο κόσμος των ζωντανών ανθρώπων. Και από την άλλη υπάρχει ο κόσμος τους… Ο κόσμος της επιφάνειας και της κατανάλωσης, της αποκτήνωσης και της μιζέριας, του φόβου και της υποκρισίας. Ο κόσμος των πλαστικών ερωτικών μηχανών. Ο κόσμος που δεν χορταίνει να πατάει πάνω στα πτώματά μας, να πνίγεται μέσα στην ασημαντότητα, απαιτώντας βάναυσα και ακόλαστα λίγες στιγμές ηδονής που όμως ποτέ δεν έρχεται. Ο κόσμος που βολοδέρνει καταναλώνοντας στην απουσία νοήματος έχοντας μετατρέψει σε εμπόρευμα τον ίδιο του τον εαυτό. Αφού ούτε ο ίδιος του ο εαυτός δεν έχει πια νόημα.