Του Ειρηναίου Μαράκη
Ο τίτλος είναι προκλητικός. Και αληθινός. Αποφάσισα να μην τον αλλάξω. Το ίδιο το Φεστιβάλ υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη, διοργανώνοντας εκδήλωση με τίτλο «Το στοίχημα της Οικολογίας», με καλεσμένους πολιτικούς που φέρουν την ευθύνη — τοπικά και πανελλαδικά — για την καταστροφή του περιβάλλοντος, τη στήριξη του πολέμου, τη γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού στη Γάζα από το κράτος απαρτχάιντ του Ισραήλ και τη διατήρηση των αμερικανικών βάσεων στη Σούδα. Ούτε μία αναφορά, ούτε μία εκδήλωση στο Φεστιβάλ δεν τόλμησε να μιλήσει για την Παλαιστίνη. Τουλάχιστον επίσημα.
Το Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων είναι νεκρό. Όσο κι αν συνεχιστεί ως θεσμός, έχει χάσει τη νομιμοποίησή του στις καρδιές και το μυαλό πολλών κατοίκων και επισκεπτών, ειδικά μετά τα όσα ανέφερα αναλυτικά στην προηγούμενη παρέμβασή μου («Το Φεστιβάλ ως πολιτιστική βιτρίνα της εξουσίας και του πολέμου»). Από μια εναλλακτική απάντηση στους απαρχαιωμένους θεσμούς βιβλίου και λογοτεχνίας, μετατράπηκε σε καθεστωτική φιέστα, αποκομμένη από την τοπική κοινωνία και τους ανθρώπους του βιβλίου. Με θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος εργαλειοποιημένα, το Φεστιβάλ εμφανίζεται ως ανθρωπιστική, πασιφιστική βιτρίνα, ξεπλένοντας την κυρίαρχη πολιτική.
Το στοίχημα της οικολογίας: μια εκδήλωση και μια διαδήλωση
Η εκδήλωση για το «στοίχημα της Οικολογίας» ήταν από μόνη της πρόκληση. Η πρόκληση συνεχίστηκε με ανταποκρίσεις γνωστών σελίδων που, «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», παρουσίασαν το Φεστιβάλ ως «χώρο ανταλλαγής ιδεών και εμπειριών», με «μεγάλη ζύμωση ανθρώπων του πνεύματος», όπου «θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν δύο ώρες για τους εκλεγμένους πολιτικούς του τόπου». (Κ.Β. Κατσουλάρης, Η «ευτυχής συγκυρία» — Bookpress, 30/6/2025).
Ο Κατσουλάρης παραβλέπει ότι Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ έχουν ενισχύσει τις ακροδεξιές φωνές και δράσεις, καθώς και εγκληματικές οργανώσεις όπως η ναζιστική Χρυσή Αυγή. (Το μαζικό αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα την έβαλε στη φυλακή – σήμερα, η δολοφονική πολιτική της κυβέρνησης με τις επαναπροωθήσεις και τα ρατσιστικά εγκλήματα όπως στην Πύλο ενισχύει ξανά την απόπειρα να εμφανιστούν τα «ορφανά» της εγκληματικής συμμορίας). Προχωρά μάλιστα σε επίθεση προς τους φορείς που διαδήλωσαν την ημέρα της εκδήλωσης: «Είναι πάντως ευτυχές ότι και η διαμαρτυρία, αν και σε κάποια σημεία έχασε σε κοσμιότητα, γενικότερα δεν είχε ως στόχευση τη ματαίωση της εκδήλωσης…». Δυστυχώς για εκείνον, η ειρηνική, δυναμική, μαζική διαδήλωση περιβαλλοντικών φορέων, φοιτητών, κομμάτων και συλλογικοτήτων είχε ένα ακόμα σπουδαιότερο στόχο – αν και προσωπικά, δεν θα ήμουν αρνητικός και σε μια ακύρωση. Με λίγα λόγια, ανέδειξε την αδυναμία των διοργανωτών να πείσουν το χανιώτικο κοινό ότι πολιτικοί όπως η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Γιώργος Σταθάκης, ο δήμαρχος Παναγιώτης Σημανδηράκης και ο αντιπεριφερειάρχης Νίκος Καλογερής μπορούν να μιλήσουν για τις «πλέον καίριες οικολογικές προκλήσεις στη σύγχρονη πολιτική ατζέντα», όπως έγραφε το δελτίο τύπου της εκδήλωσης.
Η εκδήλωση, μάλιστα, οργανώθηκε με προσκλήσεις(!) και η συμμετοχή του κόσμου ήταν μικρή, συγκριτικά με άλλες εκδηλώσεις του Φεστιβάλ. Όσο για τους «απρεπείς», αυτός ο ρόλος ταιριάζει απόλυτα στους διοργανωτές που αγνόησαν τις κριτικές φωνές και τις διαμαρτυρίες πολιτών. Στην κορυφή όλων, η Ντόρα Μπακογιάννη. Όταν μέλη της Πρωτοβουλίας Αποκόρωνα τοποθετήθηκαν κατά της γραμμής υπερυψηλής τάσης Χανίων–Δαμάστας, η ίδια απάντησε ότι η διαδικασία θα προχωρήσει κανονικά και κάλεσε όσους διαφωνούν «να εκφράσουν τη θέση τους στις επόμενες εκλογές». Η δήλωση προκάλεσε, και δίκαια, έντονες αντιδράσεις. Λίγη ώρα μετά, η Μπακογιάννη αποχώρησε από την πίσω πόρτα, συνοδευόμενη από τη φρουρά και άνδρες των ΜΑΤ που προστάτευαν τους ομιλητές. Αυτό δείχνει πόσο «ανοιχτό και εναλλακτικό» είναι το Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων. Με καταστολή, χωρίς οικολόγους και τα περιβαλλοντικά κινήματα, χωρίς την τοπική κοινωνία στο προσκήνιο.
Ένα Φεστιβάλ για το βιβλίο χωρίς το βιβλίο
Αφήνοντας προσωρινά την πολιτική κριτική, ας μιλήσουμε για το ίδιο το βιβλίο. Το Φεστιβάλ, από την αρχή, δεν προέβλεψε ούτε στοιχειώδη χώρο για το ντόπιο συγγραφικό δυναμικό. Θεωρητικά, θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο γνωριμίας του κοινού με τις νέες φωνές και τους παλαιότερους λογοτέχνες της πόλης. Οι δημιουργοί θα έρχονταν σε επαφή μεταξύ τους και με τους αναγνώστες. Αυτό, όμως, δεν συνέβη, παρά τις συνεχείς πιέσεις της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Χανίων προς τον Δήμο Χανίων. Σύμφωνα με τον Παρασκευά Περάκη («Χανιώτικα Νέα», 16/1/2025), «Κοινή διαπίστωση ήταν ότι από το Φεστιβάλ απουσιάζει το χανιώτικο στοιχείο… Παρά τις συνεχείς οχλήσεις της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών, τα 2 τελευταία χρόνια δεν υπήρξε σχετική ανταπόκριση από τον Δήμο». Αν είδατε κάποια οργανωμένη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, είδα κι εγώ! Όχι; Καλά το κατάλαβα.
Θεωρητικά, το Φεστιβάλ θα μπορούσε να είναι ένα σπουδαίο γεγονός. Σε καιρό κρίσης ο πολιτισμός έχει να παρέμβει με πολλούς τρόπους και οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να μένουν αμέτοχοι μπροστά στη βαρβαρότητα των ημερών. Η τέχνη, σε όλες τις μορφές και τις εκφράσεις της, αποτελεί ένα σημαντικό όπλο προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα οι εργαζόμενοι/ες αναζητούν σε αυτή μια διέξοδο από τα προβλήματα, αφορμές για προβληματισμό και σύνδεση με τη σκέψη ανθρώπων που προσεγγίζουν τα ανθρώπινα με τον δικό τους, ξεχωριστό τρόπο. Kάτω από ιδανικές συνθήκες θα ήταν σίγουρα μια διοργάνωση που παρεμβαίνει ουσιαστικά στη συζήτηση για το βιβλίο και όχι μόνο. Όπου μιλώντας για ιδανικές συνθήκες αναφέρομαι σε μια πολιτική που θα είχε απελευθερώσει το βιβλίο και τη συγγραφική δημιουργία από τις λογικές του μονοπωλίου, θα παρείχε τη δυνατότητα να ανθίσουν όλα λουλούδια του λογοτεχνικού κήπου. Παράλληλα, θα κατοχύρωνε τα επαγγελματικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων στον χώρο καθώς και τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Φυσικά, δεν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες.
Η εργασιακή ανασφάλεια και η εκμετάλλευση είναι ο κανόνας. Πόσοι γνωρίζουν ότι —πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις— οι συγγραφείς πληρώνουν για να εκδοθούν ή εργάζονται απλήρωτοι για να ξεχρεώσουν «χάρες» εκδοτών; Από αυτή την άποψη, ένα Φεστιβάλ θα όφειλε να αναδείξει αυτά τα ζητήματα. Δυστυχώς, η συζήτηση για τις πολιτικές βιβλίου έμεινε σε θεωρητικά σχήματα, χωρίς τόλμη. Και πώς να γίνει αλλιώς, όταν απουσιάζουν φορείς όπως η ΠΟΕΒ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βιβλιοχαρτοπωλών) και μιλούν εκείνοι που σκοτώνουν καθημερινά —λίγο λίγο— το βιβλίο και τη λογοτεχνία; (Υπουργείο Πολιτισμού, Ελληνικό Ίδρυμα Βιβλίου και Πολιτισμού) Ακόμα και η Εταιρεία Συγγραφέων στην παρέμβαση της δεν είχε την τόλμη να αναδειχτούν τα πραγματικά ζητήματα, αν και σωστά αναφέρθηκε ότι χρειάζεται «Να επαναληφθεί και να ζωντανέψει ξανά ένα μεγάλο πρόγραμμα επισκέψεων συγγραφέων στα σχολεία, με έμφαση στα Γυμνάσια και τα Λύκεια, σε όλη την Ελλάδα, με κάλυψη του κόστους μετακίνησης και διαμονής και αμοιβής των συγγραφέων». Αλλά πέρα ότι μια τέτοια πρόταση αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό το ζήτημα είναι και με ποια κριτήρια θα αναπτυχθεί ένα αντίστοιχο πρόγραμμα…
Ο «θεός» του κέρδους πίσω από το Φεστιβάλ
Για πολλοστή — και σίγουρα όχι για τελευταία — φορά, η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα θυσιάζονται στον βωμό του «θεού» του κέρδους. Εξυπηρετούνται εμπορικές λογικές με πρόσχημα το υπαρκτό και επιβεβαιωμένο φιλαναγνωστικό ενδιαφέρον. Από το ξεκίνημά του, το Φεστιβάλ κινήθηκε ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως δήλωνε χαρακτηριστικά ο δήμαρχος Χανίων: «Το 1ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων είναι εδώ και είναι γεγονός. Πρόκειται για μία μεγάλη προσπάθεια, που εντάσσεται στη συνολική στρατηγική του Δήμου Χανίων να καταστεί ο Δήμος μας ένα εύφορο πεδίο πολιτιστικής δημιουργίας. Μέσα από πολλές παραγωγές, τα τελευταία χρόνια, προσπαθούμε να αναδείξουμε αυτήν τη διάσταση του τόπου μας. Μία διάσταση που ξεφεύγει από τον αποκλειστικά τουριστικό χαρακτήρα, αλλά αναδεικνύει τα Χανιά ως πολιτιστικό προορισμό πλέον».
Η δήλωση αυτή δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Αποτελεί μια ξεκάθαρη ομολογία της εμπορευματοποίησης του Φεστιβάλ. Άσχετα εάν τα «ωραία λόγια» προσπαθούν να αποκρύψουν την αλήθεια, η ουσία παραμένει: το βιβλίο, οι συγγραφείς, η τέχνη χρησιμοποιούνται ως μέσο προσέλκυσης κεφαλαίων, διαφήμισης και δημιουργίας ενός «brand» της πόλης που συνδέεται περισσότερο με το τουριστικό μάρκετινγκ παρά με την ουσιαστική πολιτιστική παραγωγή.
Η τέχνη, αντί να αποτελεί εργαλείο κριτικής, αντίστασης και πνευματικής ελευθερίας, μετατρέπεται σε διακοσμητικό στοιχείο. Ένα ακόμα «προϊόν» προς κατανάλωση. Το Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, δυστυχώς, δεν αποτελεί εξαίρεση. Απεναντίας, ενσαρκώνει με τον πιο κραυγαλέο τρόπο την προσπάθεια του εμπορίου και της τοπικής εξουσίας να ελέγξουν και να καθοδηγήσουν το πολιτιστικό τοπίο.
Με λίγα λόγια, μπορεί τα λόγια να είναι όμορφα, οι προθέσεις να φαίνονται «αγνές» και οι προγραμματικές δηλώσεις να πλασάρονται ως στρατηγικές αναβάθμισης. Όμως, στο φόντο, κρύβεται πάντα η ίδια αλήθεια: η τέχνη υποτάσσεται στην οικονομία, γίνεται «θέαμα», και στο τέλος νεκρώνεται.
Θεσμική υποκρισία
Τέτοιες δηλώσεις δεν μπορεί παρά να είναι ψεύτικες και βαθιά υποκριτικές. Και η υποκρισία — θεσμική και μη — ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις νέες δηλώσεις του δημάρχου Χανίων σε συνομιλία του με δημοσιογράφους. Συγκεκριμένα, διαβάζουμε ότι «με το φετινό Φεστιβάλ κλείνει ο πρώτος από τρεις κύκλους! Ο δεύτερος κύκλος, που θα ανοίξει με το επόμενο φεστιβάλ, θα είναι μια ενδιάμεση περίοδος, τριών ή τεσσάρων χρόνων, μέχρι την πλήρη ολοκλήρωση της ανακαίνισης και διαμόρφωσης των Ενετικών Νεωρίων (ένα από αυτά είναι και το πανέμορφο Μεγάλο Αρσενάλι, όπου λαμβάνει χώρα εξαρχής μέρος των εκδηλώσεων), οπότε και το Φεστιβάλ θα μεταφερθεί πλήρως σε αυτά, όπου και θα φιλοξενείται… εις το διηνεκές» (Κ.Β. Κατσουλάρης, Η «ευτυχής συγκυρία» — Bookpress, 30/6/2025).
Άραγε, ποιοι είναι αυτοί οι «τρεις κύκλοι» που δεν γνωρίζουν οι Χανιώτες και οι Χανιώτισσες — οι άμεσοι ενδιαφερόμενοι του Φεστιβάλ; Πώς ορίζονται και από ποιους καθορίζονται ως τέτοιοι; Αλήθεια, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη λογική, ένας «κύκλος» δεν θα έπρεπε να ξεκινήσει όχι με την έναρξη της επανακατασκευής των Νεωρίων αλλά με την ολοκλήρωση του έργου; Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι τέτοιες δηλώσεις θυμίζουν έντονα τις προεκλογικές υποσχέσεις του δημάρχου από το όχι και τόσο μακρινό 2019, όταν μιλούσε για τη δημιουργία περιφερειακών χώρων στάθμευσης στα Χανιά — έργα που μέχρι σήμερα δεν έχουν υλοποιηθεί, παρά μόνο ένας.
Παρατηρούμε, ότι «θεσμική» γλώσσα επιχειρεί για άλλη μια φορά να θολώσει τα νερά, να χρυσώσει το χάπι και να αποσπάσει τη συναίνεση της τοπικής κοινωνίας που, σε μεγάλο βαθμό, γνωρίζει καλά τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τα μεγάλα σχέδια. Η τακτική είναι γνωστή: υπόσχεση, αναμονή, απογοήτευση, ξανά υπόσχεση. Και στο ενδιάμεσο, το βιβλίο και η τέχνη που γίνονται διακοσμητικά εργαλεία μιας (αποτυχημένης) επικοινωνιακής πολιτικής.
Ελιτίστικη προσέγγιση
Μια τελευταία παρατήρηση — απαραίτητη, όσο κι αν ενοχλεί. Γιατί το να μιλάμε για «άνοιγμα» και «γιορτή του βιβλίου» όταν την ίδια ώρα εφαρμόζεται μια καθαρά ελιτίστικη πολιτική επιλογής εκδοτικών οίκων και συγγραφέων, είναι το λιγότερο υποκριτικό. Όπου «ελιτισμός» — για να μην παρεξηγούμαστε — εννοούμε τη συμμετοχή αποκλειστικά συγκεκριμένων εκδοτικών οίκων και συγγραφέων, χωρίς προηγούμενο ανοιχτό κάλεσμα προς όλους, χωρίς ίχνος πραγματικής δημοκρατίας στη σύνθεση των συμμετοχών. Τα βιβλία που πωλούνται είναι αποκλειστικά των συγγραφέων που καλούνται ως «προσκεκλημένοι» και παίρνουν τον λόγο από το βήμα, αποκλείοντας αυτομάτως το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής.
Έτσι, καταπνίγονται φωνές, αποκλείονται διαφορετικές γραφές και εμπειρίες, διαλύεται κάθε πιθανότητα αληθινής σύνδεσης με το κοινό. Ακόμη και η συνεργασία με τα τοπικά βιβλιοπωλεία παραμένει μια στενή κοινοπραξία — που αλλάζει κάθε χρόνο, αλλά ποτέ δεν είναι αντιπροσωπευτική της ζωντανής βιβλιοφιλικής κίνησης των Χανίων. (Και κάπου εδώ μπαίνει — ή μάλλον, θα έπρεπε να μπαίνει — η ΠΟΕΒ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βιβλιοχαρτοπωλών). Αλήθεια, ποια είναι η σχέση της με το Φεστιβάλ; Υπάρχει όντως συνεργασία ή μήπως δεν υπάρχει καν; Το ερώτημα μένει να αιωρείται — κι εγώ το αφήνω εδώ, ανοιχτό, περιμένοντας μια απάντηση που μάλλον δεν θα έρθει ποτέ). Επίσης, από το Φεστιβάλ απουσιάζουν προκλητικά οι μαθητές και οι φοιτητές, η νέα γενιά αναγνωστών και δημιουργών — πέρα από ορισμένες, πάλι, εξαιρέσεις. Ούτε τους βλέπουμε στις αίθουσες, ούτε στις ομιλίες, ούτε στα πάνελ. Είτε ως θεματική, είτε λόγω της χρονικής του οργάνωσης — κατακαλόκαιρο, μέσα στην καρδιά της τουριστικής σεζόν — ο αποκλεισμός παίρνει ακόμα πιο βίαιη μορφή. Και πώς, αλήθεια, θα «κερδίσουμε» νέους αναγνώστες, όταν οι περισσότεροι από αυτούς δουλεύουν εξοντωτικά στα ξενοδοχεία, στα μπαρ, στις κουζίνες, στα beach bar; Όταν θυσιάζονται στις εργασιακές γαλέρες του τουρισμού για λίγα ευρώ και ένα «ευχαριστώ»; Όταν το βιβλίο για εκείνους είναι πολυτέλεια; Η νέα γενιά δεν είναι καλεσμένη στη γιορτή. Είναι αποκλεισμένη, αόρατη και φιμωμένη.Αυτή η επιλεκτική «συμμετοχικότητα» λειτουργεί ως καμουφλάζ για τον αποκλεισμό. Οι λιγοστές ντόπιες φωνές και οι λίγοι εκδοτικοί οίκοι που χωρούν μέσα στο στενό αυτό πλαίσιο απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μια τακτική που δεν μπορεί να σταθεί ως απάντηση σε παλαιότερους, «απαρχαιωμένους» ίσως θεσμούς, αλλά σίγουρα πιο δημοκρατικούς, όπως οι Εκθέσεις Βιβλίου που γνωρίζουμε εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα.
Ας μην κρυβόμαστε. Αυτή η κατάσταση είναι απόλυτα συμβατή με την ανυπαρξία μιας σοβαρής, ρεαλιστικής πολιτικής για το βιβλίο και τους συγγραφείς στη χώρα μας. Δεν είναι απλώς ζήτημα «προτιμήσεων» ή «καλλιτεχνικής γραμμής» — είναι ταξική επιλογή. Δεν είναι ιδιαίτερα δημοκρατικό να καλείται ένας μικρός εκδοτικός οίκος, που παλεύει καθημερινά να στηρίξει την ουσιαστική λογοτεχνία, να πληρώνει εξωφρενικά ποσά για να στήσει ένα περίπτερο με τα βιβλία του. Αλλά είναι ακόμη χειρότερο όταν δεν του δίνεται καν η ευκαιρία να σταθεί στο ίδιο τραπέζι με τους άλλους.
Και κάποιος θα ρωτήσει: «Υπάρχουν λύσεις;». Μα βέβαια. Και ποια άλλη, αν όχι το αυτονόητο — ένα πραγματικά ανοιχτό κάλεσμα προς όλους, με κάλυψη του κόστους ή, ακόμα, και με μηδενισμό του, από το αρμόδιο Υπουργείο που κατά τα άλλα φιγουράρει ως «συνδιοργανωτής» σε δεκάδες τέτοιες διοργανώσεις.
Το Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων είναι νεκρό. Όχι όμως και οι αντιστάσεις μας. Το απέδειξαν η μαζική, δυναμική διαδήλωση του περασμένου Σαββάτου, το απέδειξαν οι δημόσιες παρεμβάσεις — όπως εκείνη της δημοσιογράφου Ευγενίας Λουπάκη — που βγήκαν στο φως, κόντρα στη σιωπή και τη λήθη. Κι αν κάποιοι πίστεψαν ότι με τη λήξη της φετινής διοργάνωσης θα κόπαζαν οι φωνές, γελιούνται. Οι νέες ανακοινώσεις, τα οξυμένα σχόλια, τα κείμενα που δημοσιεύονται τις τελευταίες μέρες δείχνουν καθαρά: το βιβλίο μπορεί να το έκλεισαν σε βιτρίνες, αλλά η κριτική σκέψη και η συλλογική συνείδηση δεν σιωπούν. Συνεχίζουμε.
Χανιά, 1/7/2025