Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Χ. ΚΟΥΦΟΓΙΩΡΟΥ Μ.Α. Μεσαιωνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων | Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έχει ταυτισθεί από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης με τον Δεκέμβριο του 1913, όταν υψώθηκε η ελληνική σημαία στα Χανιά, υπό το βλέμμα του τότε βασιλέα Κωνσταντίνου Α’ και του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Στην πραγματικότητα η Μεγαλόνησος κήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα πέντε χρόνια πριν, εκδίδοντας ένα επίσημο ενωτικό ψήφισμα στις 24 Σεπτεμβρίου του 1908. Ηταν μία προσπάθεια των κεφαλών της Κρήτης να επιδιώξουν την de facto ένωση με την Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι τη ρευστή πολιτική και διπλωματική κατάσταση που επικρατούσε στα Βαλκάνια, κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Συνεχείς επαναστάσεις
Οι συνεχείς επαναστάσεις των Κρητών και ο αιματηρός τους αγώνας για ένωση με την Ελλάδα δικαιώθηκαν εν μέρει το 1898, όταν οι προστάτιδες δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία) προχώρησαν σε σολομώντειο λύση του κρητικού προβλήματος. Αφ’ ενός, η Κρήτη θα παρέμενε υπό οθωμανική κυριαρχία, αφ’ ετέρου όμως θα τη διοικούσε ως αρμοστής ένας Ελληνας πρίγκιπας, ο δευτερότοκος γιος του βασιλέα Γεωργίου Α’, ο οποίος ονομαζόταν επίσης Γεώργιος.
Η περίοδος της αρμοστείας του Γεωργίου σημαδεύτηκε από την επανάσταση του Θερίσου το 1905, η οποία οδήγησε στην αντικατάσταση του πρίγκιπα Γεωργίου από τον έμπειρο Αχαιό πολιτικό Αλέξανδρο Ζαΐμη, το 1906. Η αυταρχική διοίκηση του πρίγκιπα και η στάση του στο ζήτημα της ένωσης με την Ελλάδα προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια μεγάλου τμήματος της κρητικής κοινής γνώμης, μία δυσαρέσκεια που εκφράστηκε πολιτικά μέσα από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση, ένα πολιτικό μόρφωμα που δημιούργησαν οι αντίπαλοι της πολιτικής του. Επικεφαλής της κίνησης αυτής τέθηκαν οι Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Μάνος και Κωνσταντίνος Φούμης. Η αδιαλλαξία του πρίγκιπα οδήγησε στην επανάσταση του Θερίσου και στην αντικατάστασή του, όχι όμως και στην ένωση με την Ελλάδα, όπως αρχικά επεδίωξαν οι επαναστάτες.
Η ηγεσία της αντιπολίτευσης είχε καταστήσει σαφές, με ψήφισμα που εκδόθηκε λίγο πριν από την επανάσταση, ότι αποσκοπεί πρωτίστως στην ένωση με την Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι το σύνθημα «ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» κυριάρχησε αρχικά. Σταδιακά, όμως, οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να τηρήσουν πιο διαλλακτική στάση και απέσυραν προσωρινά το αίτημα για ένωση. Οταν έληξε η επανάσταση και ο πρίγκιπας Γεώργιος αναχώρησε από το νησί, άνοιξε μία νέα περίοδος εξελίξεων. Η ανάληψη των καθηκόντων του αρμοστή από τον Ζαΐμη βελτίωσε σημαντικά την κατάσταση σε τομείς όπως η οικονομία. Σημαντικό βήμα προς την ένωση αποτέλεσε η δημιουργία Πολιτοφυλακής, διότι άνοιξε δρόμος για την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το νησί.
Πριν από τη δημιουργία της Πολιτοφυλακής το 1907, τα ξένα στρατεύματα αποτελούσαν τον εγγυητή της ηρεμίας και της ειρηνικής συνύπαρξης Ελλήνων Κρητών και Τουρκοκρητικών. Σαφώς η σταδιακή αποχώρησή τους (1908 – 1909) έδινε μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων στο ζήτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Αυτός ήταν ο διακαής πόθος της συντριπτικής πλειοψηφίας των Κρητών, αλλά μέχρι το 1908 ο πόθος αυτός παρέμενε ανεκπλήρωτος.
Η ώρα του ψηφίσματος
Το 1908 ήταν ένα έτος-σταθμός για την πολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια. Την άνοιξη του 1908 η επανάσταση των Νεοτούρκων δημιούργησε νέα δεδομένα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους βαλκανικούς λαούς. Οι διακηρύξεις της για ισονομία και συνταγματικές ελευθερίες βρήκαν θετική ανταπόκριση στη Βαλκανική και γέννησαν ελπίδες στους λαούς της. Το φθινόπωρο του 1908 η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της και προσάρτησε την Ανατολική Ρωμυλία, μία περιοχή που φιλοξενούσε ελληνικούς πληθυσμούς. Την ίδια εποχή η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία μεθόδευσε την ενσωμάτωση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, παρά τις αντιδράσεις της Ρωσίας και της γειτονικής Σερβίας.
Μέσα σε αυτό το ρευστό πολιτικό σκηνικό οι Κρήτες με την παρότρυνση και της ελληνικής κυβέρνησης αποφάσισαν να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους και την ένωση με την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση επισήμως δεν επιδοκίμαζε τις πρωτοβουλίες των Κρητών, διότι δεν ήθελε να προκαλέσει τους Τούρκους. Στο παρασκήνιο, όμως, οι δύο πλευρές συνεργάζονταν στενά.
Η Αθήνα θεωρούσε απαραίτητη την κινητοποίηση των Κρητών για να διεκδικηθεί de facto η ένωση με την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Γεώργιος Θεοτόκης εισηγήθηκε στον ομόλογό του της Κρήτης Γεώργιο Παπαμαστοράκη την ανάγκη για κινητοποιήσεις, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός. Ο Παπαμαστοράκης ήρθε σε επαφή με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος συμφώνησε με την πρόταση του Θεοτόκη.
Πράγματι, στις 24 Σεπτεμβρίου (6 Οκτωβρίου) του 1908 πραγματοποιήθηκε ογκώδες συλλαλητήριο στα Χανιά, στο οποίο υπολογίζεται ότι συμμετείχαν 15.000 άνθρωποι. Ολα κύλησαν ομαλά παρά τις ανησυχίες της κρητικής κυβέρνησης. Παρόμοια εκδήλωση πραγματοποιήθηκε και στο Ηράκλειο. Επιτροπή των διαδηλωτών στα Χανιά επέδωσε ενωτικό ψήφισμα στον Παπαμαστοράκη, ο οποίος το αποδέχθηκε, διαβεβαιώνοντας το πλήθος που τον επευφημούσε ότι η καρδιά της κρητικής κυβέρνησης πάλλεται όπως η δική του στο ίδιο μήκος κύματος. Ο Παπαμαστοράκης φρόντισε να συστήσει απόλυτο σεβασμό προς τα δικαιώματα των «συμπολιτών ημών Μουσουλμάνων και εν τη προστασία αυτών».
Αντίγραφο του ψηφίσματος παρέλαβε και ο Βενιζέλος, ο οποίος στο δικό του χαιρετισμό χαρακτήρισε τη φάση στην οποία έμπαινε το κρητικό ζήτημα «κρισιμωτάτη», συνιστώντας με τη σειρά του αυτοσυγκράτηση και «παραδειγματική διαγωγή». Στη συνέχεια το ψήφισμα κυκλοφόρησε ως «Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη», ενώ στον υπέρτιτλο έγραφε «Βασίλειον της Ελλάδος».
Το λιτό ψήφισμα περιείχε τέσσερις θέσεις. Πρώτον, κήρυσσε την ένωση με την Ελλάδα. Δεύτερον, καλούσε τον Γεώργιο Α’ να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Προβλέποντας ότι κάτι τέτοιο δεν αναμενόταν να γίνει σύντομα, οι συντάκτες του ψηφίσματος δήλωναν ότι μέχρι ο βασιλέας της Ελλάδος να απαντήσει καταφατικά, τοπική κυβέρνηση θα διαχειριζόταν, αντ’ αυτού, το νησί και μάλιστα καλούσε τις αρχές του νησιού να παραμείνουν αφοσιωμένες στα καθήκοντά τους.
Το ψήφισμα υπέγραφαν ο Παπαμαστοράκης, ο σύμβουλος εσωτερικών θεμάτων Χαράλαμπος Πωλογεώργης και ο Εμμανουήλ Μοδάτσος, ως μέλη της κυβέρνησης. Χωρίς χρονοτριβή, η λαϊκή βούληση των Κρητών, μετουσιωμένη σε επίσημο κείμενο, κοινοποιήθηκε στο βασιλέα και στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Ζαΐμης εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ελλάδα και ειδοποιήθηκε να παραμείνει εκεί, αφού πλέον το αξίωμά του δεν είχε κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα.
Διεθνείς αντιδράσεις
Η Βουλή των Κρητών έλαβε γνώση του ψηφίσματος και το ενέκρινε στις 29 Σεπτεμβρίου κατά τη διάρκεια έκτακτης συνόδου. Ομως, η Κρήτη ήταν πρακτικά μόνη της. Οι τουρκικές αντιδράσεις ήταν σφοδρές και τα διαβήματα προς τις προστάτιδες δυνάμεις έντονα. Οι δυνάμεις ακολούθησαν αρχικά ουδέτερη στάση, αλλά καθώς οι τουρκικές πιέσεις κλιμακώθηκαν, αρνήθηκαν να δεχθούν την κατάργηση του καθεστώτος της αρμοστείας. Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα δυνάμωνε τη θέση της Ελλάδος στην περιοχή και θα ανέτρεπε τις ισορροπίες. Η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σήμαινε ενδυνάμωση της Ρωσίας, δημιουργώντας μία κατάσταση που δεν θα ανέχονταν οι δυτικές δυνάμεις.
Συλλαλητήρια οργανώθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να ματαιωθεί η ένωση. Οι Νεότουρκοι δεν θα ανέχονταν περαιτέρω απώλειες εδαφών. Κινδύνευε η αξιοπιστία της εξωτερικής τους πολιτικής, η οποία βασιζόταν στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της αυτοκρατορίας.
Ομως, θετική εξέλιξη αποτέλεσε η συνέχιση της αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Η Αθήνα, απειλούμενη με αντίποινα από την τουρκική πλευρά, δεν αναγνώρισε την ένωση, τηρώντας «άψογον στάσιν», αλλά τουλάχιστον συνέχισε την παρασκηνιακή συνεργασία με την Κρήτη.
Οι Κρήτες όμως δεν πτοήθηκαν και προχώρησαν στη συγκρότηση διακομματικής κυβέρνησης, η οποία θα αντικαθιστούσε την κυβέρνηση Παπαμαστοράκη. Σε αυτή την Εκτελεστική Επιτροπή προήδρευε ο Αντώνης Μιχελιδάκης, αντιπρόεδρος και υπουργός Δικαιοσύνης ορίστηκε ο Βενιζέλος, ο Χ. Πωλογιώργης ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών, ο Μανώλης Λογιάδης υπουργός Οικονομικών και ο Μ. Πετυχάκης υπουργός Παιδείας.
Παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, η de jure ενσωμάτωση της Κρήτης με την Ελλάδα απαίτησε ακόμη πέντε έτη αγώνων. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, οι Συνθήκες του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου άνοιξαν το δρόμο για την ένωση. Οι διμερείς επαφές Ελλάδος – Τουρκίας κατέληξαν στη Συνθήκη των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913), σύμφωνα με την οποία η τουρκική επικυριαρχία στην Κρήτη έληξε. Εμενε πλέον το τυπικό μέρος της ένωσης το οποίο ολοκληρώθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1913 με την ύψωση της ελληνικής σημαίας στο χανιώτικο φρούριο του Φιρκά.