12.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

ΤΡΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΣΗΜΕΡΑ – Ποιος μου πήρε την Ιθάκη μου;

Ημερομηνία:

Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας

Η γενιά του Πολυτεχνείου έβγαλε την Ελλάδα από το γύψο της Χούντας και την οδήγησε στο γύψο της Τρόικας…”
Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης

…Στην αναζήτηση εκείνης της Ιθάκης του Ομήρου, πέρασαν χρόνια είκοσι μέχρι να απαγκιάσει στην άγιά της γη, ο Οδυσσέας..

Μα καθώς η ίδια η ζωή είν’ένα πέλαγος, ο κάθε ταξιδιώτης αποζητά στο αχανές της οριογραμμής του στρογγυλού ορίζοντα, το στίγμα της δικής του της Ιθάκης. Εύχεται μόνο «…να’ναι ο δρόμος του απαλλαγμένος από τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, μακριά απ’την οργή του Ποσειδώνα!…»

…`Ετσι κι εκείνος ο ομόχρονός μας ταξιδιώτης (δεν έχει σημασία τ’όνομά του, μπορεί να είμαι’ γώ, εσύ, ή κάποιος άλλος), πάλεψε και παλεύει σαράντα  συναπτά έτη από εκείνη την οριακή χρονοστιγμή που μπήκε ώριμος στο πέλαγος, στην αναζήτηση του ενός ιδεατού προορισμού…

…Εκίνησε με κωπηλάτες-συνταξιδευτές που’γιναν «…δυο, έγιναν τρεις, έγιναν χίλιοι δεκατρείς…» μ’ένα γερό σκαρί που υποσχόταν σιγουριά καθώς ξανοίχτηκε στον «οίνοπα τον πόντο» του Ομήρου. Όλα μοιάζαν ειρηνικά και σίγουρα καθώς τα καταπράσινά του τα πανιά τα φούσκωνε ο ούριος αγέρας, σ’ένα κοντράστο χτυπητό με τη γαλάζια απεραντοσύνη που τους έλουζε. Υμνούσαν και τον ασπροπράσινο τον ήλιο που τους ζέσταινε τ’αλμυροποτισμένα όσο και ιδρωτομούσκεπτα κορμιά τους, κι έπλεκαν για τις θαμπωτικές μα και καλοδεχούμενες αχτίνες του ύμνους και όνειρα για ένα κατευόδιο καλό μέχρι τις μακρινές τις αμμουδιές εκείνης της ονειρεμένης χώρας…

…Γύρισε ο γέροντας ο χρόνος πολλές φορές τον αεικίνητο τροχό του και’ βρισκε πάντα το γοργόφτερο καράβι ν’αρμενίζει στη ρότα που του χάραξε ο Καπετάνιος ο λαοφιλής και ο γλυκόλαλος!…

Κι όμως: Ζήλεψε άραγε ο Ποσειδώνας εκείνη τη χαρούμενη, φιλόδοξη όσο κι απόκοτη παρέα; Ζήλεψαν όλα τα στοιχειά του μύθου, η Χάρυβδης και η Σκύλλα, οι Σειρήνες, η Κίρκη και η Καλυψώ; Ζήλεψαν και οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες; Μα όλοι τούτοι ήσαν στα σίγουρα βαθιά θαμμένοι στις χρονοθίνες που’χαν στιβάσει αιώνες τώρα πάνω τους οι θύελλες του ανελέητου του χρόνου. Μια μόνο μούσα ή θεότητα ή κάτι τέτοιο έμεινε ζωντανή σαν την φροντίζουν διαχρονικά οι άνθρωποι σ’αντάλλαγμα της ομορφιάς της πλανεμένης που βάζει στον εγκέφαλό τους. Δεν ήταν άλλη από την Αλαζονεία τη χαιρέκακη, που τέρπει την ψυχή της το ηδύποτο της εξουσίας κι αδιαφορώντας αν η ρότα που ακολουθεί είναι στρεβλή, της φτάνει που εκείνη είναι άρχουσα…

…Τούτη η μούσα έπιασε σχέσεις με το πλήρωμα, τον Αρχηγό, τον τιμονιέρη, κάποιους από τους κωπηλάτες και το μούτσο. Και το γοργόφτερο σκαρί ελάξεψε απ’την αρχική τη ρότα λίγα ακτίνια της μοίρας αρχικά, λίγες μονάχα μοίρες στη συνέχεια και η παρέα ανταριασμένη από το γλυκομέθυστο κρασί της μούσας, άρχισε να ακολουθεί πορεία λαθεμένη, όσο κι αν ήταν κοντινή εις τη σωστή. Και πάνωθε πετούσε τούτη μειδιώντας, πλέρια χαρούμενη κι ευτυχής που απόκτησε σκοπό και πάλι εις την αιώνια όσο και άχαρη ζωή της….

…Και μέσ’στην παραζάλη του ηδύποτου, ασθένησε ο αρχηγός ο Καπετάνιος που’χε επιρροή, υπακοή, έμπνευση μα κι εμπιστοσύνη στους «…δυο, στους τρεις, στους χίλιους δεκατρείς…». Ζήλεψε ο Πλούτωνας, ζήλεψε και ο Ποσειδώνας την αίγλη του κοσμοταξιδεμένου και του λαοαγάπητου εκείνου Πρώτου; `Ισως! `Εστειλαν πάντως τον ψυχοπομπό για να τον φέρει στην Αχερουσία, κι έμεινε το σκαρί να αρμενίζει με ρότα την πολύποθη Ιθάκη, χωρίς τον εμπνευσμένο αρχηγό, τον ένα νέο-Οδυσσέα…

…Μα ως είναι λογικό όσο και φυσικό κι ανθρώπινο, έχρισαν άλλο αρχηγό και καπετάνιο στο πλεούμενο που ξακολούθησε τη ίδια ρότα…Ρότα σωστή; Ρότα ως την ονειρευτήκανε «…οι δυο, οι τρεις, οι χίλιοι δεκατρείς;…» Κανείς δεν θα μπορούσε να ορκιστεί για το αντίθετο εκείνες τις μεθυστικές στιγμές, σαν φρόντιζε η μούσα η Αλαζονεία να τους γεμίζει τα ποτήρια με το ηδύποτό της, με μεγαλύτερη συχνότητα μα και ποσότητα από τα πριν… Και κείνο το πλεούμενο το γοργοτάξιδο, συνέχιζε να πλέει εις τη γαλάζια απεραντοσύνη με πλήρωμα ευτυχισμένο σε ένα έστω μικρό του ποσοστό, με απορία σ’άλλους και με ανησυχία σε λίγους απ’τους ταξιδιώτες… Το πράσινο πανί στο μεταξύ, ξεθώριασε…Η απεραντοσύνη του γαλάζιου το επισκίασε…Και σαν το πλήρωμα διέγνωσε πως το πλεούμενό τους λάξευε από την αρχική τους ρότα, άλλαξαν αρχηγό και καπετάνιο κι όρισαν νέο…Αδέξιος εις τις ορθοπεταλιές εις τη στεριά ετούτος, μα με περγαμηνές Υπερατλαντικές, γνώσεις κι εμπειρίες, σαν ήδη είχε θητεύσει σε άλλα πόστα του πλεούμενου, σ’άλλους καιρούς…

…Πέρασε ο καιρός και μία γαλαζόθωρη στεριά άρχισε ν’αχνοφαίνεται στο βάθος, εις το στρογγύλεμα τ’ορίζοντα. Χάρηκαν κι αλαλάζανε οι ταξιδιώτες σαν έβλεπαν να τελειώνει το ταξίδι σε κείνο το αμμουδερό το ακρογιάλι που όλο και γοργόφτανε σιμά, σαν το πλησίαζαν…

…Έριξε άγκυρα ο καπετάνιος, και οι ταξιδιώτες μας «…οι δυο, οι τρεις, οι χίλιοι δεκατρείς…», ξεχύθηκαν εις την ατέλειωτη, την ηλιόλουστη όσο και χρυσολάμπουσα εκείνη αμμουδιά με δίψα μεγαλύτερη απ’του Βεσπούκη ή του Κολόμβου, για ν’απολαύσουν τ’αγαθά εκείνης της πολύποθης, της μακρινής, ιδεατής τους, της Ιθάκης!

…Αποβιβάστηκε κι ο (πρώην) νιόφερτος, αλλά δεν έχει σημασία – καθώς είπαμε- το όνομά του (μπορεί να είμαι ’γώ, μπορεί να είσαι εσύ ή κάποιος άλλος) με στοιβαγμένα τα τριάντα και πλέον χρόνια του ονείρου εις τους ώμους και κυρτωμένος από το βάρος τούτο, πιότερο κι απ’τα χρόνια που διαβήκανε. Πλησίασε τους αλαλάζοντες τους ταξιδιώτες, και βάλθηκε να τους παρατηρεί. Βάλθηκε όμως να παρατηρεί την Πηνελόπη, σαν δεν του θύμιζε κάτι απ’ τις περιγραφές του `Επους. `Ηταν ένα ομοίωμα θηλυκού, κοντόχοντρο, άχαρο, στυγνό στο ύφος και στο ήθος…`Ηταν συντροφιασμένη μ’ένα τσούρμο παλλακίδες θηλυκές κι αρσενικές -παράγοντες στον ίδιο τόπο.

Κι ο καπετάνιος τους, ο νέος αρχηγός; Ένα από τα ίδια και αυτός. Ανέβηκε σε μια στιγμή σε ένα βάθρο και άρχισε λογίδριο στους φίλους, τους συνταξιδιώτες και τους διαλάλαγε με στόμφο πως φτάσαν επί τέλους, στο νησί το πολυδιαφημισμένο, το πολύποθο. Τον πίστεψε κανείς; Κάποιοι συνταξιδιώτες (λόγω προσωπικού συμφέροντος), στα σίγουρα τον πίστεψαν. Οι άλλοι αλλά και ο λαός του τόπου, κουνούσαν το κεφάλι τους με νόημα…

…Πλησίασε ο ταξιδιώτης μας εκείνος μία μικρή παρέα από γέροντες ζωσμένους τα «περήφανά τους γηρατειά» και ρώτησε:

–          « Εδώ είναι η Ιθάκη…; »

Εκείνοι σιωπούσαν. Μίλησε ο πρωτόγερος μετά’ πό μια μακρά σιωπή. `Ηταν λακωνικός:

–          «Τον τόπο τούτο, τον διαφεντεύουνε Τροϊκανοί!…»…

–          « Πού είναι η Ιθάκη;…» ματαρώτησε ο ξένος.

Κανείς δεν μίλησε. Τα «περήφανα γηρατειά» χαμήλωσαν το βλέμμα, έσκυψαν το κεφάλι. Ο πρωτόγερος του έγνεψε ν’απομακρυνθεί…

…Κατάλαβε ο ταξιδιώτης… Πισωγύρισε, πήγε εις το καράβι που είχε αρχίσει να βγάζει βρύα και φύκια και λειχήνες, πήρε μία μικρή βαρκούλα και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Πού πήγαινε; Δεν ήξερε. Κάποια στιγμή σηκώθηκε, πήρε μία παχιά γραφίδα κι έγραψε στο ξεθωριασμένο ασπροπράσινο πανί-σημαία του μικρού πλεούμενου: «Ποιος μου πήρε την Ιθάκη μου;»

….Την ίδια ώρα, το πνεύμα του Μάνου Λοίζου διέγραφε οριστικά απ’το βινύλιο μια σύνθεσή του: `Ηταν το τραγούδι του ήλιου!…

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Συλλογές Άρθρων
Επιλεγμένα άρθρα από όλο το Internet | Συλλέγουμε τα καλύτερα άρθρα, θέσεις και απόψεις από διάφορα sites και blogs. Τα αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα του "Α.τ.Κ." αναφέροντας πάντα την πηγή και τον συντάκτη. | Κάντε like τον "Α.τ.Κ." στην facebook σελίδα του και ακολουθήστε τον λογαριασμό του στο twitter | Περισσότερα άρθρα εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ