Απόσπασμα (σελ.51) από το βιβλίο
του Μανώλη Ι. Πιτυκάκη «Κρητική γενιά του ‘41»
Διαβάζοντας κανένας, πριν από το 1941, την ιστορία της Κρήτης με τις ασύγκριτες σε δραματικότητα και επικό μεγαλείο σελίδες της, εύλογα θα νοιωσε, πολλές φορές, να σκανδαλίζουν τη σκέψη του ωρισμένες αμφιβολίες κι ερωτηματικά:
Τι θα έκαναν άραγες οι απόγονοι των Ψαροίλιγκων, των Δασκαλογιάννηδων, των Μαλικούτηδων και των Γιαννάρηδων, των Μανουσογιάννηδων και των Κελαϊδήδων, των Βουρδουμάδων και των Βασιλογιώργηδων, των Μαστραχάδων, των Δασκαλάκηδων και των Γιαμπούδηδων και τόσων άλλων χιλιοτραγουδισμένων από τη λαϊκή μούσα, άσσων της Κρητικής κλεφτουριάς, αν τύχαινε κάποτες να βρεθεί ο τόπος κάτω από έναν τέτοιο κατατρεγμό;
Πώς θα αντιδρούσεν η καινούγια γενιά σε μιάν ανάλογη δοκιμασία, αδοκίμαστη, όπως ήταν, επί σαράντα χρόνια; Θα συνέχιζεν επάξια μια προγονική παράδοση, που ξεκινά από τα βάθη των αιώνων, ή μήπως με την απόσταση που τη χωρίζει από τα χρόνια της σκλαβιάς, έχασε την πίστη της προς τα ιδανικά και τα σύμβολα, που αποτελούσαν τα ιερά και τα όσια του μικρού ηρωικού λαού;
Μήπως το ατσάλι της κρητικής ψυχής, που σφυρηλατήθηκεν έτσι σκληρό και αλύγιστο μέσα στις συμφορές και τα δεινά μιας ανειρήνευτης πάλης προς λογής – λογής επιδρομείς, έχασε και τούτο την ξακουσμένη ακαμψία, όταν έλλειψε το άσβυστο καμίνι που το φλόγιζε και το δυνάμωνε;
Κάτι τέτοιες ανησυχίες ομολογώ πως πολλές φορές πέρασαν, σαν εφιάλτες της στιγμής, κι από τη δικηά μου σκέψη, όσον ερευνούσα τις σελίδες της Ιστορίας.
Και όταν στο Νησί άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα μηνύματα της επικείμενης απειλής από έναν καινούργιο κοσμοκατακτητή, πανίσχυρο, σκληρό και αδίσταχτο, που στο πέρασμά του αφανίζονταν χώρες μεγάλες και εγονάτιζαν αυτοκρατορίες, και πολλοί άλλοι, δίχως άλλο, θα ήσαν εκείνοι που θα δοκίμασαν τις ίδιες απορίες και τους ίδιους φόβους. Προγνωστικά και εικασίες, ελπίδες και χτυποκάρδια, ήσαν τα στοιχεία ου συνέθεταν, στο σημείο τούτο, την αγωνιώδη ατμόσφαιρα της προσμονής.
Γιατί στο καινούργιο τούτο «ανταρτοάλαιμα» δεν θα κρινόταν μονάχα η τύχη ενός περήφανου λαού. Θα κρινόταν ακόμη και η επιβίωση ή η παρακμή κάποιου θρύλου. Του θρύλου της κρητικής λεβεντιάς κι αντρειοσύνης.
Και ήταν τούτος ένας θρύλος παληός, ένα θρύλος που ξεπερνούσε τα όρια του Νησιού και που – ας μην το αρνηούμε – έδιδε φτερά και τους επιγόνους και το δικαίωμα να καμαρώνουν για τη ράτσα τους και να νοιώθουν περήφανοι για το σπόρο από τον οποίο προέρχονται.
Είχαν τούτοι μια μακρά Ιστορία και ένα πολιτισμό με ακτινοβολία παγκόσμια. Είχαν προγονικές παραδόσεις που δεν τις είχαν πολλοί λαοί. Ήσαν κληρονόμοι ενός ονόματος ταυτόσημου με τη σεμνή παληκαριά, την αντρικια αξιοπρέπεια, την περιφρόνηση προς το θάνατο και τον μέχρι πάθους έρωτα προς την λευτεριά.
Τι θα γινόταν αύριο;
Η καινούργια γενιά θα συνέχιζε την ιστορία του τόπου της; Θα έδειχνε τον ίδιο σεβασμό προς τις παραδόσεις της, που τη γαλούχησαν από το λίκνο της; Θα κρατούσεν αψεγάδιαστο το τιμημένο όνομα που κληρονόμησεν από τους προγόνους;
Ή…………;
Ποιος ν’ αποτολμήσει μία σίγουρη απόκριση σ’ αυτά τα εφιαλτικά ερωτηματικά, όταν τα ευγενέστερα ανθρώπινα ιδανικά έχουν σημειώσει στην εποχή μας, μιάν αποκαρδιωτική κάμψη, στο χρηματιστήριο των ηθικών αξιών;
……………………………….