Η ραγδαία ψηφιοποίηση του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα συνοδεύεται από συνεχείς περικοπές στη φυσική παρουσία των τραπεζών. Με κάθε νέο «λουκέτο» σε υποκατάστημα, ο χάρτης της εξυπηρέτησης αλλάζει και μαζί του η καθημερινότητα χιλιάδων πολιτών – κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας – που δεν είναι εξοικειωμένοι με τα ψηφιακά εργαλεία.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιοχή των Κουνουπιδιανών, όπου οι κάτοικοι έμειναν οριστικά χωρίς τραπεζική εξυπηρέτηση, μετά και το πρόσφατο κλείσιμο του τελευταίου υποκαταστήματος τράπεζας που υπήρχε, αυτό της Παγκρήτιας Τράπεζας. Η απόφαση, όπως καταγγέλθηκε στην εφημερίδα μας, έχει δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση στην τοπική κοινωνία.
Πλέον, όσοι ζουν στα Κουνουπιδιανά – μια περιοχή με μόνιμους κατοίκους αλλά και έντονη τουριστική δραστηριότητα τους θερινούς μήνες – αναγκάζονται να μετακινούνται μέχρι την πόλη των Χανίων για τις πιο απλές τραπεζικές συναλλαγές. Η μετακίνηση αυτή δεν είναι πάντα εφικτή, ιδιαίτερα για ηλικιωμένους που συχνά δεν έχουν τα μέσα ή την υγεία για να καλύψουν τέτοιες αποστάσεις.
Παράλληλα, οι κάτοικοι επισημαίνουν ότι αντί η Πολιτεία να ενισχύσει την αποκέντρωση, οι αποφάσεις αυτές συμπιέζουν ακόμα περισσότερο το ήδη κορεσμένο αστικό κέντρο των Χανίων, επιβαρύνοντας περαιτέρω την κίνηση και την ανυπαρξία θέσεων στάθμευσης, ειδικά το καλοκαίρι.
Η μετάβαση στη νέα ψηφιακή εποχή δεν μπορεί να υλοποιείται αδιάφορα για τις κοινωνικές ανάγκες, τονίζουν κάτοικοι και τοπικοί φορείς. Σε μια χώρα όπου η τρίτη ηλικία αποτελεί σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, είναι αδιανόητο να λαμβάνονται αποφάσεις που αποκόπτουν εκατοντάδες ανθρώπους από βασικές υπηρεσίες, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία μέριμνα ή να υπάρχει κάποιο σχέδιο για την προσαρμογή τους στη νέα πραγματικότητα.
Η υπόθεση των Κουνουπιδιανών αποτελεί μόνο μία όψη ενός προβλήματος που απλώνεται σε όλη την Ελλάδα. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι σαφές:
Ποιος θα μείνει τελικά πίσω στην «εποχή της ταχύτητας»; Και μέχρι πότε οι πιο ευάλωτοι θα πληρώνουν το τίμημα του εκσυγχρονισμού;



