Όταν ήμουν 30, είδα μια γριά κάπου στην επαρχία να αρπάζει με τα δύο χέρια το μικρόφωνο της δημοσιογράφου. Φώναζε. Δεν θέλω να ζήσουν τα παιδιά μου τη φτώχεια που έζησα εγώ. Ακούτε;
Όταν ήμουν 30, άνοιξα το ραδιόφωνο και άκουσα θυσίες, σωτηρίες, απειλές, νουθεσίες, αλαζονικά ανθρωπάκια. Κουμπιά σε πουκάμισα πιεσμένα, έτοιμα να σπάσουν. Κουμπιά και παρατάξεις, συντάγματα και έθνη, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ουρές για προνοιακά επιδόματα. Άκουσα πρώην γραφικούς τηλεβιβλιοπώλες να μιλάνε από υπουργικά τηλέφωνα. Άκουσα να εξορίζουν τις πέτρες και να ευλογούν τα τσεκούρια.
Ξύπνησα και το πρωινό ήταν πικρό. Βλαστήμησα τα πρωτοσέλιδα κομματικών εφημερίδων πρώην διευθυντών νυν κυβερνητικών στελεχών αεί φουσκωμένων λογαριασμών. Στάθηκα σε στάσεις λεωφορείων με ένα σωρό ξεψυχισμένο κόσμο. Ξεσκισμένα πρόσωπα, σκληρά, χαραγμένα, απαθή, αποθαρρυμένα, βουτηγμένα στον τρόμο, στο ψέμα. Πρόσωπα παγωμένα, απ’ την αγωνία πριν το πάτημα του pin ή απ’ την άγρια υπομονή μιας ουράς του οεαδ.
Όταν ήμουν 30, δεν είχα τίποτα άλλο από μια αγωνία. Ξεφτιλισμένη αγωνία, χρηματική αγωνία, εργασιακή αγωνία. Οι γύρω μου κατέρρεαν, εγώ ακροπατούσα, οι γύρω μου κατέρρεαν, εγώ άντεχα, οι γύρω μου κατέρρεαν. Εγώ κατέρρεα.
Με κυνηγούσαν, φώναζα, σε ψέκαζαν, φώναζα, τον προσήγαγαν, φώναζα και ύστερα δεν είχα άλλη φωνή. Δεν κουνιόταν η γλώσσα, δεν έτρεχαν τα πόδια, δεν έβγαινε η ανάσα.
Όταν ήμουν 30 είχα δημοκρατία, δεν είχα εκλογές, δεν είχα δικαιοσύνη, είχα δημοκρατία, δεν είχα δουλειές, είχα δημοκρατία, είχα δημοκρατία, δεν προλάβαινα να μετρήσω την ουρά στο συσσίτιο στο Κουκάκι, είχα δημοκρατία, δεν είχα να δώσω σε όλους τους άστεγους του τετραγώνου, είχα δημοκρατία, δεν είχα επιλογή, είχα δημοκρατία, είχα μονόδρομο, είχα σωτηρία, είχα έθνος, είχα περηφάνια, είχα ιστορική στιγμή της Ελλάδας, είχα υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, δεν είχα ζωή, δεν είχα ζωή, δεν είχα ζωή.
Πολιτικοί επιστήμονες, ιστορικοί και δημοσιογράφοι ζητούσαν περισσότερη αστυνομία. Ζητούσαν γκλομπ και συλλήψεις, σκληρότητα και πάταξη, τάξη και κεριά, ανοιχτά σινεμά και μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Ανταγωνιστικότητα, ζόφος τα ενοικιάζεται, μνήμη της πόλης, ζόφος τα πρεζάκια, ανοιχτοί δρόμοι, ζόφος ο στρατός των ΜΑΤ.
Όταν ήμουν 30 δεν ήξερα αν μπορώ να αγαπήσω το οτιδήποτε. Μόνο μαυρίλα και σάπιες ειδήσεις των 8, μισθοί υπό αίρεση, νόμοι χωρίς Νόμο, μπάτσοι στις γωνίες, στολές στις λεωφόρους, μηχανές που πέφτουνε πάνω σε ετοιμόρροπα κορμιά.
Την ίδια ώρα κάποιος σε ένα σχολείο έλεγε ότι τα παιδιά δεν έχουν λεφτά να φάνε κολατσιό. Στριφογυρίζουν γύρω απ’ το κυλικείο και ντρέπονται να πλησιάσουν.
Ναι σε όλα. Σκατά σε όλα.
Όταν ήμουν 30, ξύπνησα και αποφάσισα ότι δεν θα γιόρταζα γενέθλια.
Ύστερα ήρθε η νύχτα.
Οι έρωτές μας, ανασταίνουν ακόμη και τα ψοφίμια. Ανασταίνουν ακόμη και μας. Οι έρωτές μας, μας παίρνουν απ’ το χέρι. Κάτι αγαπημένοι, μισοζώντανοι, ημιπαράφρονες, μας παίρνουν απ’ το χέρι. Κάτι συνθήματα, κάτι σελίδες, κάτι μηνύματα.
Ένας παλαβός εσωτερικός χορός, ένα τσούγκρισμα. Μια λυσσασμένη επιμονή. Οι κλαμμένες ενδοχώρες στη σειρά. Φιλί, χαιρετούρα, αγκαλιά, δανεικά, ότι χρειαστείς, ένα άγριο γέλιο, μια πανάθλια αισιοδοξία. Βλέπω τους αγαπημένους μου να κλαίνε πια συχνά. Τους βλέπω να στέκονται πιο φοβισμένοι από ποτέ. Τα αυτιά τους κολλημένα στο επόμενο πολεμικό ανακοινωθέν. Και καθώς κολυμπάνε μες στον καθημερινό τρόμο, μες στον παραλογισμό και την σύγχυση, τα βλέμματα σιγά σιγά καθαρίζουν. Μετά το κλάμα, τα μάτια σιγά σιγά καθαρίζουν.
Και αν, και τότε, ίσως καταφέρουμε να δούμε μια φορά τον κόσμο.