Σύνοψη της ομιλίας του Γιώργου Σταθάκη, βουλευτή Χανίων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., στο συνέδριο του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 10-11 Οκτωβρίου, με θέμα: «Για να ξεπεράσει την κρίση, η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει». Η ομιλία εκφωνήθηκε σε συζήτηση στρογγυλής τράπεζας με τον Υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα και τον πρώην Υπουργό Οικονομικών Φίλιππο Σαχινίδη.
Η πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας θέτει μετ’ επιτάσεως σήμερα τρία καίρια προβλήματα στον δημόσιο λόγο της χώρας. Α) Αν για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας φταίνε οι ελληνικές κακοδαιμονίες ή τα μνημόνια. Β) Αν τα μνημόνια θεραπεύουν τις χρόνιες αδυναμίες τις ελληνικής οικονομίας. Γ) Αν η ελληνική οικονομία θα σταθεροποιηθεί μέσα από τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται τα τελευταία 3-4 χρόνια. Σκοπεύω να επιχειρηματολογήσω για το ότι η χρονίζουσα ύφεση είναι αποτέλεσμα του ίδιου του μνημονίου, ότι ο μνημόνιο δεν αντιμετωπίζει κανένα από τα υπαρκτά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και ότι η οικονομία με τις παρούσες εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν πρόκειται να σταθεροποιηθεί.
Η Ελλάδα την περίοδο 1995-2008 είχε μια οικονομία σε τροχιά πλήρους απελευθέρωσης και φιλελευθεροποίησης. Η χώρα σημείωσε, με την εξαίρεση της Πορτογαλίας, πανευρωπαϊκό ρεκόρ ιδιωτικοποιήσεων, τα έσοδα των οποίων πλησίαζαν την εποχή εκείνη το 15% με 16% του Α.Ε.Π. Στα πλαίσια του μετασχηματισμού αυτού της ελληνικής οικονομίας παρουσιάστηκε μεγάλη αύξηση του Α.Ε.Π. και σημαντική επέκταση σε συγκεκριμένους κλάδους, ακόμα και διεθνώς, όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός και οι κατασκευές.
Πάνω στην παραπάνω οικονομική πραγματικότητα εφαρμόστηκε το μνημόνιο κι επέδρασε σε αυτή με συγκεκριμένους τρόπους. Επέφερε δημοσιονομική προσαρμογή στο 20% του Α.Ε.Π. σε τέσσερα χρόνια. Ανάλογη δημοσιονομική προσαρμογή δεν έχει πραγματοποιηθεί σε καμία χώρα διεθνώς σε καιρό ειρήνης. Το μνημόνιο υποτίθεται ότι θα απαντούσε στην οικονομική κατάρρευση που η δημοσιονομική προσαρμογή προκαλούσε μέσα από την «κρυφή» του αναπτυξιακή ατζέντα. Τα βασικά σημεία αυτής της ατζέντας δεν ήταν άλλα παρά α) μείωση των μισθών έως και 40% ώστε να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, β) μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και γ) διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Καμία όμως από τις παραπάνω ενέργειες δεν είχε θετικές επιπτώσεις στην οικονομία και καμία δε συνέβαλε στην αναστροφή της τραγικής εικόνας μιας κοινωνίας με 20 έως 30% ανεργία.
Η αναπτυξιακή ατζέντα του μνημονίου ήταν, λοιπόν, εξαρχής λανθασμένη. Α) Η συρρίκνωση των εισοδημάτων μέσω της μείωσης των μισθών υποτίθεται ότι θα αποτελούσε το κλειδί για την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Αντίθετα, αυτό που έγινε τελικά ήταν όχι μόνο να βαθύνουν οι κάθε λογής κοινωνικές ανισότητες αλλά και, δια της συρρίκνωσης της κατανάλωσης, η ελληνική οικονομία να βυθίζεται σε μεγαλύτερη ύφεση. Β) Οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν σε μια οικονομία ήδη φιλελευθεροποιημένη. Οι μοναδικές επιχειρήσεις προς ιδιωτικοποίηση ήταν κοινής ωφέλειας, όπως σήμερα η ύδρευση, η διεθνής τάση επί των οποίων είναι στην πραγματικότητα η επανακοινωνικοποίησή τους, ύστερα από αποτυχημένα σχετικά πειράματα. Στον βαθμό λοιπόν που δεν ήταν εφικτή η επίτευξη του στόχου των 22 δις για τις ιδιωτικοποιήσεις, η τρόικα και οι κυβερνήσεις των μνημονίων στράφηκαν προς τη δημόσια γη. Η δημόσια, όμως, περιουσία δεν αποτελείται από περισσότερα από 4 μεγάλα ακίνητα (Ελληνικό, Γούβες, Κασσιόπη, Αφάντου) τα οποία από μόνα τους δεν είναι σε θέση να αποφέρουν σημαντικά έσοδα. Η δε υπόλοιπη δημόσια περιουσία αποτελείται από 80.000 μικροακίνητα, η αξιοποίηση των οποίων είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και ενίοτε γραφειοκρατικά δυσεπίλυτη. Γ) Τέλος, στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων το μνημόνιο δεν αποπειράθηκε να επιλύσει καμία από τις πραγματικές κακοδαιμονίες της ελληνικής οικονομίας. Το φορολογικό σύστημα δεν απλοποιήθηκε αλλά επιβαρύνθηκε με 132 διαφορετικές ρυθμίσεις, τα προβλήματα με τα ζητήματα χωροταξίας δεν επιλύθηκαν και το κτηματολόγιο δεν ολοκληρώθηκε. Το μνημόνιο προσπάθησε να δημιουργήσει μηχανισμούς παράκαμψης της νομοθεσίας, όπως ο πρόσφατος επενδυτικός νόμος, δεν αποπειράθηκε όμως να την εξορθολογήσει και να την εκσυγχρονίσει.
Κλείνοντας, η σημερινή υποθετική διέξοδος της οικονομίας μέσα από την ολοκλήρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων δε στηρίζεται σε λογικές και ρεαλιστικές βάσεις. Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο έως και το 2020 στηρίζεται στον υπολογισμό ότι α) η ελληνική οικονομία θα πραγματοποιήσει ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% από το 2014 έως το 2020, β) ο ελληνικός προϋπολογισμός θα παρουσιάζει πλεονάσματα 4,5% την ίδια περίοδο και γ) η Ελλάδα θα βρει τρόπους να εξυπηρετεί τους τόκους ενός χρέους 300 δις και μετά το 2020 σε αυτό θα προστεθεί και η αποπληρωμή του ίδιου του χρέους μέσα από το υποτιθέμενο πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Όλες όμως οι παραπάνω υποθέσεις αποτελούν, δυστυχώς, σενάρια επιστημονικής φαντασίας.
Γίνεται τελικά φανερό, ότι η όποια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας περνάει μέσα από την ριζική ρήξη με τις σημερινές εφαρμοζόμενες πολιτικές, ώστε να τεθεί ένα τέλος στο σπιράλ της συνεχιζόμενης ύφεσης και της ανεργίας. Βασικές πτυχές αυτής τη πολιτικής θα ήταν η αποκατάσταση του κατώτερου μισθού και η σταθεροποίηση των μισθών, η επαναθεμελίωση της εργατικής νομοθεσίας και ο κοινωνικός έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα ώστε να γίνει εφικτή η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Αυτές θα ήταν και οι βασικές αρχές μιας κυβέρνησης με επίκεντρο τις δυνάμεις της Αριστεράς.