Του Ειρηναίου Μαράκη
Η πρόσφατη παρουσία του Εμίρ Κουστουρίτσα στο 13ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων δεν συνάντησε τον αντίλογο που θα όφειλε, παρά τα συνωμοσιολογικά και ομοτρανσφοβικά σχόλιά του. Μόνο λίγες και αποσπασματικές αντιδράσεις ακούστηκαν από ανθρώπους των κινημάτων, της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και μερικές προοδευτικές φωνές στα κοινωνικά δίκτυα, αφήνοντας την εντύπωση ότι ο δημιουργός μπόρεσε να εκφράσει ελεύθερα τις αναχρονιστικές του απόψεις χωρίς καμία αμφισβήτηση. Η σιωπή αυτή, παρά την προοδευτική κουλτούρα και τα αντιρατσιστικά αντανακλαστικά της πόλης, δίνει χώρο στην κανονικοποίηση αντιδραστικών ιδεών υπό τη μανδύα της καλλιτεχνικής αυθεντίας. Στη συνέντευξη Τύπου που, υποτίθεται, θα επικεντρωνόταν στο έργο και την κινηματογραφική του πορεία, ο Σέρβος δημιουργός προχώρησε σε δηλώσεις που δεν απλώς εξέπληξαν αλλά αποκάλυψαν τον βαθύ ιδεολογικό του εκτροχιασμό και την πλήρη ταύτισή του με έναν ρηχό, συνωμοσιολογικό και βαθύτατα αντιδραστικό λόγο. Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τη λεγόμενη woke κουλτούρα, την οποία συνέδεσε με μια υποτιθέμενη παγκόσμια «προσπάθεια ελέγχου της κοινωνίας» και «υπονόμευσης της παραδοσιακής οικογένειας». Με περισσή αυτοπεποίθηση, ο Κουστουρίτσα επιτίθεται ευθέως στους αγώνες για την αυτοδιάθεση του σώματος και της ταυτότητας φύλου, υπονοώντας ότι η ίδια η αναγνώριση της ανθρώπινης πολυπλοκότητας είναι «απειλή» για μια υποτιθέμενη κοινωνική κανονικότητα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υποστήριξε ότι αυτή η «ατζέντα», δηλαδή οι διεκδικήσεις για τα δικαιώματα των τρανς και των μη δυαδικών ατόμων, δεν είναι, δήθεν, μια γνήσια προάσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά μια «κατασκευασμένη στρατηγική παγκοσμιοποιημένων κέντρων εξουσίας». Πρόκειται για την πλέον αναγνωρίσιμη αφήγηση του λεγόμενου «πολιτιστικού συντηρητισμού», μια αφήγηση που επιχειρεί να ντύσει με δήθεν ανθρωπιστικά ρούχα την άρνηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, τη δαιμονοποίηση της διαφορετικότητας και την επιστροφή στην πιο σκοτεινή μορφή πατριαρχικού ελέγχου.
Το οξύμωρο είναι ότι όλα αυτά εκστομίστηκαν σε μια προοδευτική, δημοκρατική πόλη όπως τα Χανιά, με ισχυρό αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό αίσθημα, σε ένα Φεστιβάλ που θέλει να λέγεται ανοιχτό, συμμετοχικό, κοινωνικά ευαίσθητο. Κι όμως, ούτε ένας –ούτε ένας– δεν βρέθηκε να απαντήσει, να θέσει ένα ερώτημα, να υπερασπιστεί την αλήθεια απέναντι στη συνωμοσιολογική ρητορική του Κουστουρίτσα. Ούτε από τους οργανωτές, ούτε από τους δημοσιογράφους που κάλυπταν τη συνέντευξη. Μια σιωπή εκκωφαντική, που ισοδυναμεί με συνενοχή. Η σιωπή αυτή φανερώνει πώς η λατρεία προς τον «μεγάλο δημιουργό» καλύπτει τον αναχρονισμό και επιτρέπει σε μια ολόκληρη πολιτιστική τάξη να υποκλίνεται στο «τοτέμ» του, ακόμα όταν αυτό διαχέει φανατικό πολιτικό σκοτάδι και ανοιχτή τρομοκρατία. Ο Κουστουρίτσα, ο άλλοτε «αναρχικός» ποιητής του Underground, εμφανίζεται σήμερα ως υπερασπιστής της καθεστωτικής υποκρισίας, επαναλαμβάνοντας επιχειρήματα που προωθούν οι δεξιές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Ρωσίας και οι ακροδεξιοί ηγέτες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, αντίστοιχες στοχεύσεις συναντάμε στον ίδιο τον πρωθυπουργό, που στρέφεται συστηματικά ενάντια στην queer κοινότητα.
Ο συντηρητισμός και η ομοφοβία δεν είναι “αντισυστημικές φωνές”
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κουστουρίτσα επιδίδεται σε αυτόν τον πολιτικό βερμπαλισμό. Εδώ και χρόνια έχει ταυτιστεί με τη ρωσική πολιτιστική προπαγάνδα, δοξάζοντας τον Βλαντίμιρ Πούτιν ως «υπερασπιστή της ισορροπίας του κόσμου» και χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση της Ουκρανίας ως «ναζιστική». Η ειρωνεία είναι σχεδόν ποιητική: ο ίδιος που κάποτε μιλούσε για την ανθρώπινη ελευθερία απέναντι στην εξουσία, σήμερα χειροκροτεί έναν αυταρχικό ηγέτη που καταλύει κάθε ελευθερία στο όνομα της «παράδοσης». Την ίδια ώρα, ενώ η Ρωσία του Πούτιν διεξάγει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο και φιλοξενεί συνέδρια όπου συστεγάζονται φασιστικά κόμματα απ’ όλο τον κόσμο, όπως συνέβη πρόσφατα στην Αγία Πετρούπολη υπό την αιγίδα του ρωσικού καθεστώτος, ο Κουστουρίτσα συνεχίζει να εξωραΐζει αυτή την πολιτική ως δήθεν «αντιναζιστική» ή «αντιιμπεριαλιστική». Η πραγματικότητα, όμως, είναι αμείλικτη: ούτε οι λεγόμενες «λαϊκές δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ είχαν ποτέ σχέση με γνήσιο σοσιαλισμό, ούτε η ρωσική επιθετικότητα μπορεί να κρυφτεί πίσω από την κουρτίνα του ψευδοαντιαμερικανισμού. Αυτό που μένει είναι ένας στείρος, ρηχός αντιαμερικανισμός, μια «αντίσταση» χωρίς περιεχόμενο, που τροφοδοτείται από τη νοσταλγία της αυτοκρατορίας και την άρνηση της σύγχρονης πολυπλοκότητας.
Οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι, όταν ο Κουστουρίτσα επιτίθεται στη λεγόμενη woke κουλτούρα, δεν υπερασπίζεται κάποια καλλιτεχνική ελευθερία ή αντισυστημική στάση· αντιθέτως, επαναλαμβάνει τη ρητορική των πιο αντιδραστικών φωνών της εποχής μας, εκείνων που θέλουν να μετατρέψουν την έννοια της ελευθερίας σε προνόμιο των «κανονικών». Ο «δικαιωματισμός» και η «woke κουλτούρα» δεν είναι τίποτα άλλο από ορολογίες που εφευρέθηκαν από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς για να στοχοποιήσουν κάθε μορφή προοδευτικής και δημοκρατικής διεκδίκησης, να υποβαθμίσουν τα κοινωνικά κινήματα, να παρουσιάσουν την Αριστερά ως φορέα ανωμαλίας και κινδύνου για την «κοινωνική ειρήνη». Μόνο που η κοινωνική ειρήνη, έτσι όπως την εννοούν οι υπερασπιστές της «παράδοσης», είναι ένα κενό σχήμα λόγου· μια ουτοπία που δεν υπήρξε ποτέ. Διότι πώς να υπάρξει κοινωνική ειρήνη όταν ο καπιταλισμός γεννά πολέμους, γενοκτονίες, ανισότητες, περιβαλλοντικές καταστροφές; Η ειρήνη, σε αυτό το πλαίσιο, είναι ένα εργαλείο υποταγής δηλαδή ένα επιχείρημα για να μην αλλάξει τίποτα.
Το πιο ανησυχητικό δεν είναι μόνο οι δηλώσεις του Κουστουρίτσα, αλλά το γεγονός ότι εκφωνήθηκαν ανεμπόδιστα, χωρίς αντίλογο, χωρίς αντίδραση, χωρίς έστω μια ερώτηση που να αμφισβητεί τις σκοταδιστικές του θέσεις. (Αν κάτι μου διέφυγε, ζητώ συγγνώμη αλλά η σιωπή παραμένει εκκωφαντική). Όμως η αλήθεια είναι ότι όταν τα φεστιβάλ, όταν λειτουργούν ως άμβωνες για τέτοιες λογικές, χάνουν τον ρόλο τους ως χώρους ελευθερίας και γίνονται φορείς επιβολής του «πολιτιστικού συντηρητισμού» με καλλιτεχνικό ένδυμα. Ο ρόλος τους, αντί να αναπαράγει τη δύναμη του καλλιτεχνικού ιερατείου, θα έπρεπε να είναι ανοικτός στον διάλογο και τη συνύπαρξη, να υπερασπίζεται το ωραίο και διαφορετικό, να υπενθυμίζει ότι η τέχνη είναι πάντα πράξη αντίστασης. Όταν ο διάλογος αντικαθίσταται από τη σιωπή και η σιωπή από το χειροκρότημα, τότε ο πολιτισμός μετατρέπεται σε βιτρίνα. Και πίσω από τη βιτρίνα, καραδοκεί η παρακμή.
Στο τέλος, ο Εμίρ Κουστουρίτσα δεν είναι απλώς ένας καλλιτέχνης που απλά «γέρασε συντηρητικά» ή τον προσπέρασε η ιστορία. Είναι το σύμπτωμα μιας ευρύτερης μετατόπισης, όπου ο πολιτιστικός συντηρητισμός και η ακροδεξιά ρητορική περί φύλου ντύνονται με αντισυστημικά χρώματα για να γίνουν αποδεκτά από ένα κοινό κουρασμένο από την πολυπλοκότητα της εποχής. Και όσο οι προοδευτικοί χώροι, τα φεστιβάλ και οι διανοούμενοι αποφεύγουν να απαντήσουν σε αυτό το φαινόμενο, τόσο θα ενισχύεται η ψευδαίσθηση ότι ο σκοταδισμός είναι μια «άλλη άποψη». Δεν είναι. Είναι απειλή. Και ο πολιτισμός που δεν τολμά να την κατονομάσει, απλώς συναινεί στην ήττα του και στην καταστροφή του.



