Του Μανώλη Καπετανάκη
«Αποφάσισα αγαπημένε κύριε Άγιε Βασίλη να σου γράψω από πολύ νωρίς για τα δώρα που θέλω να μου φέρεις στις επόμενες γιορτές. Και για νάμαι ειλικρινής με λίγο θυμό, πολύ παράπονο και αρκετή πια αμφιβολία.
Είμαι ένα παιδάκι 8 χρόνων. Με λένε Βασιλάκη και έχω το όνομα σου. Δεν το λέω βέβαια για να σε καλοπιάσω. Μου το έδωσαν για χάρη του παππού μου. Έχω άλλα δύο μεγαλύτερα αδελφάκια και είμαστε ορφανά από πατέρα. Τον μπαμπά μας τον χάσαμε πέρυσι, όταν σκοτώθηκε στην οικοδομή πέφτοντας από τον πέμπτο όροφο. Ακόμη κλαίω, όταν τον σκέφτομαι. Όταν τον θάβαμε, με παρηγορούσαν οι συγγενείς, πως ο καλός θεούλης τον πήρε δίπλα του. Τον έβαλε λέει στη μεγάλη και στοργική αγκαλιά του εκεί ψηλά στον ουρανό. Αλλά εγώ νομίζω πως τον είχα περισσότερο ανάγκη από Εκείνον. Γιατί λένε πως είναι παντοδύναμος και φαντάζομαι θα έχει κοντά του πάρα πολλούς άλλους πατεράδες, ώστε να του κάνουν συντροφιά. Δεν ήθελα να μου τον πάρει τόσο γρήγορα.
Η καημένη η μανούλα παίρνει μια σύνταξη σαν χήρα. Αλλά επειδή δεν έβαζαν τα αφεντικά στον μπαμπά μας τα σωστά ένσημα, είναι δυστυχώς πολύ μικρή. Ίσα- ίσα φτάνει για το νοίκι του σπιτιού που δίνουμε στη τράπεζα και για τους λογαριασμούς. Είχε πάρει δάνειο ο μπαμπάς και τώρα μας κάνει έξωση η τράπεζα. Έτσι η μαμά υποχρεώνεται να καθαρίζει διάφορα σπίτια πλουσίων για να μας ταΐζει. Οι παππούδες όσο μπορούν μας βοηθούν και αυτοί. Επειδή είναι όμως πολύ φτωχοί, μας δίνουν λιγοστά λεφτά.
Ο μεγαλύτερος αδερφούλης μου δουλεύει ολημερίς για να μάθει μια τέχνη. Κουράζεται, όπως λέει, πολύ. Είναι 14 χρόνων και μόλις που του δίνουν ένα μικρό χαρτζιλίκι για αμοιβή. Μας αγαπάει και το δίνει ολόκληρο κάθε βδομάδα στη μαμά. Σταμάτησε το σχολείο, αφού η μητέρα δεν μπορούσε να πληρώνει άλλο πια τα έξοδα. Παρόλο που τα έπαιρνε αρκετά τα γράμματα. Είναι πολύ έξυπνος και τον καμαρώνω. Φαντάσου ότι με βοηθάει αυτός στο διάβασμα. Μιας και δεν υπάρχουν χρήματα να φέρνουμε δασκάλα στο σπίτι. Τα έχουν κάνει πολύ δύσκολα τα μαθήματα και δεν μου αρέσει καθόλου το δημοτικό. Πάω με το ζόρι κάθε μέρα.
Δεν στα γράφω όλα αυτά κύριε Άγιε Βασίλη για να μας λυπηθείς. Πιστεύω, έχεις προσέξει ότι δεν σου ζητούσα κάθε βράδυ στην προσευχή μου να θυμηθείς να μου κρατάς ένα παιχνιδάκι. Ένα όμορφο τραινάκι ή ένα τάμπλετ να παίζω. Σε παρακάλαγα συνέχεια να στείλεις λεφτά για να ξεχρεώσουμε το υπόγειο διαμέρισμα μας. Τι να το κάνω δηλαδή ένα απλό δωράκι; Για να χαρώ λίγες ώρες και μέρες και μετά να υποφέρουμε οικογενειακά όλη την υπόλοιπη χρονιά;
Επήγα παραμονές της πρωτοχρονιάς στην πλατεία, όπου διαφήμιζαν τον ερχομό σου μαζί με το μοίρασμα δώρων. Ήταν στην αρχή εντυπωσιακά. Κατέβηκε ένας κύριος με σχοινιά σαν ακροβάτης από ένα ψηλό κτίριο φορώντας μια ασπροκόκκινη στολή και έχοντας κατάλευκα γένια. Προσγειώθηκε σε μια εξέδρα με το δήμαρχο επάνω και άλλους κυρίους με κουστούμια. Πέταγε στα παιδάκια από το σακούλι του δεματάκια. Έτρεξα ενθουσιασμένος και λέγοντας του το όνομα μου, άρπαξα ότι μου έδωσε. Το άνοιξα με λαχτάρα λίγο πιο πέρα και σάστισα. Στεναχωρήθηκα και μετά βούρκωσα. Είχε μέσα ένα τετραδιάκι, δυο τρία μπαγιάτικα μελομακάρονα και δυο τρία μπαλόνια χαλασμένα. Λεφτά τίποτα. Αμέσως κατάλαβα πως ήταν ψεύτικος άγιος. Όπως ψεύτικοι άνθρωποι ήταν και οι επίσημοι δίπλα του, που μας κορόιδευαν. Πρέπει να κυκλοφορούν κάμποσοι τέτοιοι στην κοινωνία.
Μετά σκέφτηκα πως εσύ ο κανονικός, δεν θα μας ξεγελάσεις. Είχα αφήσει από νωρίς το βράδυ το παράθυρο ορθάνοικτο για να σε διευκολύνω να μπεις μέσα. Δεν έχουμε τζάκι και καμινάδα. Σχεδόν από την αγωνία μου δεν κοιμήθηκα. Όμως το μόνο που μπήκε μέσα ήταν η παγωνιά, αφού δεν έχουμε θέρμανση. Πάλι με πήραν τα δάκρυα από την απογοήτευση.
Καταλαβαίνω κύριε Άγιε Βασίλη ότι θα έχεις πολλές υποχρεώσεις. Πρέπει να χαρίσεις το χαμόγελο στα παιδάκια όλου του κόσμου. Αμέτρητα δηλαδή. Οπότε ίσως δικαιολογημένα ξεχνάς ορισμένα. Όπως αυτά τα κακόμοιρα σκελετωμένα που πεθαίνουν στην Αφρική από ασιτία.
Με βασανίζει όμως μια απορία. Στην απέναντι βίλα ενός ψηλομύτη εργοστασιάρχη με πισίνα, κηπουρό και καμαριέρες ήσουν εσύ ο γνήσιος ή κάποιος άλλος φτιαχτός την επισκέφτηκε προχθές; Κρυφοκοίταζα και είδα ότι κρατούσε ο Άγιος Βασίλης κάτι μεγάλες κούτες για το αγοράκι και ένα πιάνο για το κοριτσάκι. Σκαρφάλωσα στον φράκτη και είδα ένα ηλεκτρικό τζιπάκι και αρκετά ηλεκτρονικά παιχνίδια. Παραξενεύτηκα με την αντίδραση των γειτονόπουλων. Στέκονταν σχεδόν απαθές το κοριτσάκι και το αγόρι γκρίνιαζε συνέχεια. Εγώ στη θέση τους θα χοροπήδαγα σαν τρελός.
Χάζεψα. Ζήλεψα. Πικράθηκα. Να μη σου πω κιόλας πως συγχύστηκα. Γιατί αν ήσουν πράγματι εσύ κύριε Άγιε Βασίλη, τότε είσαι άδικος πολύ. Και καλά, εγώ πιθανόν να είμαι άτακτο παιδί και μου αξίζει να τιμωρηθώ. Αλλά γιατί όμως βλέπω συχνά στη τηλεόραση προσφυγόπουλα να ζουν μέσα σε σκεπασμένα από χιόνια βρώμικα τσαντίρια από νάιλον; Πεινασμένα, περίλυπα και απροστάτευτα να τουρτουρίζουν; Ακριβώς όπως εξιστορούσε η μικρασιάτισα προγιαγιά μου τα δικά της παθήματα. Έστω μια σομπίτσα για το κρύο δεν σου περίσσευε να τους αφήσεις; Άλλωστε εγώ προτιμώ να βοηθούσες αυτά τα πιο δυστυχισμένα από εμένα παιδάκια. Αφού έχουν και αυτά ψυχούλα. Και ας με ξέχναγες εμένα. Φέρνω τον εαυτό μου στη θέση τους και ματώνει η καρδιά μου. Τουλάχιστον εγώ μένω σε ένα σπίτι με τοίχους και έχω ένα έστω και λειψό κομμάτι ψωμί.
Μη σου μουρμουρίζω όμως περισσότερο κύριε Άγιε Βασίλη και νομίσεις ότι είμαι κακό παιδί. Ελπίζω του χρόνου να αλλάξουν τα πράγματα. Σε προειδοποιώ όμως, είναι η τελευταία φορά που θα σε περιμένω. Μετά ή θα καταλάβω πως είσαι το μεγαλύτερο παραμύθι που μου έχουν διηγηθεί ποτέ ή ότι νοιάζεσαι μοναχά για τα πλουσιόπαιδα.
Μετά θα ψάξω διαφορετικό τρόπο για να κτίσω γερά στο ξύπνιο μου τα όνειρα μου. Να εξηγήσω γιατί το βουτυρόπαιδο απέναντι μου τα έχει όλα και μάλιστα περίσσεια. Ενώ εγώ ζω μες στις στερήσεις. Δεν γίνεται, πρέπει να υπάρχει αιτία. Δεν έρχονται έτσι τυχαία όλα ετούτα. Επίσης σίγουρα θα βρεθεί τρόπος να αναποδογυρίσει το άδικο. Απλά δεν μας τα μαθαίνουν στα σχολεία και στην εκκλησία. Μήτε τα ανακοινώνουν στη τηλεόραση οι γραβατωμένοι.
Που θα πάει όμως; Έχω πείσμα. Αργά ή γρήγορα θα τα ανακαλύψω. Ύστερα θυμάμαι κάτι συνομήλικα μου από τα δελτία εξωτερικών ειδήσεων να τρέχουν οργισμένα στους δρόμους. Νομίζω κάπου σε μια περιοχή με την ονομασία Γάζα. Τα θαύμαζα θωρώντας τα να πετούν δίχως τρόμο στη ματιά τους πέτρες με σφεντόνες ενάντια σε κάποιους κακούς πάνω σε τανκς. Εκείνους που έκλεψαν την ίδια την πατρίδα τους.
Σοφά λοιπόν οι αγωνιστές πατεράδες τους τα σιργουλεύουν. Η λευτεριά και η προκοπή παιδιά μας κρύβεται μες στις γροθιές σας. Ποτέ δεν θα ξεπηδήσει από το μαγικό σάκο κανενός μουσουλμάνου Αγιοβασίλη.
Τελικά ποιόν από τους δύο σας να πιστέψω αγαπητέ μου κύριε Άγιε Βασίλη; Εσένα ή τους Παλαιστίνιους μαχητές; Θα το διαπιστώσω όμως του χρόνου. Με το αν θα έρθεις και μου κρατάς ακριβώς ότι σου ζήτησα. Αλλιώς θα σε σβήσω από το μυαλό μου οριστικά. Και δεν θα σου δώσω πλέον καμία άλλη ευκαιρία».
Χρονολογική «λεπτομέρεια»
Αυτό το γράμμα δεν γράφτηκε εφέτος. Αλλά πριν μερικά χρόνια. Έκτοτε δεν απευθύνθηκα ποτέ ξανά και σε κανέναν άγιο. Φυσικά επίσης κανένας τους δεν έκανε τη χάρη ούτε μια σταλιά να απαλύνει την ανημποριά μας.
Πριν από λίγο γύρισα από μια συγκέντρωση συμπαράστασης στους εξεγερμένους λατινοαμερικάνικους λαούς. Χθες συμμετείχα σε κατάληψη της σχολής μου ενάντια στην κρατική τρομοκρατία και τα προωθούμενα αντιδραστικά ταξικά μέτρα στην εκπαίδευση. Την προηγούμενη βδομάδα ήμουν σε πορεία κατά των ιμπεριαλιστικών πολέμων και της βάρβαρης αντιπροσφυγικής κυβερνητικής πολιτικής. Αύριο έχει προγραμματιστεί διαδήλωση αλληλεγγύης σε απεργούς απολυμένους. Με τίποτα δεν θα λείψω.
Ευτυχώς λοιπόν βρήκα τον δρόμο μου. Ο εργοδότης απαίτησε από την αρχή των γιορτών να φοράμε αγιοβασιλιάτικα σκουφιά δουλεύοντας υπερωριακά και απλήρωτα. Αγρίεψα. Παρακινώντας τους συνάδελφους μου πετύχαμε μια μικρή συλλογική νίκη. Δεν θα υποστούμε την καρναβαλίστικη γελοιοποίηση της στολής και θα αποζημιωθούμε κανονικά για τις υπερωρίες.
Επιτέλους λοιπόν βρήκα τον δρόμο μου. Της ταξικής και αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Βαδίζοντας τον θαρρετά οραματιζόμενος μια κατάσταση, όπου δεν θα ζούμε εμείς κακά και αυτοί καλλίτερα. Εμείς οι πολλοί τρισάθλια και οι ελάχιστοι εκμεταλλευτές παραδεισένια. Έχοντας πλάι τους τον δικό τους αγιοβασίλη, αυτόν της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και πλουτισμού.