Για το βιασμό και την άγρια δολοφονία της Αμερικανίδας Βιολόγου, Σούζαν Ίτον, στην Κρήτη, από τον 27χρονο καθ’ ομολογίαν δολοφόνο της γράφει η Έλενα Ακρίτα.
Ολόκληρο το κέιμενό της στα «Νέα Σαββατοκύριακο»:
Η Σούζαν Ίτον τα ‘θελε και τα ‘παθε. Προκαλούσε. Φιρί φιρί πήγαινε να την βιάσουν και να την δολοφονήσουν. Ήταν πολύ νέα. Ήταν προκλητική. Φορούσε κοντή φούστα και βαθύ ντεκολτέ. Και να θες να αγιάσεις, κολάζεσαι. Την βιάζεις και την σκοτώνεις.
Η Σούζαν Ίτον ήταν 64 χρονών. Φορούσε φόρμα, αθλητικά παπούτσια και πήγε, όπως κάθε πρωί, να τρέξει στην περιοχή που τόσο αγαπούσε. Μέχρι που βρέθηκε μπροστά της ο δολοφόνος της. Που όπως δήλωσε στην αστυνομία, εκείνη την μέρα βγήκε έξω με πρόθεση να βιάσει την πρώτη γυναίκα που θα έβρισκε μπροστά του. Την πρώτη γυναίκα. Την όποια γυναίκα. Είτε φορούσε ντεκολτέ είτε φορούσε μπούργκα. Είτε ήταν 20 είτε 60. Είτε ήταν επιστημόνισσα είτε εργάτρια του σεξ.
Άθελά του λοιπόν, ο τύπος αυτός όρισε με ακρίβεια μοιρογνωμονίου την έννοια ‘βιασμός’: αυτό που εμείς λέμε και ξαναλέμε, το γράφουμε και ξαναγράφουμε. Ο βιασμός δεν έχει σχέση με τον ερωτισμό. Ο βιασμός έχει σχέση με τη βία. Την ωμή, την κτηνώδη, την απροκάλυπτη. Δεν συνδέεται με την ηλικία ή το dress code του θύματος. Ο βιασμός δεν είναι η ‘τιμωρία’ του θύματος που γυρίζει από μπαρ προκλητικά ντυμένο: με τον ίδιο τρόπο θα ‘τιμωρηθεί’ κι εκείνη που γυρίζει απ’ το κατηχητικό ντυμένη ως το λαιμό. Ή το 7χρονο αγοράκι στο Παπάφειο, ή το οποιοδήποτε παιδί στις τουαλέτες του σχολείου, ή η ανήμπορη γυναίκα, η κατάκοιτη, η ηλικιωμένη.
Η Σούζαν Ίτον τα ‘θελε και τα ‘παθε. Δεν φταις εσύ, αυτή φταίει. Άλλωστε, εσύ είσαι ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης. Ήσυχος, ευγενικός, κύριος. Τα καλύτερα είπαν για σένα οι συγχωριανοί σου. «Καλό παιδί.» «Δεν είχε δώσει δικαιώματα στη γειτονιά». «Ιδέα δεν είχαμε». Είπαν. Κι έπεσαν από τα σύννεφα.
Προφανώς κανένας γείτονας δεν γνώριζε τον βίο και την πολιτεία του τύπου αυτού. Κανένας δεν ήξερε πως – πριν φτάσει στον φόνο – ο 27χρονος είχε επιτεθεί σε μια Πολωνή, που μάλιστα την χτύπησε με το αυτοκίνητο. Κανένας γείτονας δεν ήξερε πως, πριν από αυτό, επιτέθηκε σε μια Λιθουανή που σώθηκε η γυναίκα γιατί ξέφυγε από την ερημιά κι έτρεξε σε κατοικημένη περιοχή. Κανένας γείτονας δεν ήξερε πως είχε επιτεθεί και σε Ελληνίδα – προφανώς για να μην τον πουν και ρατσιστή τον άνθρωπο – που κι αυτή την γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Και βεβαίως κανένας γείτονας δεν ήξερε πως πέρσι ο ίδιος άνθρωπος είχε συλληφθεί στην Κρήτη για εμπρησμό.
Κι όταν ερωτήθηκε το γιατί και το πώς από την αστυνομία, απάντησε πως έβαλε φωτιά γιατί του άρεσε να ακούει λέει τις σειρήνες της Πυροσβεστικής. Έλα όμως που κανένας δεν ήξερε τίποτα. Όλοι οι κυρ Παντελήδες της γειτονιάς έπεσαν από τα σύννεφα. Ήταν βλέπεις καλό παιδί. Άψογος οικογενειάρχης. Και δεν είχε δώσει δικαίωμα στη γειτονιά – μια γειτονιά που προφανώς διακτινίστηκε από τον πλανήτη Κρίπτον.
Δυο μεγάλες αλήθειες επικυρώνει εκ νέου ο βιασμός και ο θάνατος της Σούζαν Ίτον. Την πρώτη αλήθεια την ομολόγησε ο ίδιος δράστης. Δεν αναζητούσε τύπο γυναίκας, δεν τον ένοιαζε η ηλικία, η διάθεση, το ντύσιμο. Έψαχνε την πρώτη που θα έπεφτε στο δρόμο του. Απλά, ωμά και ξεκάθαρα.
Την δεύτερη αλήθεια την είπαν στις κάμερες οι κυρ Παντελήδες του χωριού. Της γειτονιάς, της μικρής κοινότητας, της πόλης, της κωμόπολης, του οικισμού και του συνοικισμού. Εκείνοι που δεν ακούν, δεν βλέπουν, δεν μιλάνε. Δεν παρεμβαίνουν, δεν βοηθούν, δεν καταγγέλλουν. Εκείνοι οι ‘δεν θα βγάλω εγώ το φίδι απ’ την τρύπα’, οι ‘μην θα βρεις το μπελά σου’, οι ‘μη μπλέκεις και κοίτα τη δουλίτσα σου και μη μπλέκεις.’ Στο κάτω κάτω, η Σούζαν ‘προκαλούσε’. Κι ο δολοφόνος της δεν είχε δώσει δικαιώματα στη γειτονιά.