Ένας χρόνος συμπληρώθηκε χθες από το θάνατο του ηθοποιού Λυκούργου Καλλέργη, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1950 παραχωρούσε το σπίτι του για να συναντώνται παράνομα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως ο Νίκος Μπελογιάννης και ο Νίκος Πλουμπίδης. Ακολουθεί η μαρτυρία του, που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου “Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά”.
Το 1951-1952 συνεδρίαζαν στο σπίτι μου, σε τακτικά διαστήματα, ο Νίκος Πλουμπίδης, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Δρομάζος και η Έλλη Παππά. Δεν μετείχα στις συνεδριάσεις τους αλλά τους χαιρετούσα και με χαιρετούσαν. Υπήρχε μια ζεστασιά σε αυτούς τους τέσσερις ανθρώπους. Ο Πλουμπίδης μάλιστα μου είχε ιδιαίτερη συμπάθεια και μου έλεγε: «Εσύ είσαι κάτι σπουδαίο, σε ξέρω εσένα». Ήταν ωραίος άνθρωπος, πολύ ωραίος τύπος. Όπως και ο Μπελογιάννης, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα σεμνός και σοβαρός. Κάποια στιγμή τους έχασα, έπαψαν να συνεδριάζουν γιατί είχαν ήδη συλληφθεί ο Μπελογιάννης και η Έλλη.
Κατά σύμπτωση, την εποχή εκείνη έπαιζα στο θέατρο ένα έργο του Εγγλέζου συγγραφέα Τζον Πρίσλεϊ, το οποίο λεγόταν “Ο ανακριτής έρχεται”. Ήταν ένα έργο συμβολικό, ο συγγραφέας του ήταν αριστερός και εγώ έπαιζα τον ανακριτή, το πρόσωπο που έφερνε την ειρήνη και την τάξη σε μια χώρα, σε μια οικογένεια. Εκείνο τον καιρό, η τότε σύζυγός μου Μαρία Φωκά είχε πάει στο Παρίσι, όπου είχε συνδεθεί με αριστερούς που της έδωσαν χρήματα για να τα φέρει στο κόμμα. Έλειπε όμως αυτός στον οποίο έπρεπε να παραδώσει τα χρήματα και η Φωκά του άφησε κάποιο σημείωμα. Η αστυνομία έκανε έφοδο στο αρτοποιείο, όπου θα παραδίδονταν τα χρήματα, βρήκε το σημείωμα και ενοχοποίησε τη Φωκά.
Μας συνέλαβαν οικογενειακώς, τη Φωκά, εμένα και την κόρη μας που ήταν τότε πέντε χρονών και μας κουβάλησαν κακήν κακώς στην Ασφάλεια. Καθώς έμπαινα στην Ασφάλεια, όλοι όσοι με έβλεπαν, φώναζαν: «Α! ήρθε ο κύριος Ανακριτής». Παρουσιάστηκα στο διοικητή της Ασφάλειας, ο οποίος με υποδέχτηκε, γιατί και εκείνος είχε δει το έργο, λιγάκι σαν συνάδελφο και μου είπε: «Κύριε Καλλέργη, εδώ είναι το σημείωμα της συζύγου σας, αυτά είναι τα γράμματά της, συνεπώς είναι συνένοχη και την κρατάμε. Εσείς μπορείτε να φύγετε». Έφυγα εγώ με την κόρη μου ενώ η Φωκά μπήκε στην απομόνωση, στο κτίριο της Ασφάλειας στην οδό Καποδιστρίου.
Η Φωκά παραπέμφθηκε σε δίκη μαζί με τον Μπελογιάννη και τους άλλους. Το διάστημα πριν από τη δίκη προσπαθούσα να κάνω κάποιες ενέργειες, να κινητοποιήσω ειδικά το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, για τη Φωκά που ήταν καλλιτέχνις, έτσι ώστε να έχει κάποια ειδική μεταχείριση. Σχηματίσαμε λοιπόν μια επιτροπή και πήγαμε στον υπουργό Εσωτερικών και Ασφαλείας, τον Ρέντη, ο οποίος με πήρε ιδιαιτέρως και μου είπε: «Κύριε Καλλέργη, έχετε υπ’ όψιν σας ότι αυτή η δίκη είναι φτιαγμένη έτσι ώστε δεν πρόκειται να αλλάξει το παραμικρό. Οι αποφάσεις έχουν ληφθεί από τους Αμερικανούς και αναγκαστικά και από την κυβέρνηση, η οποία δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Μην ασχολείστε λοιπόν, σας συμβουλεύω να σταματήσετε να ενεργείτε για το καλό σας». Το ύφος του ήταν δήθεν φιλικό αλλά επί της ουσίας απειλητικό. Κατάλαβα τότε περί τίνος πρόκειται. Ήταν η καλύτερη εξήγηση που δόθηκε για την υπόθεση αυτή.