Όπως εξηγεί η ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και το Κέντρο Ερευνών, σκοπός της μελέτης αποτελεί η διερεύνηση του βαθμού επίδρασης της πανδημίας COVID-19 σε τέσσερις τομείς: Στον οικονομικό, τον ψηφιακό, τον ψυχολογικό και τον κοινωνικό, προκειμένου να κατατεθούν τεκμηριωμένες προτάσεις πολιτικής για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και εργασίας των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.

Στην έρευνα διαπιστώνεται ότι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα:

  • Είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην αντιμετώπιση των οικονομικών τους υποχρεώσεων.
  • Διακατέχονται από την αγωνία περί ενδεχόμενης ανεργίας και απώλειας θέσεων εργασίας.
  • Είναι απαισιόδοξοι αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των μέτρων της πολιτείας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.
  • Είναι απαισιόδοξοι σχετικά με την αναμενόμενη πορεία της οικονομίας βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα.
  • Είναι ανήσυχοι αναφορικά με την ψηφιοποίηση της εργασίας. Εκφράζονται φόβοι ότι η ψηφιοποίηση μπορεί να επιφέρει μείωση μισθών, αύξηση του φόρτου εργασίας και νέες ευέλικτες μορφές εργασίας.

Στην έρευνα διαπιστώνεται επίσης από μεγάλο μέρος των εργαζομένων ότι:

  • Υπάρχει διαταραχή στη συναισθηματική τους κατάσταση και συναισθηματική εξάντληση.
  • Υπάρχει μεγαλύτερη εξάπλωση της πανδημίας COVID-19 από αυτή που επισήμως καταγράφεται.
  • Δεν θα υπάρξει σύντομα κάποιο αποτελεσματικό φάρμακο για τον ιό.
  • Υπάρχει ο φόβος θανάτου ή το ενδεχόμενο σοβαρής νόσησης από τον κορωνοϊό.
  • Η πανδημία οδήγησε σε έλλειψη επικοινωνίας και μοναξιά.
  • Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για την περίθαλψη των ασθενών. Εντούτοις, το σύστημα υγείας δεν έχει τη δυναμικότητα να ανταποκριθεί σε ενδεχόμενη έξαρση της πανδημίας.
  • Δεν έχουν λάβει απαραίτητη εκπαίδευση για την αντιμετώπιση καταστάσεων πανδημίας, ενώ η πληροφόρηση από τα μέσα ενημέρωσης είναι αναποτελεσματική και δεν συνέβαλε στην πειθάρχηση των πολιτών κατά την περίοδο της καραντίνας.