Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Περήφανα σπάθιζε τον αγέρα, το γεράκι.…Προικισμένο με ομορφιά κι ευκινησία, με τις δυνατές φτερούγες του να το ανεβάζουν πότε στα ύψη τ’ ουρανίσιου θόλου και πότε στα χαμηλά στις παρυφές του, δέος και τρόμος στα άλλα τα μικρότερα πουλιά, και κύρια όταν άφηνε εκείνη τη μακρόσυρτη κραυγή που το χαρακτηρίζει. Κραυγή θριάμβου σαν έβλεπε τα άλλα φτερωτά ν’ ανοίγουν δρόμο εις το διάβα του, κραυγή υπεροχής και δύναμης. Κι εκείνο, υπερήφανο, συνέχιζε το ανεμπόδιστο φτερούγισμά του στην απλωσιά των αιθέρων! Και όταν το φλογισμένο άρμα του θεού-`Ηλιου χανότανε στο διάσελο της Δύσης, επίστρεφε εις τη φωλιά του καταμεσής του δύσβατου γκρεμνού, προφυλαγμένη από εχθρούς, μα κι από τις ριπές της τραμουντάνας σαν λυσσομανούσε και τσάκιζε τα παΐδια των δέντρων στα ξέκορφα…
…Κάτω στη γη, στα χαμηλά, βρισκόταν το κοτέτσι. Πολύχρωμοι, μαυριδεροί, άσπροι ή μαύροι οι ένοικοι, μα…κότες. Εμβέλεια του νου όση επίτρεπαν οι εγκεφαλικές τους έλικες στο μικροσκοπικό κεφάλι, μα αρκετή να ξεχωρίσει την τροφή και τη γειτόνισσα, την αδελφή την όρνιθα, μα και τα όρια του ψηλού φράχτη που περιστοίχιζε τη γειτονιά τους την κοτίσια. Πέρα από τούτο το φράχτη δεν είχαν διαβεί ποτέ, και όλος τους ο κόσμος περιορίζονταν στο χώρο που περίκλειε ετούτος.
Μια όρνιθα παρδαλή και φαντασμένη, ξεχώριζε από τις άλλες. Κρυφάκουγε τα βράδια τις κουβέντες της σοφής εκείνης γειτόνισσας, της κουκουβάγιας με τον σύντροφό της, που φώλευαν εις τις πυκνές τις φυλλωσιές του γέρο-πλάτανου στην άκρη της αυλής. Κάτι συγκράταγε από τις συζητήσεις των σοφών πουλιών στον περιορισμένο υποδοχέα του εγκεφάλου του κοτίσιου, και τα εμφάνιζε την επομένη στην παρέα της, σαν δικά της ευφυολογήματα. Οι άλλες όρνιθες την κοίταζαν με θαυμασμό, και κάποιες και με ζήλεια για …τη σοφία της. Κι εκείνη καμάρωνε, πιότερο σαν είχε “θαμπώσει” με τις γνώσεις της και τον (κοκορόμυαλου) το γέρο-κόκορα του κοτετσιού.
Όμως, μαζί με τούτα της τα “προτερήματα”, είχε και μία κράση ασθενική από γεννησιμιού της, και μία έμφυτη ανορεξία που’ φτανε σε σημείο να μην δοκιμάζει μέρες ολάκερες την τροφή που τους έριχνε ο αφέντης-άνθρωπος. Κοντολογίς, η υγεία της βρισκόταν σε κίνδυνο!
Η κουκουβάγια η σοφή γειτόνισσα που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα εις την κοτίσια μικροκοινωνία, συμπαθούσε την παρδαλή, τη φαντασμένη, μα ασθενική εκείνη όρνιθα. Αλλά δεν μπόραγε να της δώσει κάποια βοήθεια, παρά τη σοφία των γνώσεών της. Έτυχε όμως να έχει στενή φιλία με το γεράκι, καθώς, εκείνα τα χρόνια που χάνονται στους στρόβιλους του παρελθόντος, τα γεράκια σεβόντουσαν τις κουκουβάγιες για τη σοφία τους, και δεν τις έβλεπαν σαν θηράματα. Υπήρχαν άλλωστε δεκάδες αγριοπούλια κείνες τις εποχές, αρκετά για να κορέσουν τις ορέξεις των περήφανων αρπακτικών.
…Μια φεγγαρόφωτη νύχτα η κουκουβάγια, πέταξε μέχρι τη φωλιά του γερακιού. Εκείνο την καλοδέχτηκε και χάρηκε ως τα εσώψυχα για την τιμή να έχει στην ταπεινή φωλιά του το σοφό πουλί που θαύμαζε. Η κουκουβάγια του μίλησε για την ασθενική την όρνιθα, και ζήτησε να της φέρνει καρπούς του δάσους μα και βότανα από το “φαρμακείο” της Μάνας-Φύσης, για να σωθεί η δύστυχη, ας ήταν φαντασμένη. Δεν την αφορούσαν εξάλλου οι ακατάσχετοι βερμπαλισμοί της στις συντροφιές της, σαν δεν περίμενε πολλά από εκείνη την κοτίσια της σοφία.
…Σαν χάραξε η αυγή η ηλιοθώρητη και χάθηκε ο Μορφέας από τη φύση, κίνησε το γεράκι από τη φωλιά του. Δεν δυσκολεύτηκε να συνάξει μερικά φύλλα θεραπευτικών βοτάνων κι ένα κλαδάκι με αγριοκέρασα και πέταξε ίσια για το κοτέτσι, στα χαμηλά. Σαν προσγειώθηκε εις τη μικρή αυλή, έπεσε πανικός στις όρνιθες. Έντρομες και φτερουγίζοντας παρά βαδίζοντας, χώθηκαν στη σιγουριά του μικρού τους οικίσκου. Μόνο η ασθενική η όρνιθα η παρδαλή, η φαντασμένη, δεν πρόφτασε να φτάσει ως εκεί. Το γεράκι την πλησίασε, της μίλησε φιλικά, την καθησύχασε. Της πρόσφερε τα βότανα και τα αγριοκέρασα, κι εκείνη τα δέχτηκε με ευχαρίστηση…
…Τις επόμενες μέρες και μήνες το γεράκι, συνέχισε να φέρνει στην όρνιθα βότανα, αγριοκέρασα, βατόμουρα, τσαμπιά σταφύλια. Κι εκείνη, έχοντας αρχίσει να αναρρώνει, άρχισε να βάζει “άλλα” στο κοτίσιο της κεφάλι: «Το γεράκι, με βλέπει…αλλιώς…Με έχει ερωτευτεί!…Θα με πάρει μια μέρα μαζί του, και θα με κάνει…γερακίνα!». Κάποιες όρνιθες την πίστεψαν, άλλες άρχισαν να το διασκεδάσουν, κοντολογίς, άρχισε ένα σούσουρο εις την κοτίσια κοινωνία για το …(φανταστικό) ειδύλλιο της όρνιθας της παρδαλής, της φαντασμένης….
…Η κουκουβάγια το σοφό πουλί τα έβλεπε και τ’ άκουγε όλα τούτα με θλίψη. Κι ένα πρωί, σαν το γεράκι έφτασε με την πραμάτεια του, το φώναξε εις τη φωλιά της και το ενημέρωσε για τα καμώματα της φίλης του της όρνιθας! Και το περήφανο πουλί ένοιωσε πληγωμένο στα εσώψυχα, προδομένο, σαν η φίλη του είχε παρερμηνεύσει –κατά το συμφέρον της- τα αισθήματά του… Έδωσε τίναγμα στο φτέρωμά του, ανέβηκε ψηλά, πολύ ψηλά, κι έγινε σημάδι δυσδιάκριτο στ’ απέραντο γαλάζιο του ουρανίσιου θόλου. Δεν ξαναφάνηκε εις την κοτίσια γειτονιά. Απόμεινε η όρνιθα η παρδαλή η φαντασμένη στον ακατάσχετο βερμπαλισμό της, στη μάταιη την προσμονή του γερακιού….
…Και η κουκουβάγια, θλιμμένη κι εκείνη, ακούστηκε σε βραδινό της μοιρολόγι να λέει:
«Αλίμονο στα πονηρά μυαλά
σαν την παρεξηγούν την καλοσύνη,
τους μέλει φίλος εις την υστεριά
κανείς καλός να μην τους μείνει!»