Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
“Τους μεν κενούς ασκούς το πνεύμα διίστησι, τους δ’ ανοήτους ανθρώπους, το οίημα…”…
Σωκράτης
Σε μια γωνιά του κήπου του ανθοστόλιστου με το παχύ και πράσινο γρασίδι, είχε στηθεί ένα πανέμορφος μικρός οικίσκος, με πλέρια φροντισμένη την αυλή, και την ξεχωριστή περίφραξη καλυμμένη με πλούσια βλάστηση κισσού. Ένα μεγάλο αίθριο που το χειμώνα έκλεινε με πλεξιγκλάς, συμπλήρωνε τον διάκοσμο του οικίσκου, χάρμα οφθαλμών για τους περαστικούς, που μακάριζαν τους ενοίκους του. Λίγοι –ωστόσο- αντιλαμβάνονταν, ότι οι ένοικοι, ήταν…όρνιθες!
Μεγαλοαστοί οι ιδιοκτήτες της πολυτελούς έπαυλης με τον οικίσκο, ματαιόδοξα επιδειξίας η ολόξανθη οικοδέσποινα, ήθελε άνεση και πολυτέλεια ακόμη και για τις όρνιθες της, απόδειξη εμφανής ότι η εμβέλεια του μυαλού της ήταν μικρότερη από το σύνολο εκείνης των συμπαθών –κατά τα άλλα- φτερωτών προστατευομένων της. Και κείνες, ενορατικά ή τηλεπαθητικά, λες και είχαν συλλάβει της φαντασμένης οικοδέσποινας την αύρα, θάρρεψαν με την “κοτίσια” τους αντίληψη, πως αποτελούσαν κάτι το ξεχωριστό! `Ηταν –βλέπετε – “βολεμένες… όρνιθες” με έπαρση περισσή για τούτο, στο κοτίσιο τους κεφάλι! Την αίσθηση ετούτη ενίσχυε η θέαση στον απέναντι το δρόμο, ενός μικρού κοτετσιού στη γωνιά ενός φτωχόσπιτου, κατοικία του κηπουρού της έπαυλης. Φτωχός ο δόλιος ο κηπουρός, με καταπιεσμένη την αξιοπρέπεια από την οιηματία οικοδέσποινα, επισκέπτονταν την έπαυλη όταν οι ανάγκες του κήπου τον καλούσαν και με μισθό μικρότερο από το μηνιαίο σιτηρέσιο των “βολεμένων ορνίθων” της έπαυλης.
Φτωχικό και το κοτέτσι του, ένα παράπηγμα στη γωνιά της αυλής. Και οι όρνιθες του υποσιτισμένες, με μαδημένο το φτέρωμα και μεγάλους όζους στα πόδια από μια προϊούσα αβιταμίνωση και όχι μόνο, συνέπεια της ανεπαρκούς διατροφής από τον φτωχό αφέντη τους με τα τέσσερα παιδιά και την άνεργη σύζυγο.
Οι “βολεμένες όρνιθες” της έπαυλης, με τις παρα-κότες να τις ξεψειρίζουν και να τους ισώνουν το φτέρωμα και τα πούπουλα και με ξέχειλες τις ταΐστρες από το άφθονο σιτηρέσιο, δεν καταδέχονταν τις φτωχικές «γειτόνισσες» ούτε για μια ματιά, και όταν την έριχναν, ήταν για να διασκεδάσουν από τα «χάλια» τους, καθώς έλεγαν!
…Κι έτσι περνούσε ο καιρός στη γειτονιά των αντιθέσεων, με τις “βολεμένες όρνιθες” της πλούσιας έπαυλης να λοιδορούν τις λιπόσαρκες τις κότες του απέναντι φτωχόσπιτου. Και όταν μια φορά ξέμεινε από…κόκορα το πλούσιο το κοτέτσι, ο φιλότιμος ο κηπουρός προθυμοποιήθηκε να προσφέρει ένα δικό του κόκορα, που σαν τον είδε η κατάξανθη οικοδέσποινα –λιπόσαρκο και με μαδημένο το κεφάλι- απόδιωξε με μια κίνηση του χεριού άνθρωπο και πτηνό, και φρόντισε να φέρει ένα άλλο –“γαλαζοαίματο”- κόκορα, από την έπαυλη μιας φιλενάδας, λίγα τετράγωνα πιο πέρα. Κοτίσια αντίληψη σε ανθρώπινο κεφάλι, αλλόκοτη αλήθεια ιδιομορφία, μα υπαρκτή ως τόσο, αυταπόδειχτα…
…Η γριά-κλώσα στο φτωχό κοτέτσι, κλώσαγε με περισσή φροντίδα και υπομονή μερικά αυγά που φρόντιζε να τα καλύπτει όλα, με το λιγοστό το φτέρωμά της. Ανάμεσα στα αυγά εκείνα, ξεχώριζε ένα εμφανώς μεγαλύτερο, με σταχτιές πιτσιλιές στο κέλυφος. Αδιάφορη η στοργική η γριά-κλώσα για το ξεχωριστό αυγό, το φρόντιζε με την ίδια στοργή κι αγάπη που φρόντιζε τα άλλα, τα μικρότερα…
…Δεν πέρασαν πολλές μέρες και τα τσόφλια των αυγών, άρχισαν να ραγίζουν από τα χτυπήματα του ράμφους των έγκλειστων νεοσσών, που ένας-ένας έκανε την εμφάνιση του και η στοργική κλώσα, τους εναπόθετε προσεκτικά στο πλάι. Από το μεγάλο εκείνο το ξεχωριστό αυγό, βγήκε ένας περίεργος νεοσσός: Μεγαλόσωμος, με μεγάλο ράμφος, διαφορετικός από τους άλλους. Στοργικά η γριά-κλώσα τον τάισε, τον έβαλε στο πλάι, σηκώθηκε μουδιασμένη από το πολυήμερο κούρνιασμα… προχώρησε στη μικρή αυλή του κοτετσιού, ξοπίσω της και τα κλωσσόπουλα….
…Πέρασαν μέρες…Το ιδιόμορφο (για τα δεδομένα ενός κοτετσιού) κλωσσόπουλο, άρχισε να μεγαλώνει πιο γρήγορα από τα αδέλφια του, οι φτερούγες του μεγάλωναν και δεν άργησε να κάνει την πρώτη…δοκιμαστική πτήση του. Το είδαν από το πολυτελές κοτέτσι οι “βολεμένες όρνιθες”, έτριβαν τα μάτια τους… Το είδε και η κατάξανθη η οικοδέσποινα, δεν πίστευε σε κείνο που έβλεπε.
“Μα πώς ήταν δυνατόν να γεννηθεί ένα τέτοιο πανώριο πουλί από το κοτέτσι το παρακατιανό;” Σκεφτόταν, κι απορούσε! Η εμβέλεια της νόησής της δεν επαρκούσε να αναλύσει την εικόνα που έβλεπε και να αναγνωρίσει στη θέα της, ένα… αετόπουλο! Γιατί για αετόπουλο επρόκειτο, και η απορία του φτωχού – αλλά νοήμονος – κηπουρού (που αναγνώρισε αμέσως το είδος του φτερωτού ενοίκου στο κοτέτσι του), ήταν, πώς βρέθηκε το αετίσιο το αυγό, στην αυλή του, στην κλώσα του; Άγνωστο! Απορία, που έμενε να μείνει χωρίς εξήγηση, για πάντα!
…Το αετόπουλο συνέχιζε τις πτήσεις του, άλλοτε χαμηλές, άλλοτε σε μεγαλύτερο ύψος, μα πάντα επέστρεφε στ’ αδέλφια του τα κλωσσόπουλα. Από κάποια διαίσθηση λες, δεν έκανε καμιά επίσκεψη στο γειτονικό πλούσιο κοτέτσι, παρά το ότι πραγματοποιούσε συχνές πτήσεις άνωθέ του…
Οι “βολεμένες όρνιθες” δεν τόλμησαν να σχολιάσουν ξανά το φτωχό κοτέτσι και τις ενοίκους του…Η κατάξανθη η οικοδέσποινα σιώπησε ταπεινωμένη (υπάκουη στην εμβέλεια της νοημοσύνης της)…Το αετόπουλο, συνέχιζε τις αδιάκοπες πτήσεις του…
Και η κουκουβάγια το σοφό πουλί που παρακολουθούσε σιωπηλή τα τεκταινόμενα και είχε τη φωλιά της σε μια ταπεινή χαρουπιά στην αυλή του φτωχόσπιτου, έδωσε τίναγμα στο φτέρωμά της και πέταξε –για πρώτη της φορά- μέχρι τον πανώριο χαμαίρωπα που στόλιζε ζευγαρωτά με άλλον ένα, την είσοδο της έπαυλης. Καθώς περνούσε από κάτω η κατάξανθη η οικοδέσποινα, έλυσε τη σιωπή της και με ανθρώπινη λαλιά της “πέταξε” τη σοφή όσο και διαχρονική ρήση του Χίλωνος του Λακεδαιμόνιου: “Τα μεν υψηλά ταπεινούν, τα δε ταπεινά υψούν”….