Τον τελευταίο καιρό πολλές συζητήσεις γίνονται στα τηλεοπτικά παράθυρα, σχετικά με την φυλετική καταγωγή των μεν και των δε. Ομηρικοί καυγάδες διεξάγονται μπροστά στα μάτια των έκπληκτων τηλεθεατών, σε ένα απίστευτο θέατρο του παραλόγου . Αυτό που έχει συμβεί κυρίως τα τελευταία χρόνια, είναι η εξασθένηση της ταυτότητας του έλληνα, ως ευρωπαίου ισότιμου πολίτη. Σήμερα από ισότιμοι πολίτες σε μία ενιαία Ευρώπη, είμαστε υπόδουλοι της Τρόϊκας που συμπεριλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΝΤ. Καταρρέει λοιπόν η παλιά μας ταυτότητα των Europeans και προσπαθεί να αναβιώσει η παλιότερη, αυτή του έλληνα του τέλους του 19ου αιώνα αρχές 20ου . Τότε που η Ελλάδα έσπευδε να μπει στο παιγνίδι για την δημιουργία του δικού της έθνους- κράτους.
Το έδαφος είχε προλειανθεί από τους ρομαντικούς ιστοριογράφους του 19ου αιώνα (βλέπε Παπαρρηγόπουλο), που μιλούσαν για μια Ελλάδα που είχε διάρκεια στον χώρο και τον χρόνο. Μια χώρα και ένας λαός για να αντέξει σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες και να μπορεί να σταθεί ως έθνος – κράτος, έπρεπε να έχει καταρχήν διάρκεια στον χρόνο. Πράγμα που ως λαός είχαμε, γιατί αν μετρήσει κανείς τα χρόνια από την εμφάνιση του ελληνικού πολιτισμού, θα πάει πολύ πέραν των ιστορικών χρόνων, όταν δηλαδή έχουμε τα πρώτα γραπτά κείμενα στην ιστορία, όπως αποφαίνονται οι σοφοί ότι είναι ο 8ος π.Χ. αιώνας, όταν ο Όμηρος σύνθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Είχαμε επίσης διάρκεια στον χώρο, παραμείναμε δηλαδή ως φυλή με τα ίδια χαρακτηριστικά για πολλά χρόνια, εκατονταετηρίδες, στον ίδιο τόπο, στην ίδια περιοχή. Μέχρι που ήλθε η μεγάλη νύχτα. Για άλλους, ίσως τους περισσότερους, είναι η 29η Μαίου του 1453, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία καταλύθηκε από τους Οθωμανούς. Για άλλους πάλι κυρίως ιστοριογράφους, αυτή η νύχτα ήταν περίπου δύο χιλιετηρίδες πριν. Και αυτό το ορόσημο ήταν η μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), όταν ο στρατός του βασιλιά Φιλίππου του Μακεδόνα νίκησε τον ενωμένο στρατό των ελληνικών κρατών – πόλεων.
Ωστόσο, όποτε και αν άρχισε αυτή η μεγάλη νύχτα, γεγονός είναι, ότι ποτέ η Ελλάδα ή καλύτερα ο γεωγραφικός χώρος που ονομάζεται αυτό που αποκαλούμε Ελλάδα, δεν είχε τα χαρακτηριστικά που του προσδόθηκαν τον 19ο αρχές εικοστού, όταν στην Ευρώπη και στην Αμερική είχαμε την δημιουργία των εθνοκρατών. Σε αυτές τις μεγάλες ενότητες με κρατική υπόσταση, συμπεριλαμβάνονταν μικρότερες εθνότητες με τα ίδια πάνω κάτω χαρακτηριστικά. Ας θυμηθούμε τους αγώνες του Γαριβάλδι και των Γαριβαλδινών, εναντίον των Αυστριακών- κάτι αντίστοιχο με τον απελευθερωτικό αγώνα των ελλήνων εναντίον των οθωμανών- για την συνένωση όλων των κρατιδίων και την δημιουργία του Ιταλικού εθνοκράτους. Και βέβαια, τους αγώνες στην πατρίδα μας στις αρχές του αιώνα, για την δημιουργία – κάπως καθυστερημένα σε σχέση με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς- του ελληνικού εθνοκράτους και της σύμφυτης με αυτό Μεγάλης Ιδέας.
Με λίγα λόγια, Ελλάδα, με το νόημα που έδωσε ο 19ος και ο 20ος αιώνας σε αυτήν την έννοια, δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο στο φαντασιακό των υπόδουλων για χρόνια ελλήνων! Όταν οι υπόδουλοι έλληνες ονειρεύονταν την απελευθέρωσή τους από τον ενετό και τον τούρκο, στο μυαλό τους είχαν μια χώρα, στην οποία οι πρόγονοί τους μεγαλούργησαν δημιουργώντας έναν αξεπέραστο πολιτισμό. Γιατί αν ανατρέξουμε σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε συνολικά αρχαία Ελλάδα, κάθε άλλο παρά ενότητα υπήρχε. Αντίθετα επικρατούσε ο κατακερματισμός, με τις πόλεις- κράτη, που ήταν ακριβώς αυτό. Ξεχωριστές υποστάσεις, με ξεχωριστούς άρχοντες και στρατό, οι οποίες τις περισσότερες φορές, βρίσκονταν σε μακροχρόνιους αιματηρούς και αδελφοκτόνους πολέμους μεταξύ τους – θυμηθείτε τον Πελοποννησιακό πόλεμο- αφού όλες αυτές τις πόλεις τις ένωναν στην ουσία τα ίδια χαρακτηριστικά, « όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματα κοινά
» όπως έλεγε ο Ηρόδοτος.
Έρχεται λοιπόν ο 19ος αιώνας και μαζί του τα εθνοκράτη στον ευρωπαϊκό χώρο. Αν έμενες απέξω από αυτό το παιγνίδι ήσουν χαμένος. Με αυτήν την έννοια και ο Ελληνικός λαός όπως και οι υπόλοιποι λαοί, τσουβάλιασαν στην κυριολεξία την ιστορία τους σε αυτό που οι «ρομαντικοί ιστοριογράφοι» (1) ονόμασαν διάρκεια στον χώρο και τον χρόνο, για να μπουν στην επώδυνη διαδικασία της δημιουργίας έθνους- κράτους. Και βέβαια αυτό που ονομάζουμε εθνική ταυτότητα, προέκυψε από εκεί. Όταν πολλά χρόνια αργότερα, δημιουργήθηκε η σύνθετη ταυτότητα του έλληνα ευρωπαίου πολίτη, η παλιότερη πήγε στην άκρη, για να αναβιώσει όταν εξασθένησε η δεύτερη, με τα γνωστά ξεκατινιάσματα μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, για το ποιος είναι περισσότερο έλληνας από τον άλλο.
Θυμάμαι επίσης μαζί με όλα τα παραπάνω, μία έρευνα που είχε γίνει από εθνολόγους πριν από κάποια χρόνια στην Αμερική και η οποία είχε διαρκέσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχε γίνει σε περιοχές στις οποίες παραδοσιακά κατοικούσαν απόγονοι των αυτοχθόνων πρώτων κατοίκων , των ινδιάνων, πριν την περιβόητη κατάκτηση της δύσης, με τις γνωστές συνέπειες για τους γηγενείς πληθυσμούς, οι οποίοι είχαν υποστεί μία πραγματική γενοκτονία. Οι ανθρωπολόγοι μετρούσαν για χρόνια τα χαρακτηριστικά των εθελοντών οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στην έρευνα, έκαναν μέχρι και αιματολογικές εξετάσεις για να αποδειχθεί στο τέλος, ότι οι άνθρωποι αυτοί ελάχιστη σχέση είχαν με τους προγόνους τους. Μήπως να μπαίναμε και εμείς σε αυτήν την διαδικασία για να αποδειχθεί το μάταιο της υπόθεσης και να ηρεμούσαμε όλοι;
Εν πάσει περιπτώσει αφορμή για το παρόν σημείωμα, μου έδωσε η εξαιρετική σουρεαλιστική τραγικωμωδία του Φίλιππου Τσίτου «Ακαδημία Πλάτωνος» βραβευμένη στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, με τον Αντώνη Καφετζόπουλο στον ρόλο ενός αντιμετανάστη ροκά της ομώνυμης συνοικίας. Ο Σταύρος (Αντώνης Καφετζόπουλος) είναι ένας ψιλικατζής με ένδοξο παρελθόν, o οποίος κατοικεί στην γειτονιά την Ακαδημία Πλάτωνος, κατεξοχήν περιοχή που διαμένουν αλλοδαποί. Όλη μέρα κάθεται και τεμπελιάζει με τους φίλους του και η αγαπημένη του συνήθεια είναι να κρίνει την κατάληψη της γειτονιάς του από τους μετανάστες . Ξαφνικά μια μέρα πέφτει η βόμβα που αλλάζει την ζωή του. Η μητέρα του παθαίνει εγκεφαλικό και πρέπει να την φροντίζει διαρκώς . Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι θα αναγνωρίσει στον αλβανό μπογιατζή της γειτονιάς, τον χαμένο γιό της που άφησε στην Αλβανία επί Χότζα! Όχι μόνο αυτό, αλλά θα αρχίσει να μιλά άπταιστα Αλβανικά, λες και είναι Αλβανίδα που η εθνική της ταυτότητα καταπιεζόταν.
Ο ήρωας της ταινίας παθαίνει σοκ με όλα αυτά. Πώς να φωνάξει πια στις παρελάσεις, «Αλβανέ, δεν γίνεσαι έλληνας ποτέ» όταν αμφισβητείται και η δική του ταυτότητα; Ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει με ευαισθησία το θέμα του και δεν αρχίζει να κουνά το δάχτυλο σαν να κάνει κήρυγμα, αλλά ούτε έχουμε αντιρατσιστικές κορώνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Καφετζόπουλος που ήταν και ο παραγωγός της ταινίας, σε συνεντεύξεις που είχε δώσει διαχώριζε τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό, τον οποίο ταυτίζει με την περιφρόνηση προς τους άλλους λαούς.
(1) Στην κεντρική ελληνική ιστοριογραφία η ρομαντική σχολή του Παπαρρηγόπουλου και του Ζαμπέλιου, είχε επιβάλλει μία ενιαία αφήγηση του εθνικού χρόνου, εκλαμβάνοντας το έθνος ως υποκείμενο της ιστορίας του.
Αγγελική Ελ. Ροσμαράκη *
* MED στην Εκπαίδευση