16.8 C
Chania
Monday, November 4, 2024

Αμερικανικές επιχειρήσεις… συνεργάτες του 3ου Ράιχ

Ημερομηνία:

Επιμέλεια: Βαγγέλης Πάλλας
Δημοσιογράφος Ι.F.J.

Πριν και κατά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο οι Αμερικάνοι βιομήχανοι δεν συμβιβάστηκαν απλώς με το ναζιστικό καθεστώς, αλλά συνεργάστηκαν με αυτό. Δυο παραδείγματα: Η ΙΤΤ και η Τζένεραλ Μότορς ανέπτυξαν τις επιχειρήσεις τους στη Γερμανία κατασκευάζοντας η πρώτη βομβαρδιστικά αεροπλάνα και η δεύτερη στρατιωτικά οχήματα που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των συμμαχιών στρατευμάτων και δεν ήταν οι μόνες.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 η Γερμανία ήταν μια ηττημένη χώρα, κατεστραμμένη από τον πληθωρισμό και τις επαχθείς αποζημιώσεις που απαιτούσαν οι Σύμμαχοι. Την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ένα δολάριο ισοδυναμούσε με οκτώ μάρκα. Ύστερα από τέσσερα χρόνια η αναλογία ήταν ένα προς πεντακόσιες χιλιάδες: ένα πράσινο χαρτονόμισμα (δολάριο) άξιζε τέσσερα εκατομμύρια μάρκα. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η οικονομική ανόρθωση της χώρας ήταν θεαματική. Οι υπερατλαντικές εταιρείες με το ισχυρό νόμισμά τους αγόραζαν σε πολύ χαμηλές τιμές ολόκληρα τμήματα της γερμανικής βιομηχανίας: οι εταιρείες Φορντ, Τζένεραλ Μότορς, IBM, Ντυπόν ντε Νεμούρ, ITT, Τζένεραλ Ελέκτρικ κ.ά., απέκτησαν μετοχές επιχειρήσεων στις πέραν του Ρήνου περιοχές. Η μορφή του πολιτικού καθεστώτος είχε μικρή σημασία γι’ αυτές δεδομένου ότι ορισμένοι Αμερικανοί κεφαλαιοκράτες δεν ήταν και τόσο αδιάφοροι απέναντι στις εθνικοσοσιαλιστικές «σειρήνες».

Εξάλλου είχαν ειδική μεταχείριση από τις νέες γερμανικές αρχές: στο φύλλο της 4ης Αυγούστου 1933, η εφημερίδα «Τάιμς» της Νέας Υόρκης ανέ­φερε σε ένα άρθρο της ότι ο νέος καγκελάριος Χίτλερ είχε δεχθεί στο Μπερχτεσγκάντεν μια αντιπροσωπία Αμερικανών επιχειρηματιών. Μεταξύ των προσκεκλημένων: ο Σωσθένης Μπεν, διευθυντής της εταιρείας τηλεπικοινωνιών ITT και ο γενικός αντιπρόσωπός του στη Γερμανία, Χένρυ Μαν. Ο Μπεν ζήτησε από τον οικονομικό σύμβουλο του Χίτλερ Βίλχελμ Κέπλερ, να του υποδείξει ανθρώπους εμπιστοσύνης τους οποίους οι ναζί θα διόριζαν προέδρους στα διοικητικά συμβούλια των περίπου είκοσι θυγατρικών εταιρειών του στη Γερμανία. Ο Βίλχελμ Κέπλερ πρότεινε τον Κουρτ φον Σραίντερ, τραπεζίτη του Χίτλερ και μετέπειτα στρατηγό των Ες Ες. Ο Σραίντερ έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της SEG (Κεντρικής Ηλεκτρικής Εταιρείας) που ήταν ιδιοκτησία της ITT. Αυτός ανέλαβε να υποστηρίζει όσο το δυνατόν καλύτερα τα συμφέροντα της μητρικής εταιρείας στο Γ’ Ράιχ. Αναδιοργάνωσε τη θυγατρική εταιρεία, διέγραψε τα χρέη της και υπέγραψε νέα συμβόλαια από τα οποία μερικά αφορούσαν την άμυνα. Ένας άλλος πράκτορας με επιρροή, που στρατολόγησε ο Αμερικανός βιομήχανος, ήταν ο Γκέρχαρντ Αλόις Βέ στρικ. Αυτός, όντας επικεφαλής του νομικού γραφείου της εταιρείας Άλμπερτ και Βέστρικ, αντιπροσώπευε ήδη τα συμφέροντα ορισμένων αμερικανικών επιχειρήσεων στη Γερμανία, κυρίως της Κόντακ και της Τεξάκο.

ITT και βομβαρδιστικά

Οι συνεννοήσεις ανάμεσα στην ITT και στο ναζιστικό καθεστώς βρίσκονταν σε πολύ καλό σημείο. Ο Μπεν συναντήθηκε επανειλημμένα με τον Χέρμαν Γκαίρινγκ στον οποίο ο Χίτλερ είχε αναθέσει την εκτέλεση του «τετραετούς σχεδίου». Αυτό εσή- μαινε ότι θα ήταν επικεφαλής σημαντικών βιομηχανικών συγκροτημάτων. Το 1938, η εταιρεία του απέκτησε το 28% του κεφαλαίου της Φόκε Βουλφ που κατασκεύαζε βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Τον ίδιο χρόνο, την επομένη του Άνσλους (πολιτικής προσάρτησης της Αυστρίας στη Γερμανία), ο Μπεν συνάντησε και πάλι τον φύρερ. Η αυστριακή εταιρεία Τσάιχα Νίσι, στην οποία ήταν μέτοχος, μόλις είχε εξαγορασθεί. Όλοι οι Εβραίοι απολύθηκαν συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου Φρανκ Νίσι. Αν και ο Αμερικανός εξασφάλισε το μέλλον της ITT στο Ράιχ, απέφυγε ωστόσο να αναφερθεί στην τύχη των Εβραίων υπαλλήλων του. Μάλιστα, μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, ο Κουρτ φον Σραίντερ έπεισε το Υπουργείο να αποκτήσουν γερμανική ιθαγένεια οι θυγατρικές της ITT, αποφεύγοντας έτσι τα μέτρα μεσεγγύησης που έπλητταν τις ξένες πε­ριουσίες. Ενώ ο κρότος από τις γερμα­νικές μπότες αντηχούσε στην Ευρώπη, οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες εξόπλιζαν το Ράιχ, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών τους που λειτουργούσαν υπό τη διαχείριση ουδετέρων χωρών, κυρίως της Ελβετίας. Αυτό έκανε και η Τζένεραλ Μότορς. Τα Χριστούγεννα του 1936, ο Τζαίημς Μούνεϋ, αντιπρόσωπος του ευρωπαϊκού κλάδου, βρισκόταν στο Βερολίνο, για να συζητήσει με τον Γιάλμαρ Σαχτ, υπουργό Οικονομικών του Ράιχ. Το σχόλιο του Αμερικανού πρεσβευτή Ουίλιαμ Ντοντ, που δημοσιεύθηκε στους «Τάιμς» της Νέας Υόρκης είναι ενδεικτικό: «Μια κλίκα Αμερικανών βιομηχάνων θα έβλεπε με μεγάλη ευχαρίστηση τη δημι­ουργία ενός φασιστικού κράτους, που θα υποκαθιστούσε τη δημοκρατία μας και θα συνεργαζόταν στενά με τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας». Ο διπλωμάτης επαναλαμβάνει επίσης τα λόγια που είπε «κάποιος σημαντικός ιθύνων ενός μεγάλου οικονομικού οργανισμού μας, ο οποίος ήταν έτοιμος να εγκαθιδρύσει φασιστικό καθεστώς στην Αμερική, αν ο πρόεδρος Ρούσβελτ συνέχιζε την προοδευτική πολιτική του κυρίως στον κοινωνικό τομέα». Αυτό, όμως, δεν ανησύχησε ιδιαίτερα τον Μούνεϋ. Καθώς ήταν εγκατεστημένος στην Αγγλία, ολόκληρο τον Απρίλιο του 1939 έκανε αλλεπάλληλα ταξίδια στο Βερολίνο, όπου συνάντησε όλες τις σημαντικές προσωπικότητες της ναζιστικής Γερμανίας. Ο Μούνεϋ ήταν φίλος του Ράιχ. Το 1938, παρασημοφορήθηκε από τον ίδιο τον Χίτλερ (όπως επίσης ο πρόεδρος της IBM και ο πιλότος Τσαρλς Λίντμπεργκ) με το παράσημο του Αετού, μια ειδική διάκριση για ξένους. Ήταν επίσης ο πιο σημαντικός επενδυτής του Γερμανοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, ενός οργανισμού που διοικούσε ο Γερμανός τραπεζίτης Τέοντορ Γκάουσεμπεκ, πρόεδρος της Ρόμπερτ Μάγιερ Ινκορποραίησον. Η εταιρεία αντιπροσώπευε στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Κουρτ φον Σραίντερ μέσω της τράπεζας του αδελφού του Χένρυ Σρόντερ, ο οποίος είχε εξαμερικανίσει το όνομά του.

Αντί για την έντιμη ειρήνη, που προέβλεπαν οι Συμφωνίες του Μονάχου το 1938, είχαμε τον ατιμωτικό πόλεμο που άρχισε με την εισβολή των ναζί στην Πολωνία. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία μπήκαν στον πόλεμο. Αν και αυτό δεν εμπόδιζε τις εμπορικές δοσοληψίες, μπορούσε ωστόσο να τις δυσχεράνει. Έτσι ο υπουργός Εξωτερικών του Ράιχ, φον Ρίμπεντροπ, ζήτησε από τον Βέστρικ, αντιπρόσωπο των αμερικανικών επιχειρήσεων, να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες την άνοιξη του 1940, για να συναντήσει ορισμένους βιομήχανους μεταξύ των οποίων και τον Φορντ. Η κυρίως αποστολή του ήταν να πείσει τους Αμερικανούς να σταματήσουν τις αποστολές τροφίμων στην Αγγλία.

Η εταιρεία Μάγιερ του Γκάουσεμπεκ ετοίμασε το ταξίδι που χρηματοδότησαν ο Σ. Μπεν και ο Τζ. Μούνεϋ. Στις 26 Ιουνίου 1940, όλος αυτός ο καλός κόσμος συναντήθηκε στο ξενοδοχείο «Ουώλντορφ Αστάρια» της Νέας Υόρκης: κύριο «πιάτο» στο με­νού ο πανηγυρισμός για τη γερμανική νίκη επί της Γαλλίας. Μεταξύ των προσκεκλημένων ο Μούνεϋ, ο Φορντ, αλλά και ο Τ. Ρίμπερ της Τέξας Κόμπανυ, ο Ρ. Στράσμπουργκερ, εκατομμυριούχος από την Πενσυλβάνια, με μεγάλα κτήματα στη Γαλλία και στη Γερμανία, οι πρόεδροι της Κόντακ, της Αντεργουντ κ.ά. Η «Νιου Γιορκ Χέραλντ Τρίμπιουν» αποκάλυψε την όλη υπόθεση. Ο Βέστρικ αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει εσπευσμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσο για τον Γκάουσεμπεκ, που τον προστάτευε η ιδιότητα του «διπλωμάτη της Βολιβίας» κατέφυγε στη Νότιο Αμερική το 1942. Από εκεί πήγε στο Βερολίνο, έπειτα στο Μονακό όπου ίδρυσε μια τράπεζα και ένα οικονομικό δίκτυο με σκοπό τις εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Γ’ Ράιχ μέσω ουδετέρων χωρών.

Έφοδος στη γερμανική αγορά

Μικροί-μεγάλοι, οι Αμερικανοί επιχειρηματίες, έκαναν έφοδο στη γερμανική αγορά. Συχνά το έκαναν για επιχειρηματικούς λόγους, άλλες φορές όμως γιατί επρόσκειντο στη ναζιστική ιδεολογία. «Η παγκόσμια ειρήνη πραγματοποιείται μέσω του παγκόσμιου εμπορίου», είχε πει ο Τόμας Ουώτσον της IBM, όταν εξελέγη πρόεδρος του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου το 1933. Αυτό το σύνθημα έγινε «ο παγκόσμιος πόλεμος (πραγματοποιείται) μέσω του παγκόσμιου εμπορίου».

Συνολικά οκτώ δισεκατομμύρια δολάρια επενδύθηκαν στη ναζιστική Γερμανία από τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν μπει ακόμη στον πόλεμο και η καρδιά τους έκλινε προς τους Ευρωπαίους πατροπαράδοτους συμμάχους τους με πρώτη κατά σειράν την Αγγλία παρά τις ελπίδες του Ρίμπεντροπ και τις προσπάθειες του Βέστρικ. To FBI είχε ως αποστολή τον αγώνα εναντίον της διείσδυσης των φιλοναζί στη βιομηχα­νία και στην οικονομία.

Στις 3 Μαΐου 1941 ο αρχηγός του Τζων Έντγκαρ Χούβερ, συνέταξε ένα υπόμνημα προς τον πρόεδρο Ρούσβελτ: «Στο γραφείο μου έφθασε μια πλη­ροφορία από κοινωνικά υψηλή πηγή και γνωστή για τις επαφές της με ορισμένα εμπλεκόμενα πρό­σωπα (…) σύμφωνα με την οποία ο Τζόζεφ Π. Κέννεντυ, πρώην πρεσβευτής μας στην Αγγλία και ο Μπ. Σμιθ, χρηματιστής στην Ουώλ Στρητ, είχαν κάποτε στο παρελθόν συναντηθεί με τον Γκαίρινγκ στο Βισύ της Γαλλίας και, στη συνέχεια, ο Κέννεντυ και ο Σμιθ κατέβαλαν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό υπέρ της Γερμανίας. Και οι δύο περιγράφονται ως αντιβρετανοί και γερμανόφιλοι».

Και ο πατήρ Κέννεντυ;

Αυτό το υπόμνημα ήταν φοβερά αόριστο και ε­νοχοποιητικό συγχρόνως. Ο Μπ. Σμιθ συνδεόταν φιλικά με τον Κέννεντυ που ήταν πρεσβευτής στο Λονδίνο και έκανε παρέα με τα μέλη μιας ομάδας Άγγλων αριστοκρατών και βιομηχάνων καθαρά φιλοναζί. Μαζί του πλούτισε στο Χρηματιστήριο κατά τη δεκαετία του 1930. Ήταν επίσης γνωστός στη Γενική Ασφάλεια του Παρισιού. Ήταν επικεφαλής πολλών επιχειρήσεων, κυρίως των χρυσωρυχείων του Καναδά, της εταιρείας ελαστικών Τζένεραλ Τάιρ της Νέας Υόρκης και της Τράπεζας Τόμψον και Μάκινουν. Ασκούσε επίσης μεγάλη επιρροή στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Στην Ευρώπη απέκτησε τίτλους ευρεσιτεχνίας που εκμεταλλεύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια διακοίνωση του Γάλλου πρεσβευτή στην Ουάσινγκτον, τον Νοέμβριο του 1939, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο Σμιθ είχε επισύρει την προσοχή του λόρδου Φορμπς, εμπορικού ακολούθου της Μεγάλης Βρετανίας στο Βουκουρέστι, γιατί προσπαθούσε να που­λήσει αλουμίνιο στη Γερμανία με τη διαμεσολάβηση της Ρουμανίας. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ άλλαξε άρδην την κατάσταση. Η Αμερική μπήκε στον πόλεμο και ο νόμος περί Εμπορικών Συναλλαγών με τον Εχθρό (Trading with Ennemy Act) απαγόρευσε τις δοσοληψίες με τη Γερμανία. Τότε η ITT ανακάλυψε ότι έρρεε πατριωτικό αίμα στις φλέβες της.

Η εταιρεία τοποθέτησε δικούς της ανθρώπους σε όλες τις βαθμίδες του στρατιωτικοβιομηχανικού μηχανισμού. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1942, ο Μπεν ανήγγειλε την κατασκευή ενός εργοστασίου στο Νιου Τζέρσεϋ. Η ITT, με τη βοήθεια Γάλλων μηχανικών που είχαν καταφύγει στην Αμερική, πραγματοποίησε ορισμένες ανακαλύψεις, όπως τη ραδιογωνιομετρία υψηλής συχνότητος, που ονομάσθηκε «Huff-Duff» και που θα χρησίμευε στον εντοπισμό των γερμανικών υποβρυχίων. Έτσι, ενώ τα αεροπλάνα «Φόκε Βουλφ» έριχναν τις βόμβες τους στα συμμαχικά πλοία και τα τηλεφωνικά καλώδια της ITT έδιναν πληροφορίες στα U-Boot (τα γερμα­νικά υποβρύχια), τα όργανα εντοπισμού της ITT των Ηνωμένων Πολιτειών προστάτευαν τα συμμαχικά πλοία από τις τορπίλες του εχθρού.

Μια άλλη ευρωπαϊκή πόλη, όπου παιζόταν η τύχη της εμπόλεμης Ευρώπης, ήταν η Βέρνη. Στην Ελβετία, οι Ηνωμένες Πολιτείες διέθεταν μια πρεσβεία, όπου ένας και μοναδικός διπλωμάτης συγκέντρωνε πολλές αρμοδιότητες. Ο Άλεν Ντάλες ήταν τότε επικεφαλής του γραφείου της OSS, της μελλοντικής CIA, της οποίας έγινε αρχηγός μετά τον πόλεμο. Ήταν επίσης και δικηγόρος ορισμένων εταιρειών. Μαζί με τον αδελφό του Τζων Φόστερ Ντάλες (υπουργό Εξωτερικών στη δεκαετία του 1950) διηύθυνε το γραφείο Κρόμγουελ και Σάλιβαν που αντιπροσώπευε δύο εταιρείες χημικών προϊόντων, οι οποίες είχαν διασυνδέσεις με τον γερμανικό βιομηχανικό όμιλο Φάρμπεν.

Η Κρόμγουελ και Σάλιβαν είχε άμεσες επιχειρηματικές σχέσεις με τη γερμανική εταιρεία Άλμπρεχτ και Βέστρικ, εκείνην ακριβώς που υποστήριζε τα συμφέροντα της ITT.

Ο Ντάλες κατάσκοπος

Η αποστολή του Ντάλες ήταν να κατασκοπεύει’ τους ναζί. Και ποιους διάλεξε για να τον περιστοιχίσουν; Αποκλειστικά γιους μεγάλων αμερικανικών οικογενειών βιομηχάνων που είχαν όλες προνομιακές επιχειρηματικές σχέσεις με το ναζιστικό καθεστώς. Στη Ζυρίχη επίσης ο Ντάλες διόρισε έναν πολύ δραστήριο υποπρόξενο, πρώην διευθυντή της Τράπεζας Σρόντερ στη Νέα Υόρκη. Με το ένα πόδι στην κατα­σκοπία, με το άλλο στις επιχειρήσεις, ο Άλεν Ντάλες προσπάθησε να συνάψει χωριστή ειρήνη με τους γερμανικούς συντηρητικούς κύκλους και τους αντιναζιστές βιομηχάνους, κυρίως με τη μεσολάβηση του κόμητα Μόλτκε, συγγενή του φον Σραίντερ. Θα τον βοηθούσε ο αρχηγός της υπηρεσίας πληροφοριών των …Ες Ες, Βάλτερ Σέλενμπεργκ. Ένα άτομο για το οποίο το FBI διαβεβαίωνε ότι είχε αναλάβει μια αποστολή στις Ηνωμένες Πολιτείες περί τα τέλη της δεκαετίας του 1930 στον οίκο … Γκάουσεμπεκ!

Από την πλευρά τους, οι διευθυντές της Τζένεραλ Μότορς φρόντιζαν για τα συμφέροντά τους. Παρά τις άριστες σχέσεις ανάμεσα στον Μούνεϋ και στο Γ’ Ράιχ, στις 25 Νοεμβρίου 1942, η ναζιστική κυβέρνηση διόρισε τον Καρλ Λούερ, διαχειριστή του συγκροτήματος Όπελ στο Ρύσελχαϊμ, θυγατρική εταιρεία, που η Τζένεραλ Μότορς κινδύνευε να χάσει. Αλλά το επαρχιακό εφετείο του Ντάρμστατ διαβεβαίωσε ότι «το κύρος του διευθυντικού συμβουλίου δεν θα πληγεί από αυτή τη διοικητική απόφαση. Οι μέθοδοι και οι υπεύθυνοι της διαχείρισης δεν θα αλλάξουν». Πράγματι, οι διευθυντές της Τζένεραλ Μότορς εξακολούθησαν να μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο της Όπελ και κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Επιπλέον, κατά παράβαση του νόμου Περί Εμπορικών Συναλλαγών με τον Εχθρό, οι πληροφορίες, οι αναφορές, οι μεταφορές υλικού κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο κεντρικό εργοστάσιο του Ντητρόιτ και στις θυγατρικές εταιρείες που είχαν ιδρυθεί στις συμμαχικές χώρες, αλλά και σε εκείνες που είχαν εγκατασταθεί στα υπό τον έλεγχο του Άξονα εδάφη. Τα αρχεία της Όπελ αποκάλυψαν ότι, μεταξύ 1942 και 1945, η επιχείρηση ανέπτυξε τη βιομηχανική στρατηγική της σε απόλυτο συντονισμό με τα διάσπαρτα ανά τον κόσμο εργοστάσιά της, κυρίως με την ιαπωνική Τζ. Μ., την ευρωπαϊκή Τζ.Μ. (Αμβέρσα), στην Τζ.Μ. της Κίνας, της Ουρουγουάης και της Βραζιλίας. Το 1943, ενώ η επιχείρηση εξόπλιζε την αμερικανική αεροπορία, η θυγατρική της Όπελ κατασκεύαζε τους κινητήρες του Μέσερσμιτ 262, του πρώτου στον κόσμο καταδιωκτικού με αντιδραστήρα. Ικανό να πετάει σχεδόν με ταχύτητα 1.000 χλμ. την ώρα, αυτό το αεροπλάνο ξεπέρασε το αμερικανικό Μάσταγκ Ρ-510.

Το «αφεντικό» από την Αμερική

Παρίσι, 25 Αυγούστου 1944. Την ημέρα της Απελευθέρωσης, οι υπάλληλοι της ITT στη Γαλλία γιόρτασαν το γεγονός στο εργοστάσιο αφού πρώτα ύψωσαν την τρίχρωμη σημαία. Ένα τζιπ σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. Και ποιον είδαν να κάθεται δίπλα στον γιο του που οδηγούσε; Τον ίδιο τον συνταγματάρχη Μπεν, που φορούσε μια λασπωμένη στολή εκστρατείας. Επισήμως ο Μπεν ήταν ειδικός των μεταβιβάσεων στον στρατό των ΗΠΑ. Με την ιδιότητα αυτή το αφεντικό από την Αμερική πραγματοποιούσε μια περιοδεία επιθεώρησης των εργοστασίων του στην Ευρώπη. Πήγε στην Αμβέρσα, στις Βρυξέλλες και ξαναγύρισε στο Παρίσι. Στο φύλλο της 20ής Σεπτεμβρίου, η αγγλική εφημερίδα «Νταίηλυ Μαίηλ» έγραψε με ποιο τρόπο μια χούφτα Αμερικανών βιομηχάνων -από τους οποίους ο ένας ειδικευόταν στο «ηλεκτρικό υλικό»- προσγειώθηκε στο Λονδίνο. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Κόρντελ Χωλ θεώρησε καλό να διαψεύσει την είδηση.

Ο Μπεν δεν ήταν το μόνο στέλεχος της ITT που συνόδευε τον αμερικανικό στρατό. Ορισμένοι διευθυντές της επιχείρησης φορούσαν στη στολή τους διάσημα στρατηγού. Ένας από αυτούς είχε χρηματίσει πρόεδρος του συμβουλίου των ευρωπαϊκών θυγατρικών εταιρειών και προήδρευε στο πλευρό του Γερμανού Βέστρικ. Γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση του Αμερικανού βουλευτή Τζέρυ Βούρχις: ενώπιον του Κονγκρέσου κατηγόρησε ανοιχτά «Μια μεγάλη διεθνή εταιρεία η οποία κατέχει στη Γερμανία περιουσία και συμφέροντα των οποίων τη φύση γνωρίζουμε πολύ καλά. Ο αντιπρόεδρός της είναι εξουσιοδοτημένος να αποφασίζει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να μην μπορεί η Γερμανία να ανασυγκροτήσει τις επιθετικές δυνάμεις της…».

Τον Οκτώβριο του 1945, η ITT κατάφερε να διαλύσει τα αεροναυπηγικά εργοστάσια που βρίσκονταν στον σοβιετικό τομέα της Θουριγγίας και να τα ανασυγκροτήσει μετά στη Νυρεμβέργη, στην αμερικανική ζώνη. Με την υποστήριξη του Βέστρικ, φυσικά.

Τι κρυβόταν πίσω από αυτή τη μεταμόρφωση που έκανε έναν πρώην υποστηρικτή του Χίτλερ, δηλαδή τον Μπεν, να γίνει υπέρμαχος της συμμαχικής υπόθεσης; Είναι ολοφάνερο ότι ο συνταγματάρχης Μπεν είχε αρχίσει να συνεργάζεται με τις μυστικές υπηρεσίες. Με τον Άλεν Ντάλες στ ρόλο του μεσολαβητή και με την υποστήριξη του αμερικανικού στρατού, η ITT μπόρεσε να επανεγκατασταθεί στην Ευρώπη και να διασφαλίσει την προστασία του συνεταίρου της, Βέστρικ. Γεγονός που ανησύχησε ορισμένους κύκλους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, το 1946, ο υπουργός Δικαιοσύνης Τομ Κλάρκ, και ο προϊστάμενος της Αντιμονοπωλιακής Υπηρεσίας κατέθεσαν αγωγή κατά της ITT. Η κατηγορία αναφερόταν κυρίως στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου ορισμένοι δεσμοί «διατηρήθηκαν … μεταξύ των εταιρειών ITT και των συμβατικών συνεταίρων της, της ISEC (ευρωπαϊκής θυγατρικής της ITT) που λειτουργούσε στη χώρα του εχθρού ή σε έδαφος κατεχόμενο από τον εχθρό. Και όλα αυτά υπό την υψηλή εποπτεία κάποιου ονόματι Βέστρικ. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο πρόεδρος της εναγόμενης εταιρείας Σωσθένης Μπεν και για τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου, τη διαχείριση του συνόλου των θυγατρικών εταιρειών της ITT που είχαν ιδρυθεί σε διάφορες περιοχές της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ε­κτός αυτού, ο Βέστρικ είχε πλήρη εξουσιοδότηση να αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του συγκροτήματος της ITT στη Γερμανία». Κατά την ανάκριση στην οποία υποβλήθηκε μετά τον πόλεμο, ο Γερμανός τραπεζίτης Κουρτ φον Σραίντερ διαβεβαίωσε ότι ο Βέστρικ είχε εγκρίνει την αγορά των μετοχών της Φόκε Βουλφ. Και πρόσθεσε: «Από το 1933 έως την κήρυξη του πολέμου, ο συνταγματάρχης Μπεν θα μπορούσε να μεταβιβάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες το μεγαλύτερο μέρος των κερδών που είχαν αποφέρει οι θυγατρικές της ITT στη Γερμανία αλλά ποτέ δεν μου ζήτησε να τον βοηθήσω να το κάνει. Απεναντίας, φαινόταν πολύ ικανοποιημένος που μπορούσε να επανε­πενδύει τα κέρδη των εταιρειών που είχε υπό τον έλεγχό του στη Γερμανία σε καινούργια κτίρια, σε νέους εξοπλισμούς, καθώς και σε άλλες επιχειρήσεις οπλισμών». Τον ρώτησαν: «Μάθετε απευθείας ή από φήμες αν ο συνταγματάρχης Μπεν ή οι αντιπρόσωποί του αμφισβήτησαν ποτέ τις ενέργειες των επιχειρήσεών του οι οποίες συμμετείχαν στον εξοπλισμό της Γερμανίας με σκοπό τον πόλεμο;» Απάντηση: «Όχι!». Ο φάκελος της ITT έκλεισε χωρίς να υπάρξει συνεχεία. Και όχι μόνο. Το 1967, η εταιρεία εισέπραξε 27 εκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική κυβέρνηση για τις ζημιές που είχαν υποστεί τα εργοστάσιά της στη Γερμανία, και επιπλέον άλλα πέντε εκατομμύρια για τις ζημιές που είχαν προκληθεί στα εργοστάσια Φόκε Βουλφ με το πρόσχημα ότι αποτελούσαν «αμερικανικές ιδιοκτησίες τις οποίες είχαν καταστρέψει εν μέρει τα συμμαχικά βομβαρδιστικά». Τον ίδιο χρόνο, η Τζένεραλ Μότορς πήρε 33 εκατομμύρια δολάρια υπό μορφήν φορολογικών απαλλαγών επί των κερδών γης για «τις δυσλειτουργίες και τις καταστροφές των εργοστασίων της που κατασκεύαζαν αεροπλάνα και μηχανοκίνητα οχήματα στη Γερμανία, Αυστρία, Πολωνία και Κίνα».

Η Φορντ πήρε κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο δολάρια για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα εργοστάσιά της κατασκευής στρατιωτικών φορτηγών στην Κολωνία. Χωρίς να λογαριάσουμε τα 38 εκατομμύρια φράγκα που κατέλαβε η γαλλική κυβέρνηση του Βισύ στη διάρκεια του πολέμου μετά τον βομβαρδισμό του εργοστασίου της στο Πουασύ, όπου κατασκεύαζε είκοσι φορτηγά την ημέρα για λογαριασμό της Βέρμαχτ.

Το 1947, ο Τζ. Σ. Μάρτιν, προϊστάμενος του Οικονομικού Πολεμικού Τμήματος του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης υπέβαλε την παραίτησή του λέγοντας: «Στη Γερμανία δεν ήταν οι Γερμανοί που μας είχαν υπό τον έλεγχό τους (…). Στη Γερμανία είχαμε μπλοκαρισθεί από τους Αμερικανούς επιχειρηματίες (…).

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ευάγγελος Πάλλας
Ο Ευάγγελος Πάλλας είναι δημοσιογράφος ΙFJ. Ασχολείται κυρίως με κοινωνικά και πολιτικά θέματα, παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, και συγκεντρώνει ειδήσεις για ιστορικά θέματα - μνήμης, μειονότητες, roma, ανθρώπινα δικαιώματα, περιβάλλον, ιατρικά θέματα. Ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Πάλλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έμαθε να διαβάζει, να γράφει, να σκέφτεται, να μιλά, να αντιδρά, με τούτα τα όπλα πορεύεται στη ζωή. Περισσότερα άρθρα και δημοσιεύσεις μου εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ