Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Α’. Αντί Προλόγου:
Ο μυθικός ο Οδυσσέας, 20 χρόνια πάλεψε με Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, τη Σκύλλα, τη Χάρυβδη, τις μάγισσες και τα στοιχειά, τον θυμωμένο Ποσειδώνα π’ αντάριαζε και τάραζε τον “Οίνοπα Πόντο”, μέχρι να βρει απάγκιο σίγουρο και παντοτινό στην πολυπόθητη τη μακρινή του τη γεννήτρα, την Ιθάκη. Και το μπόρεσε! Και ανέκτησε όσα στην απουσία την πολύχρονη είχε χάσει, κι έγιναν παρελθόν οι ταλαιπώριες και η κούραση στο πληγιασμένο του κορμί σαν βρήκε τη δικαίωση, κι έφτασε αναλλοίωτος μέχρι τα σήμερα ο απόηχος ετούτης της δικαίωσης του εγχειρήματος του ήρωα…
Β’. Η Ιθάκη σήμερα:
Αποζητώντας ο σημερινός ο άνθρωπος “κερκέλια” να πιαστεί σε κάθε του ξεκίνημα, ονόμασε “Ιθάκη” την ολοκλήρωση του ονείρου. Του όποιου ονείρου. Της όποιας επιδίωξης. “Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη/να εύχεσαι να’ ναι μακρύς ο δρόμος …” γράφει ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Μα κάπου στα Νότια του Κόσμου, ψυχές σε μαυρόχρωμα κορμιά ανθρώπων-αδελφών, αποζητούνε μια Ιθάκη κάπου στο Βορά, στις Χώρες της ζηλευτής -για δαύτους- της Ευρώπης, απάγκιο εις τη μαρτυρική ζωή που επιτάσσουν κάποιοι πάτρονες στις Χώρες τους, και τους καταδικάσανε στη φτώχια. Διαψεύστηκε τούτη η προτροπή του Καβάφη, σαν κείνοι οι ταλαίπωροι εύχονται και προσεύχονται: “Να’ ναι βραχύς ο δρόμος…”. Μα είναι μακρινός και δύσβατος ετούτος, καθώς στοιβάζονται σε σάπια κι ετοιμόρροπα πλεούμενα, αφού απίθωσαν τον ύστερό του οβολό στον έμπορο ανθρώπινων ψυχών με αβέβαιο το ποθητό λιμάνι μιας Ιθάκης, καθώς “τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες μα και τον άγριο τον Ποσειδώνα”, τους κουβαλάνε οι δουλέμποροι εις την ψυχή…
…Ίδιο το σκηνικό στις αιματόβρεχτες στεριές της Μεσοποταμίας, καθώς εκεί κουγιάζει ο ανθρωποβρώστης Άρης, η άφθαρτη πολεμική θεότητα που χρόνια τώρα τον ξέθαψε από τον τύμβο του ο άνθρωπος, σαν είν’ συνήγορος στο Δίκαιο του Ισχυρού! Και οι άνθρωποι από τον τόπο τούτο, όσοι ξεφεύγουν απ’ τα πολεμικά χαλάσματα και την αχλή ακατανόητων μαχών, αποζητούν την ίδια την Ιθάκη σ’ ονειρεμένες παρυφές –για δαύτους- της Ευρώπης. Μ’ αποζητούν μερίδιο η Σκύλλα και η Χάρυβδη από τα δύστυχα ετούτα τα κορμιά και τ’ αποκτούν, καθώς φτάνει η είδηση εις τον “πολιτισμένο κόσμο” πως «πνίγηκαν 900 μετανάστες, άλλη φορά 200, άλλοτε λίγες δεκάδες…» ποιος ξέρει αύριο τι νέα θα’ χουμε απ’ τους ταξιδευτές, για την Ιθάκη τους!
…Μα και σαν φτάσουν σε κάποια στέρια ευρωπαία γη, βγαίνουν σε δρόμους ατελείωτους, σε πόλεις άγνωστες με ανθρώπους (αδελφούς;)-ξένους, να τους κοιτούν άλλοι με περιέργεια, άλλοι με θλίψη, άλλοι με αδιαφορία, κάποιοι με κατανόηση. Κι εκείνοι, ολομόναχοι στην ερημιά του πλήθους, ψάχνουνε μια γωνιά για να ριζώσουν. Το κατορθώνουν; Αμφίβολο όλοι. Βλέπεις, τα πλούσια Κράτη του ευρωπαϊκού Βορά, δεν δέχονται με ευκολία “μιάσματα” στη βόλεψή τους. Και λεγόμαστε άνθρωποι! Όμως, αυτοί ελπίζουν…Δεν ναυαγεί η ύστατη ελπίδα με το σαπιοκάραβο που τους “ξέρασε” σε κάποια δύσβατη ακτή του ευρωπαϊκού Νότου…
Ευχή μας, να βρουν μια θέση πολυπόθητη στον ήλιο, οι μετανάστες αλλόχρωμοι αδελφοί… Ο ήλιος, για όλους ανατέλλει!
Γ’. Αντί Επιλόγου:
Αν λάχει εις το δρόμο σου και ξένο συναντήσεις
και δεις εις την εμφάνιση πως είναι μετανάστης,
μην σε πειράξει αν θα δεις το πρόσωπό του μαύρο,
μαυριδερό ή κίτρινο ή όμοιο με σένα.
Και αν σ’ απλώσει ανοιχτή την άδεια του παλάμη
και σου ζητά βοήθεια και σε κοιτά στα μάτια,
να μην σκεφτείς “τι θέλει’ δω ετούτος ο ζητιάνος”
γιατί ζητιάνος μάτια μου, κανείς μας δεν γεννιέται.
Ζητιάνο τον κατάντησε η ίδια η αιτία
που κάπου τον ανάγκασε να γίνει μετανάστης,
γιατί’ ναι η Χώρα του φτωχή ίσως και ταραγμένη
από τους δυνατούς της Γης που ξεκινούν πολέμους.
Βάλε στην απαλάμη του κάτι’ π’ το στέρημά σου,
δε θα φτωχύνεις σίγουρα με κείνο που θα δώσεις,
και σκέψου πως είν’ άδικη τούτ’ η ζωή που ζούμε,
άνθρωπος είναι και αυτός, έχει και κείνος μάνα.
Μάνα που κάπου αγωνιά πού βρίσκεται το σπλάχνο,
και ζει με τη λαχτάρα του, και πρέπει να θυμάσαι
έχ’ η ζωή γυρίσματα, δεν ξέρεις τι σου μέλει
εσένα που αντάμωσες “ζητιάνο” – μετανάστη!