Δεν κράτησες, ως πρέπει, τη ζωή σου.
…«Πρώτε Πολίτη»;
Όλα πάνε καλά με κόκα κόλα;
Όλα λοιπόν καλά;
Έφραξες μάτια και αυτιά,
βούλωσες την ψυχή σου με ψευτιά,
σε κείνο κει το μαυσωλείο-σπίτι
θλιβερέ, του «ναι σε όλα» ερημίτη,
δεν βλέπεις, δεν ακούς;
Δεν ξέρεις πως δεν ήτανε
αυτός ο χαλασμός
η μόνη λύση;
Κι αυτός ο ξεπεσμός
δεν είναι ότι ονειρεύτηκες
όταν εκείνο το ταξίδι είχες αρχίσει.
Τι περιμένεις πιά;
Πόσο πιό κάτω θα κατρακυλήσεις;
που λέει ο Παλαμάς.
Πόσα διατάγματα θα υπογράψεις άλλα;
Σε πόσες διαταγές …«Ανώτατε Άρχοντα»
θα σκύψεις;
Πόσα καρφιά θα μπήξεις
στο σώμα της Πατρίδας;
Πόσα ραπίσματα θα δώσεις της ελπίδας;
Κάποιοι ακόμη αδυνατούν
να το πιστέψουνε για σένα και ρωτούν:
«Μα δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν,
αυτός ο ευπατρίδης; ο Ηπειρώτης;
να γίνει εξωμότης»;
Πεθαίνει η ελπίδα τελευταία, λένε.
Μα συ τα μάτια του Λαού που κλαίνε,
δεν τα θωρείς, μόνο να υποχωρείς μπορείς
σ’ ότι σου λένε οι άλλοι οι σκυφτοί,
οι «εκλεγμένοι»,
της Ιστορίας όλοι καταδικασμένοι
στη ντροπή.
Μιά έντιμη παραίτηση
θα ‘ταν μιά κάποια λύση,
που λέει ο Καβάφης.
Σταμάτα πιά να βάφεις
με τη «συναίνεση» τ’ άσπρα σου τα μαλλιά.
Φύγε μακριά τους, σου κλέβουν την ψυχή,
όση σου έχει απομείνει.
Θα ζει, θα βλέπει η ψυχή σου,
όταν δικό σου τίποτε φθαρτό
δεν θα ‘χει μείνει,
θα καίγεται σε άσβεστο καμίνι
όταν θ’ ακούει τους γονιούς
να λένε στα παιδιά για σένα,
το πόσο στάθηκες σκυφτός στα διαταγμένα,
το πως δεν στάθηκες ορθός στα τιμημένα.
Κι αν πάλι δεν μπορείς,
παρά εκεί κι έτσι όπως είσαι
να μείνεις ως το τέλος,
θυμήσου στο επόμενο το διάταγμα
που την υπακοή σου θα προσφέρεις,
ότι δεν κράτησες, ως πρέπει, τη ζωή σου
που λέει ο Σεφέρης.
Γρηγόρης Δημ. Ρώντας,
δημοσιογράφος, συγγραφέας