Ο θάνατος είναι ένα περίεργο πράγμα. Eίναι οριστικός και αμετάκλητος, αλλά έχει διάρκεια. Kι όταν κάποιος πεθάνει, μερικές φορές μοιάζει σαν να είναι ακόμα εδώ, ζωντανός. Γνωρίζεις ότι είναι νεκρός όμως δεν το αισθάνεσαι έτσι.
Ο παππούς μου πέθανε πριν περίπου 40 ημέρες. Δεν ήταν ότι δεν ήταν αναμενόμενο. Ήταν 93 ετών. Στην κηδεία του τα παιδιά του έκλαιγαν, όμως εγώ δεν μπορούσα να κλάψω.
Κοιτούσα τον παππού μου στο φέρετρο και σκεφτόμουν ότι δεν τον γνωρίζω αυτόν εκεί μέσα. Αυτός δεν είναι ο παππούς μου, αλλά κάποιος άλλος. Ήξερα πως είχε πεθάνει, αλλά εγώ δεν θυμόμουν τον παππού μου όπως τον είδα την τελευταία φορά. Δεν ήταν αυτός που έβλεπα. Ο δικός μου παππούς είναι ζωντανός.
Ο Γιάννης Κωνσταντουδάκης ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε πάντα να είναι χρήσιμος, και δεν ήθελε να γίνεται βάρος σε κανέναν, ήθελε να προσφέρει και όχι να τον φροντίζουν. Δεν ήταν άνθρωπος των επιστημών ή του λόγου, αλλά των πράξεων.
Ως παιδί τον θυμάμαι στον κήπο με τις ντοματιές, τα κουνέλια και τις κότες να μου λέει, «Γιάννη, να είσαι όσο πιο χρήσιμος μπορείς».
Μια φορά στον κήπο που τον βοηθούσα, έβγαλε ένα φασόλι από την τσέπη του και μου είπε: «Φύτεψέ το», και έδειξε με το δάκτυλό του ένα σημείο. Όταν το φύτεψα, τον ρώτησα: «παππού, τι θα γίνει τώρα;». Δε μου απάντησε, μου είπε μόνο: «να θυμάσαι που το φύτεψες». Μετά από κάποιον καιρό με πήγε και μου έδειξε τη φασολιά που είχε φυτρώσει. Και όταν η φασολιά σκαρφάλωσε ψηλά το πλέγμα και γέμισε φασόλια, μου είπε: «εσύ το φύτεψες αυτό, δικά σου είναι τα φασόλια». Ακόμα θυμάμαι το αίσθημα της ικανοποίησης που ένιωσα. Και το πρόσωπο του παππού που γελούσε με τη χαρά μου.
Οι λέξεις, παππούς και γιαγιά μοιάζουν σα να φτιάχθηκαν για να μπορούνε να τις λένε εύκολα τα παιδιά. Ο παππούς μου όπως και η γιαγιά, στα παιδικά μου μάτια, ήταν δύο πρόσωπα που δεν είχαν φύλο. Δεν ήταν πατέρας ή μάνα. Η γιαγιά έκανε όλα τα χατήρια και ο παππούς πού και πού φώναζε, αλλά εύκολα μαλάκωνε. Έμοιαζαν σα να ήταν άνθρωποι που υπήρχαν για να βοηθούν και να συμπληρώνουν τις ελλείψεις όλων των υπόλοιπων γύρω τους. Και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Η γιαγιά ήταν ευαίσθητη όσο ο παππούς ήταν σκληρός, λες και για να δημιουργείται μια ισορροπία στη μεταξύ τους σχέση.
Ο παππούς μου ήταν ένας άνθρωπος που δε μιλούσε πολύ. Δεν ήταν χωρατατζής. Εργαζόταν πολλές ώρες. Κι όταν δεν εργαζότανε κάτι μαστόρευε. Είχε κάνει πολλές δουλειές στη ζωή του και δεν άφησε ποτέ τίποτα να λείψει από την οικογένειά του. Όσες φορές τον θυμάμαι να κάθεται, συνήθως δεν μιλούσε. Τα πρωινά έλεγε στην γυναίκα, τη γιαγιά Αρτεμισία, να του φέρει τον καφέ με τη γραβιέρα. Τον έπιναν μαζί, κι όταν η γιαγιά έκανε να μου δώσει κάποιο επιπλέον χαρτζηλίκι, αυτός γκρίνιαζε χαμηλόφωνα ότι με κακομαθαίνει. Μα υπήρχαν και κάποιες λίγες φορές που τύχαινε και οι γονείς δεν έδιναν χαρτζηλίκι κι αυτός έκρινε ότι η γιαγιά δε μου έδωσε αρκετά. Τότε έσκυβε και με ρωτούσε: «Γιάννη, σου φτάνουν τα λεφτά;». Και αν η απάντησή μου δεν τον έπειθε για την ειλικρίνειά της, έβγαζε από τη τσέπη του χρήματα και κρυφά από τη γιαγιά μου έδινε κάποια ακόμα.
Είχε ένα αγροτικό που του είχε φτιάξει ένα κουβούκλι από πάνω και έκλεινε με ένα πανί και ήταν σα ένα σπιτάκι με ρόδες. Όταν ήμουνα παιδί ήταν η χαρά μου να μπαίνω μέσα και να ταξιδεύω. Μπορεί να έβρεχε ή να είχε κρύο, αλλά τα παιδιά προτιμούσαμε να μπαίνουμε στην καρότσα. Κι όταν ήταν καλοκαίρι σηκώναμε το πανί και κάναμε γκριμάτσες στους οδηγούς στα αμάξια που μας ακολουθούσαν ή βγάζαμε τα χέρια μας έξω και χαιρετούσαμε. Με την καρότσα μας πήγαινε ο παππούς στο σχολείο ή στα φροντιστήρια μέχρι που γίναμε μεγάλα παιδιά. Δεν παραπονιόταν για την καθημερινή αυτή ταλαιπωρία.
Ο παππούς μου δεν ήταν ένας σκληρός άνθρωπος. Μπορεί να είχε ζήσει πολλά και να μη γελούσε πολύ, μπορεί να μην ήταν χωρατατζής, μπορεί δύσκολα να έλεγε ιστορίες για αυτά που είχε ζήσει – και είχε αρκετές ιστορίες – όμως μοιραζόταν ότι είχε. Όλοι ήξεραν ότι αν ζητήσεις βοήθεια από τον Γιάννη, αυτός δε θα σου την αρνηθεί.
Ποτέ δεν κράτησε κακία, ούτε άλλαξε χαρακτήρα. Ο κυρ Γιάννης ήταν σπαθί. Το ήξερε όλη η γειτονιά.
Θυμάμαι τα γιορτινά τραπέζια στην αυλή του σπιτιού του. Τότε που οι οικογένειες δεν ήταν μόνο ο μπαμπάς και η μαμά, που ήταν πιο μεγάλες και χωρούσαν θείους και θείες, ξαδέλφια, παππού και γιαγιά και που ερχόταν και οι γειτόνοι για ένα κρασί και ένα μεζέ. Και το καλοκαίρι κατέβαιναν και άλλοι φίλοι και συγγενείς, και η οικογένεια μεγάλωνε πιο πολύ και γινόταν μία μικρή κοινωνία στην αυλή της γιαγιάς Αρτεμισίας. Εκεί κάτω από τη λεμονιά, στην αυλή με τις γαρδένιες, τα καναρίνια και τα ασβεστωμένα πεζούλια που παίζαμε τα παιδιά με τα καπάκια της μπιράλ, η γιαγιά Αρτεμισία έβαζε πάντα όλα τα δυνατά της να ευχαριστήσει αυτό το ετερογενές πλήθος με τις πολλές ανάγκες καθώς ενωνόταν πάνω στο γιορτινό τραπέζι.
Και οι γιορτές ήταν πιο πολλές. Βρισκόμασταν πιο συχνά. Πολλές Κυριακές. Ο παππούς ήταν στην κεφαλί αυτού του τραπεζιού. Αυτός έφερνε το καλό κρασί από το κελάρι και έδινε το σήμα να ξεκινήσουμε.
Δεν θυμάμαι τον παππού μου να κλαίει, δεν έδειχνε εύκολα τα συναισθήματά του. Μια φορά όμως, όταν ήμουν μεγάλος πια, έκλαψε.
Τη μέρα που έφευγα φοιτητής για την Αγγλία με αγκάλιασε, έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο, μα όταν ξαναείδα το πρόσωπό του είχε βουρκώσει. Μου είπε ένα «καλό ταξίδι» και «μη μας ξεχάσεις». Σα να συνειδητοποιούσε ότι επειδή μεγάλωσα και φεύγω, αυτός γέρασε. Σα να έκλαιγε λίγο και για τον εαυτό του. Σα να φοβόταν ότι δε θα ξαναγυρίσω. Ότι πλέον δεν θα είναι χρήσιμος. Αγκάλιασε τη γιαγιά Αρτεμισία και κλαίγανε μαζί.
Είδα τον παππού μου να κλαίει ξανά, λίγα χρόνια μετά όταν πέθανε η αγαπημένη του γιαγιά Αρτεμισία. Θυμάμαι τη μέρα αυτή. Με δανεικά λεφτά αγόρασα ένα εισιτήριο από την Αγγλία που ήμουν και επέστρεψα για να δω τη γιαγιά που πέθαινε στο νοσοκομείο. Ήταν μικρή, 72 ετών. Ο παππούς έμεινε μόνος. Έκλαψε πολύ. Και άρχισε να αισθάνεται ότι γίνεται βάρος στους υπόλοιπους. Ότι τώρα θα πρέπει να τον φροντίζουν και όχι να φροντίζει αυτός τους άλλους. Με το θάνατο της γιαγιάς, σα να μίκρυνε η οικογένεια. Σα να τελείωσε μια εποχή.
Κάποια χρόνια αργότερα ο παππούς βρέθηκε με μία άλλη γυναίκα. Την Χρυσούλα. Τον αγάπησε η Χρυσούλα, του φέρθηκε καλά και τον στήριξε τα χρόνια που ακολούθησαν.
Στην αρχή είχα θυμώσει. Όμως μετά μαλάκωσα. Ο παππούς δεν ήθελε να γίνεται βάρος. Και είχε μία απεριόριστη δίψα για ζωή. Μέχρι τα βαθιά γεράματα, πάντα ήθελε να είναι ενεργός. Ήθελε πάντα να νοιώθει χρήσιμος. Δεν τα παρατούσε, δεν αποδεχόταν ότι πλέον κάποια πράγματα δε μπορεί να τα κάνει. Θύμωνε όταν ένιωθε ότι τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Έπεφτε αλλά ξανασηκωνόταν, προσπαθούσε και άλλο, περπατούσε. Προχωρούσε.
Αν ο παππούς μου είχε πεθάνει 20 χρόνια πριν, όλος ο χώρος εντός και ο προαύλιος χώρος της εκκλησίας θα ήταν γεμάτος κόσμο. Φίλοι και πολίτες που τον είχαν γνωρίσει θα ένοιωθαν την υποχρέωση να βρίσκονται εκεί στο τελευταίο αντίο. Δυστυχώς, η ζωή είναι έτσι ώστε ακόμα και ο θάνατος να αποκτά διαφορετική αξία και ένταση αναλόγως πώς, γιατί και τη στιγμή που συμβαίνει. Ο μύθος του ανθρώπου, φτιάχνεται και από τον θάνατό του. Όπως ένας ηθοποιός που πεθαίνει με έναν τραγικό τρόπο στο απόγειο της δόξας του. Η ένταση του θανάτου δεν είναι πάντα ίδια.
Ο παππούς μου όμως, δε νοιαζόταν για τον θάνατο. Ήθελε να πεθάνει αξιοπρεπώς, όμως πρωτίστως ήθελε να ζήσει. Όσο παραπάνω του επέτρεπαν οι δυνάμεις του, όσο πιο ενεργά μπορούσε. Με τον δικό του απλό, καθημερινό τρόπο. Με το να είναι χρήσιμος και να μη γίνεται βάρος, πρωτίστως σε αυτούς που αγαπούσε, αλλά και σε όλο τον περίγυρό του. Ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι. Λιγοστεύουν αυτοί οι άνθρωποι. Περισσεύουν αυτοί που ακόμα και το «καλό» που κάνουν, είναι κυρίως για τον εαυτό τους.
Σκεφτόμουν ότι ο άνθρωπος αυτός έφυγε με αξιοπρέπεια, στο σπίτι του. Πέθανε με ηρεμία, δεν βασάνισε ούτε τον εαυτό του ούτε τους γύρω του. Αυτό θα ήταν κάτι που δε θα το ήθελε με τίποτα. Δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του. Πέθανε λοιπόν, ήρεμα. Σα για να μην ενοχλήσει κανέναν.
Ο παππούς μου πέθανε. Μαζί του πέθανε και ο τελευταίος ισχυρός δεσμός μου με την παιδική ηλικία.
Ο παππούς ήταν ο άνθρωπος που στα μάτια μου συγκέντρωνε εκείνα τα χαρακτηριστικά της ηρεμίας, της σταθερότητας και της σιγουριάς που αναζητά κάθε παιδί σε έναν μεγαλύτερο. Ήξερα, πως όσο ήμουν δίπλα του ήταν ασφαλές να παραμένω παιδί.
Ο παππούς μου είναι ζωντανός ως αυτή η απώλεια. Αισθάνομαι την απουσία του. Τον θυμάμαι, μαζί θυμάμαι και τον εαυτό μου ως παιδί, τον κήπο με τις ντοματιές, την αυλή με τις γαρδένιες, τις οικογενειακές γιορτές, το αγροτικό με το κουβούκλι που κάθε διαδρομή ήταν σα ταξίδι σε ένα σπιτάκι με ρόδες.
Ο παππούς Γιάννης ήταν ένας από τους σημαντικούς λόγους που η παιδική μου ηλικία ήταν όμορφη.
Αντίο παππού,
Ο εγγονός σου
Γιάννης Αγγελάκης