Την κάθοδο της στις επικείμενες εκλογές αναμένεται να αποφασίσει την Κυριακή. Επισημαίνει πως δεν μπορούν να υπάρξουν φιλολαϊκές αλλαγές εντός Ευρώ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε επιστροφή στις λογικές του ¨καλού ΣΥΡΙΖΑ”. Δεν υπάρχουν -εκτιμά- προϋποθέσεις συνεργασίας με την Λαϊκή Ενότητα.
Αναδεικνύοντας την ανάγκη για “μια αριστερά που θα τιμήσει το μεγάλο λαϊκό ΟΧΙ, ενάντια στην ΕΕ, το ΔΝΤ και το κεφάλαιο μέχρι το τέλος” αναμένεται να αποφασίσει την κάθοδο της στις επερχόμενες εκλογές η Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία για την Ανατροπή (ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Την Κυριακή (30/8) συνεδριάζει το Πανελλήνιο Συντονιστικό της οργάνωσης, αφού πρώτα θα έχει προηγηθεί η σχετική συζήτηση στις τοπικές οργανώσεις.
Να θυμίσουμε ότι ήδη από τις 21 Αυγούστου η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει απευθύνει προς όλες τις πολιτικές δυνάμεις και συλλογικότητες της αριστεράς ανοιχτό κάλεσμα πολιτικής συνεργασίας τονίζοντας ότι “απαιτείται η πιο πλατιά εργατική και λαϊκή ενότητα για την ανατροπή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και όποιας κυβέρνησης εφαρμόζει μνημονιακή πολιτική, με όποιο «χρώμα» και σύνθεση. Ρήξη με τους δανειστές, την ΕΕ και τις δυνάμεις του κεφαλαίου, απέναντι στην νέα «εθνική συναίνεση» της υποταγής”. Παράλληλα επισήμανε πως “δεν μπορεί να υπάρξει «ενδιάμεση» πρόταση, πρόταση «φιλολαϊκής διαχείρισης» μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης, της ΕΕ και του καπιταλιστικού μονόδρομου”.
Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποίησε και σειρά επαφών και συναντήσεων μεταξύ των οποίων και με την νεοσύστατη Λαϊκή Ενότητα. Παρά το γεγονός ότι – όπως επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ- “σε συντροφικό κλίμα συζητήθηκαν οι πολιτικές εξελίξεις”, δεν υπήρξε προγραμματική σύγκλιση, με επίμαχο ζήτημα αυτό της εξόδου από το Ευρώ, την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και άλλα ζητήματα.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Κ.Σ.Ε της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σχετικά με τις επαφές με την Λαϊκή Ενότητα:
“Από την όλη συζήτηση προέκυψαν επιπλέον ορισμένα σημαντικά ζητήματα όπως η στάση της ΛΑΕ σε ενδεχόμενη έλλειψη κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ ή η δυνατότητα κατάργησης των μνημονίων μέσα στα πλαίσια της ΕΕ.Μετά τις συναντήσεις που έγιναν με την ΛΑ.Ε πήραμε τις παρακάτω απαντήσεις:
α) Το πρόγραμμα της εκλογικής συνεργασίας έχει ολοκληρωθεί για τη ΛΑ.Ε και είναι αυτό που έχει αποσταλεί στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν υπάρχει δυνατότητα ουσιαστικών αλλαγών στην φάση αυτή, ούτε θα υπάρξει «άλλο πρόγραμμα της εκλογικής συνεργασίας». Είναι, κατά τη γνώμη τους, επαρκές πρόγραμμα για μια «αντιμνημονιακή – δημοκρατική – πατριωτική συνεργασία».
β) Σ’ αυτή τη βάση, η θέση και οι διατυπώσεις για την ΕΕ δεν μπορούν να αλλάξουν, παραμένει η θέση «ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές και πολιτικές της ΕΕ».
γ) Θα μπορούσαν να υπάρχουν κάποιες επιπλέον αναφορές στο ρόλο του οργανωμένου λαού και των κινημάτων στην υλοποίηση του προγράμματος.
δ) Στο ερώτημα για τη στάση της ΛΑ.Ε σε περίπτωση έλλειψης αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε ότι δεν θα υπάρξει σε καμία περίπτωση συνεργασία με μνημονιακή κυβέρνηση .
ε) Στις εκλογές θα κατέβει η ΛΑ.Ε, η οποία είναι μετωπικό σχήμα και όχι κόμμα. Δεν υπάρχει περίπτωση εκλογικής συνεργασίας που θα περιλαμβάνει το όνομα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή άλλης συλλογικότητας στον τίτλο.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τοποθετήθηκε κριτικά πάνω στο προγραμματικό πλαίσιο που προτάθηκε από την ΛΑ.Ε. Σε γενικές γραμμές το πλαίσιο της ΛΑ.Ε κινείται σε κατεύθυνση «προοδευτικής, ριζοσπαστικής, διαχείρισης και διακυβέρνησης», παρά τις όποιες θετικές ή αρνητικές διατυπώσεις -που κι αυτές έχουν την σημασία τους. Ο χαρακτήρας του μετώπου που προτείνεται ορίζεται ως «αντιμημονιακό, δημοκρατικό, πατριωτικό», πράγμα που δεν εκφράζει τον ριζοσπαστισμό, την ταξικότητα και το πολιτικό βάθος του ΟΧΙ. Επιπλέον, η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου αν δεν έχει δημοκρατική οργάνωση κινδυνεύει να διαμορφώσει χαρακτηριστικά συγκεντρωτισμού, αρχηγισμού, επιστροφής στις χειρότερες παραδόσεις της αριστεράς που πρέπει να ξεπεραστούν. Με βάση τα παραπάνω η εισήγηση της ΚΣΕ προς τις συνελεύσεις και το ΠΣΟ είναι ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για εκλογική συνεργασία με την ΛΑ.Ε”
Ενδεικτική είναι και η πρόσφατη απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ) – από τους βασικούς πολιτικούς σχηματισμούς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ- στην οποία σημειώνεται πως “δεν υπάρχει καμιά περίπτωση για φιλολαϊκές αλλαγές μέσα στο πλαίσιο της ευρωζώνης και της ΕΕ. Το συμπέρασμα αυτό βρέθηκε στο στόμα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων και νέων, που πριν και μετά το δημοψήφισμα έβλεπαν στη ρήξη τον μόνο δρόμο για να αποφευχθούν τα μνημόνια και ο εξευτελισμός. Βρισκόμαστε στην εποχή όπου τα ζητήματα της ρήξης και της εξόδου από την ευρωζώνη, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αποτελούν άμεσους στόχους αγώνα, αναπόσπαστες πλευρές και προϋποθέσεις του συνολικού μας αντικαπιταλιστικού προγράμματος”. Παράλληλα στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι “η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι δυνάμεις της πολιτικής συνεργασίας πρέπει να παρέμβουν αυτοτελώς στην πολιτική μάχη των επερχόμενων εκλογών. Τυχόν προσχώρηση σε εκλογική συνεργασία με την ΛΑ.Ε, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού συσχετισμού δυνάμεων αλλά και της μιντιακής δυνατότητάς της, θα σημαίνει στην πράξη παραχώρηση της ηγεμονίας (στο ριζοσπαστικό ρεύμα του ΟΧΙ) στις «αντιμνημονιακές διαχειριστικές δυνάμεις», οπισθοχώρηση και όχι προώθηση της συνείδησης των ριζοσπαστικών δυνάμεων του ΟΧΙ, αποσυγκρότηση και όχι συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού ρεύματος”.
Ειδικά για την Λαϊκή Ενότητα επισημαίνεται πώς “οι λογικές ενός «άμεσου ή μίνιμουμ προγράμματος», που μπορεί δήθεν να προχωρήσει χωρίς ουσιαστικές ρήξεις με το κεφάλαιο, την ΕΕ και το κράτος, και επιδιώκει ένα νέο «αντιμνημονιακό» ή «αντινεοφιλελεύθερο» κοινωνικό συμβόλαιο με το κεφάλαιο ή τμήματά του, εντός του ευρώ και της ΕΕ, αποδείχτηκαν οδυνηρές αυταπάτες”. Επίσης ότι “ο χαρακτήρας του μετώπου που προτείνουν είναι «αντιμνημονιακός, δημοκρατικός, πατριωτικός» με βασική επιδίωξη και κόμβο την κατάργηση των μνημονίων, το οποίο -όπως ήδη αναφέρθηκε- είναι αναγκαίο αλλά δεν μπορεί να αναμετρηθεί αποτελεσματικά με την επιδρομή του μαύρου μετώπου κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ. Η στάση τους απέναντι στην προγενέστερη στρατηγική και λογική του ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτει όχι μια ριζοσπαστική υπέρβαση της λογικής που οδήγησε στη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, μια εμμονή στον -ουτοπικό σήμερα- μεταρρυθμισμό, και έναν εγκλωβισμό στα όρια της «συνέχειας της προσπάθειας που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ» και των «προεκλογικών δεσμεύσεων” του ΣΥΡΙΖΑ που εγκαταλείφθηκαν”.